Archive for the ‘Uncategorized’ Category
Γέρων Πορφύριος: Λόγος περί Προσευχής
“Ο άνθρωπος ζητάει στον ουρανό τη χαρά και την ευτυχία. Ζητάει το αιώνιο μακριά απ΄όλους κι απ΄όλα, ζητάει να βρει τη χαρά στον Θεό. Ο Θεός είναι μυστήριο. Είναι σιωπή, είναι άπειρος, είναι το πάν. Την τάση της ψυχής για τον ουρανό την έχει όλος ο κόσμος, όλοι ζητάνε κάτι το ουράνιο. Σ΄Αυτόν στρέφονται όλα τα όντα, έστω και ασυνειδήτως.
Σ΄Αυτόν να στρέφετε διαρκώς το νου σας. Αγαπήστε την προσευχή, την κουβέντα με τον Κύριο. Το πάν είναι η αγάπη, ο έρωτας με τον Κύριο, τον Νυμφίο Χριστό. Γίνετε άξιοι της αγάπης του Χριστού. Για να μη ζείτε στο σκοτάδι, γυρίστε το διακόπτη της προσευχής, ώστε να έλθει το Θείο φως στην ψυχή σας. Στο βάθος του είναι σας θα φανεί ο Χριστός. Εκεί, στο βάθος, είναι η Βασιλεία του Θεού. “Η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν”.
Η προσευχή γίνεται μόνο με το Άγιον Πνεύμα. Αυτό διδάσκει την ψυχή πώς να προσεύχεται. “Το γάρ τι προσευξόμεθα καθ΄ό δεί ούκ οίδαμεν, αλλ΄αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις”. Εμείς δεν χρειάζεται να κάνουμε καμιά προσπάθεια. Ν΄απευθυνόμαστε στον Θεό, με ύφος ταπεινού δούλου, με φωνή παρακλητική και ικετευτική. Τότε η προσευχή μας είναι ευάρεστη στο Θεό. Να στεκόμαστε με ευλάβεια ενώπιον του Εσταυρωμένου και να λέμε: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Αυτό τα λέει όλα. Όταν κινηθεί για προσευχή ο νους του ανθρώπου, στο δευτερόλεπτο του δευτερολέπτου έρχεται η Θεία χάρις. Τότε ο άνθρωπος γίνεται χαριτωμένος και βλέπει με άλλα μάτια τα πάντα. Το παν είναι ν΄αγαπήσουμε τον Χριστό, την προσευχή, τη μελέτη. Παίρνουμε ένα εκατομμύριο και το κόβουμε κομματάκια. Του ανθρώπου η προσπάθεια είναι το ένα εκατομμυριοστό.
Πριν από την προσευχή η ψυχή πρέπει να προετοιμάζεται με προσευχή. Προσευχή για την προσευχή. Ακούστε τι εύχεται ο ιερέας μυστικά, την ώρα που διαβάζεται ο Απόστολος κατά την Θεία Λειτουργία:
“Έλαμψον εν ταις καρδίαις ημών φιλάνθρωπε Δέσποτα το της Σης Θεογνωσίας ακήρατον φως και τους της διανοίας ημών διάνοιξον οφθαλμούς εις την των ευαγγελικών Σου κηρυγμάτων κατανόησιν. Ένθες ημίν τον των μακαρίων Σου εντολών φόβον, ίνα τάς σαρκικάς επιθυμίας πάσας καταπατήσαντες πνευματικήν πολιτείαν μετέλθωμεν, πάντα τα προς ευαρέστησιν την σην και φρονούντες και πράττοντες. Συ γαρ ο φωτισμός των ψυχών και των σωμάτων ημών, Χριστέ ο Θεός, και Σοί την δόξαν αναπέμπομεν συν τω ανάρχω Σου Πατρί και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ Σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων”.
Στην προσευχή μπαίνουμε χωρίς να το καταλάβουμε. Χρειάζεται να βρεθούμε και σε κατάλληλο κλίμα. Η αναστροφή με τον Χριστό, η συζήτηση, η μελέτη, η ψαλτική, το καντηλάκι, το θυμίαμα, γίνονται το κατάλληλο κλίμα, ώστε όλα να γίνουν απλά, “εν απλότητι καρδίας”. Διαβάζοντας τις ψαλμωδίες, τις ακολουθίες, με έρωτα, χωρίς να το καταλάβουμε γινόμαστε άγιοι. Ευφραινόμαστε με τα Θεία λόγια. Αυτή η ευφροσύνη, αυτή η χαρά είναι η δική μας προσπάθεια, για να μπούμε εύκολα στην ατμόσφαιρα της προσευχής, η προθέρμανση, όπως λέμε. Μπορούμε και να φέρνουμε στο νου μας ωραίες εικόνες από τοπία που είδαμε. Αυτή η προσπάθεια είναι απαλή, αναίμακτη. Αλλά μην ξεχνάμε αυτό που είπε ο Κύριος: “Χωρίς εμού ού δύνασθε ποιείν ουδέν”.
Ο ίδιος ο Κύριος θα μας διδάξει την προσευχή. Δεν θα τη μάθουμε μόνοι μας, ούτε άλλος κανείς θα μας τη μάθει. Μη λέμε, “έκανα τόσες μετάνοιες, εξασφάλισα τώρα την χάρι”, αλλά να ζητούμε να λάμψει εντός μας το ακήρατον φως της θείας γνώσεως και να ανοίξει τα πνευματικά μας μάτια, για να κατανοήσουμε τα θεία Του λόγια.
Με τον τρόπο αυτό, χωρίς να το καταλάβουμε, αγαπάμε τον Θεό χωρίς σφιξίματα, προσπάθεια κι αγώνα. Αυτά που είναι δύσκολα στους ανθρώπους, για τον Θεό είναι πολύ εύκολα. Τον Θεό θα Τον αγαπήσουμε ξαφνικά, όταν η χάρις θα μας επισκιάσει.
Αν αγαπήσουμε πολύ τον Χριστό, η ευχή θα λέγεται μόνη της. Ο Χριστός θα είναι συνεχώς στο μυαλό μας και στην καρδιά μας.
ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2012/06/blog-post_9223.html#ixzz1yHOggSA8
Το μεγάλο θαύμα που δεν αντέχουμε
ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2012/04/blog-post_30.html#ixzz1yHLSqnXk
Λουκάς Νοταράς. Ένας μάρτυρας της Αλώσεως.
Λουκάς Νοταράς. Ένας μάρτυρας της Αλώσεως.
Κάθε που ζύγωνε 29 Μαΐου ο Γερο-Ζαχαρίας δεν είχε αναπαμό. Έπρεπε να ετοιμάσει το στάρι για το κόλλυβο των «Μαρτύρων της Άλωσης». Ξάκρινε το καθαρό σπυρί – σπυρί και το ‘βαζε να βράσει ήσυχα μέχρι ν’ ανοίξει σαν το ρόδο. Ύστερα το στέγνωνε κι έπιανε κατόπιν να το στολίζει χωρίς βιάση. Μάστορας δουλεμένος στην Αγιογραφία, έπιανε το χέρι του. Πάνω στη χιονάτη ζάχαρη θά ‘φτιαχνε το δικέφαλο αετό μέσα σε στολίδια απίστευτα.
Με ψυχή παιδιού, μα φρόνημα λιονταρίσιο. Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος κρίνοντας άξια, τον έκαμε Πρωθυπουργό, Ύπατο του Κράτους, λειτουργό και Μέγα Δούκα. Νους λαμπερός ο Νοταράς είχε δει νωρίς τη λατινική απειλή και αντιστάθηκε σθεναρά.
Ο Νοταράς στην Άλωση φρουρούσε τον Κεράτιο από το Πετρίο μέχρι την πύλη της Αγίας Θεοδοσίας, με 100 Ιππείς και 500 σφενδονήτες και τοξότες. Οι Τούρκοι είχαν μπει στην Πόλη, μα εκείνος αγωνιζόταν ακόμη. Και σαν τον κύκλωσαν ήρθε η αιχμαλωσία. Οι δυο γιοι του είχαν πέσει στα τείχη υπερασπίζοντας τον τόπο κι εκείνος πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με την Κυρά του, την κόρη, τον γαμπρό του κι ελπίδα στερνή το δεκατετράχρονο βλαστάρι του.
Ο πέλεκυς έπεσε. Ο Νοταράς στάθηκε μάρτυρας στο θάνατο του γιου του! Ακολούθησε ο γαμπρός του. Κι υστέρα εκείνος. Έλυσε την ασημένια πόρπη της χλαμύδας και πρότεινε περήφανα τον τράχηλο που στιγμή δεν είχε σκύψει στη ζωή του!
Πηγή: http://koukfamily.blogspot.com/2012/05/blog-post_2777.html
Τα αίτια της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, κατά τον Ιωσήφ τον Βρυέννιον
Τα αίτια της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως,
κατά τον Ιωσήφ τον Βρυέννιον
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως την 29η Μαΐου του 1453 ήταν το αποκορύφωμα της φθίνουσας δόξας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του λεγομένου Βυζαντίου. Γύρω από τα αίτια της πτώσης αυτής εγράφησαν πολλά, τα οποία παρουσιάζουν την κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία-Βυζάντιο, αφού είχε χαθή όλη η Μικρά Ασία, η Ανατολική Θράκη και είχε μείνει μόνον η Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της. Οι κατά καιρούς εχθροί είχαν προξενήσει μεγάλη ζημία, με αποκορύφωμα και τελειωτικό κτύπημα την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους, κατά την Δ Σταυροφορία την 13η Απριλίου του έτους 1204. Η μετά από λίγα χρόνια (1261) ανακατάληψή της και ελευθέρωσή της δεν προσέφερε ουσιαστικά πράγματα, διότι ήδη η Πόλη είχε καταστραφή και λεηλατηθή ολοσχερώς.
Πέρα από τα πολιτικά και κοινωνικά αίτια που συνετέλεσαν στην πτώση της Κωνσταντινουπόλεως πρέπει να σημειωθούν ιδιαιτέρως τα πνευματικά αίτια στα οποία συνήθως δεν δίνουμε μεγάλη σημασία.
Άλλωστε κατά την ορθόδοξη θεολογία ο Θεός διευθύνει τον κόσμο με τις άκτιστες ενεργειές Του, και η προσωπική Του επέμβαση εκδηλώνεται με την ευδοκία Του, την μακροθυμία Του, την παραχώρηση των ποικίλων πειρασμών κλπ. Σε αυτά τα πνευματικά αίτια αναφέρεται ο μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος, διδάσκαλος του γένους και ομολογητής της πίστεως, που έζησε στις τελευταίες στιγμές της ζωής της Βασιλεύουσας και άκουγε τον ρόγχο του θανάτου της.
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος, διδάσκαλος του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, σύμφωνα με μελέτη του αειμνήστου Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικολάου Τωμαδάκη, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 1350 μ.Χ., εκάρη μοναχός στην Μονή Στουδίου, υπήρξε ασκητής με πατερικό φρόνημα, ανεδείχθηκε μεγάλος λόγιος και διδάσκαλος του γένους, τον οποίον συμβουλεύονταν οι Αυτοκράτορες και οι Πατριάρχες, και αποστελλόταν από τον Αυτοκράτορα σε διάφορες κρίσιμες αποστολές, όπως την Κύπρο και την Κρήτη, ομιλούσε κατά τις επίσημες ημέρες στο Παλάτι, συμμετείχε στις προετοιμασίες για την συζήτηση των Ορθοδόξων με τους Λατίνους, για την «ένωση των Εκκλησιών» και κοιμήθηκε περί το 1431, περίπου είκοσι δύο (22) χρόνια πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Όπως γράφει ο Αρχιμ. Ειρηναίος Δεληδήμος, στην εισαγωγή των έργων του που εξεδόθησαν από τον εκδοτικό οίκο Βασιλείου Ρηγόπουλου, «ο Ιωσήφ Βρυέννιος κατά τα έτη 1401-1431 ανεγνωρίζετο ως ο κορυφαίος λόγιος εν Κωνσταντινουπόλει».
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος την Μ. Παρασκευή (14 Απριλίου) του έτους 1419, τριανταπέντε περίπου χρόνια πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, εξεφώνησε ένα λόγο στο Παλάτι «επί παρουσία βασιλέων, και των εν τέλει, και συνελεύσει των εξαιρέτων του γένους ημών, και της βασιλίδος ταύτης των πόλεων», όπως χαρακτηριστικά γράφεται στην επικεφαλίδα.
Όπως λέγει σε άλλα κείμενά του, στην Κωνσταντινούπολη την εποχή εκείνη ζούσαν περίπου 70.000 κάτοικοι και μάλιστα ο ίδιος έκανε έκκληση στους Κωνσταντινουπολίτας, χωρίς να υπάρχη ανταπόκριση, να συντελέσουν στην ανοικοδόμηση των τειχών της, εν όψει του μεγάλου κινδύνου. Όμως οι κάτοικοι, ιδιαιτέρως οι πλούσιοι, ασχολούμενοι με την αύξηση των ατομικών τους εσόδων, αδιαφορούσαν, με αποτέλεσμα η πόλη να ομοιάζη, όπως λέγει, με «σεσαθρωμένον» πλοίον που ήταν έτοιμο να βυθισθή.
Στον λόγο του αυτόν που αναφερόμαστε, ο διακεκριμένος αυτός λόγιος μοναχός, ομιλώντας μπροστά στους επισήμους άρχοντες της Κωνσταντινουπόλεως, εξέθεσε ανάγλυφα και παραστατικά τα πνευματικά αίτια της επερχομένης πτώσεως της Βασιλευούσης. Και είναι σημαντική αυτή η μαρτυρία γιατί προέρχεται από έναν λόγιο μοναχό και ασκητή, με ήθος, παιδεία και πατερικό φρόνημα, τον οποίον σέβονταν οι πάντες την εποχή εκείνη και ο οποίος έζησε στα χρόνια εκείνα που οι κάτοικοι έβλεπαν τον επερχόμενο όλεθρο.
Το περιεχόμενο του λόγου αυτού αναλύεται στην επικεφαλίδα: «δια το πωλείσθαι καθ’ εκάστην το του Χριστού σώμα και αίμα παρά των ούτω λεγομένων πνευματικών, και αγοράζεσθαι παρ’ ημών, οίμοι! το ημέτερον γένος αφανισμώ παραδίδοται και Ισμαηλίταις περιπίπτει». Δηλαδή, το γένος αφανίζεται και πέφτει στους Ισμαηλίτες – Μωαμεθανούς, διότι πωλείται το σώμα και το αίμα του Χριστού από τους λεγομένους πνευματικούς και αγοράζεται από τους Χριστιανούς.
Στην αρχή του λόγου του ο Ιωσήφ Βρυέννιος εκφράζει την οδύνη του, αφού το γένος περιστοιχίζεται από δεινά, τα οποία, όπως λέγει, «δάκνει μου την καρδίαν, συγχεί τον νουν και οδυνά την ψυχήν». Κάνει λόγο για την «ολόσωμον πληγήν» και την «νόσον καθολικήν». Το γένος έχει περιπέσει σε ποικίλα πάθη και αμαρτίες. Όλοι οι Χριστιανοί έγιναν «υπερήφανοι, αλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, αχάριστοι, απειθείς, λιποτάκται, ανόσιοι, αμετανόητοι, αδιάλλακτοι». Έγιναν οι άρχοντες κοινωνοί ανόμων, οι υπεύθυνοι άρπαγες, οι κριτές δωρολήπτες, οι μεσίτες ψευδείς, οι νεώτεροι ακόλαστοι, οι γηράσαντες μεθυσμένοι, οι αστοί εμπαίκτες, οι χωρικοί άλαλοι, «και οι πάντες αχρείοι». Συγχρόνως με την γενική κατάπτωση των ανθρώπων χάθηκε «ευλαβής από της γης, εξέλιπε στοχαστής, ουχ εύρηται φρόνιμος». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον επέπεσαν εκ δυσμών και εξ ανατολών διάφοροι εχθροί και λυμαίνονται την αυτοκρατορία.
Στην συνέχεια αναφέρεται στο μεγαλύτερο αμάρτημα που έγινε στην ιστορία, δηλαδή την προδοσία του Ιούδα, η οποία συνίσταται στο «πωληθήναι τιμής και αγορασθήναι τον Κύριον», δηλαδή ο Ιούδας επώλησε τον Κύριο, τον Οποίον αγόρασαν οι Εβραίοι. Αυτό το ανοσιούργημα, όπως λέγει, γίνεται στις ημέρες μας, αφού οι πολλοί από τους λεγομένους πνευματικούς πωλούν τον Κύριο και «αγοράζει δε πας ο έχων αργύριον και βουλόμενος». Προφανώς πρόκειται για το ότι οι λεγόμενοι πνευματικοί χορηγούσαν άφεση αμαρτιών με την λήψη χρημάτων. Αλλά και πολλοί από τους ιερείς ασελγούν εν επιγνώσει, αφού και αυτοί διακατέχονται από αυτά τα πάθη και προσέρχονται να λειτουργούν στην σεβασμία Τράπεζα αναιδώς. Αναφέρεται διεξοδικώς στην κατάπτωση της Εκκλησίας, αφού οι ποιμένες έχουν απομακρυνθή από την διδασκαλία και τα όρια που είχαν θέσει οι Πατέρες. Αλλά και οι μοναχοί έχουν χάσει τον προορισμό τους και ασχολούνται με άλλα ζητήματα, αφού υπάρχουν μοναχοί «και τρία και πέντε, και επτά έχοντες αδελφάτα εκ διαφόρων αυτοίς αφεθέντα προσώπων».
Ο όρος «αδελφάτο» σημαίνει «επιτροπεία διευθύνουσα αγαθοεργόν κατάστημα» (Δημητράκου) που ανήκει στους Δήμους. Με γενική έννοια αδελφάτο είναι «σύλλογος, σωματείο με ιδιαίτερα στενούς δεσμούς μεταξύ των μελών του» η ακόμη «επιτροπή με διαχειριστικά καθήκοντα σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, ναούς, νοσοκομεία» (Μπαμπινιώτης). Στην περίπτωση αυτή με τον όρο αδελφάτα μάλλον εννοούνται μερίδια της Μονής που παραλαμβάνουν και κατέχουν και οι εκτός της Μονής ζώντες μοναχοί που τα εκμεταλλεύονται, οπότε ένας τέτοιος μοναχός μάλλον πρέπει να καλήται «ληστής» και η ενέργεια αυτή «τόκος εστι, και τόκου χείρον, ιεροκαπηλία λεγόμενον», διότι κρατεί τα αδελφάτα των πτωχευόντων μοναστηρίων ενέχυρα για τόκο. Πρόκειται για αλλοίωση του μοναχισμού, ο οποίος έχασε την ησυχαστική παράδοση και μεταβλήθηκε σε υλική εκμετάλλευση των μοναστηριών.
Και αφού κάνει μεγάλη ανάλυση αυτής της καταστάσεως που παρατηρείται στους άρχοντες και τον λαό, τους Κληρικούς και τους μοναχούς, τους αστούς και τους χωρικούς, καταλήγει στον υπέροχο αυτόν και σημαντικό του λόγο σε μια ανακεφαλαίωση, στην οποία δίνει τις κατάλληλες συμβουλές για να αποφύγουν το κακό, το οποίο βλέπει καθαρά να έρχεται.
Λέγει ότι βλέποντας πριν σαράντα χρόνια να ερημώνωνται οι πόλεις, να αφανίζωνται οι χώρες, να καίγωνται οι Εκκλησίες, να βεβηλώνωνται τα άγια και να δίδωνται τα ιερά σκεύη στα σκυλιά και «παν το ημέτερον γένος, δουλεία παραδιδόμενον και μαχαίρα», προσευχόταν στον Θεό να του αποκαλύψη για το που οφείλεται αυτή η εγκατάλειψη του λαού και «η τοσαύτη του Θεού αγανάκτησις καθ ?μ?ν». Και μετά από πολλές προσευχές βρήκε ποιό είναι το αίτιο και θέλει να το αποκαλύψη, την ημέρα αυτή, ενώπιον των Βασιλέων και των αρχόντων και όλου του λαού, γιατί φοβάται, μήπως τιμωρηθή αν σιωπήση. Και η αιτία της οργής του Θεού και της δικαίας Του αγανακτήσεως κατά των Ρωμαίων είναι «το πωλείσθαι καθ’ εκάστην το του Χριστού σώμα και αίμα, παρά των λεγομένων πνευματικών και αγοράζεσθαι προς υμών των χριστιανών».
Διαμαρτύρεται για το γεγονός αυτό και επικαλείται ως μάρτυρες τον χορό των αγίων και των αγγέλων. Ζητά από τους άρχοντες τον Κλήρο και τον λαό να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στον Θεό για να γίνη «η του γένους ανάκλησις» και να είναι μαζί τους ο Θεός, γιατί διαφορετικά θα πάθουν χειρότερα από εκείνα που έπαθεν η παλαιά Ιερουσαλήμ, που κυριεύθηκε από τους εχθρούς. Σαφώς εδώ αναφέρεται στην πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, της νέας Ιερουσαλήμ. Ζητά από τους κατοίκους να μετανοήσουν, γιατί αν δεν γίνη αυτό, η καταστροφή θα είναι τόσο μεγάλη που όλα τα έθνη και οι μέλλουσες γενεές θα λένε σε παρόμοιες περιπτώσεις: «μη πάθοιμεν α οι Ρωμαίοι πεπόνθασιν». Εδώ πρέπει να παρατηρηθή ότι παραμονές της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως και της Αυτοκρατορίας οι κάτοικοί της δεν λέγονταν Βυζαντινοί -που ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τους Φράγκους- αλλά Ρωμαίοι.
Δεν αρκείται, όμως, ο Ιωσήφ Βρυέννιος σε γενικές προτροπές για μετάνοια, αλλά την συγκεκριμενοποιεί και με αυτόν τον τρόπο αναλύει στην πραγματικότητα τι θα πη να πωλούν το σώμα και το αίμα του Χριστού, δηλαδή αναφέρεται στην ανάξια μετάληψη του σώματος και του αίματος του Χριστού, την τέλεση διαφόρων αμαρτιών από Κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, τις οποίες δεν εξομολογούνται και την προδοσία της πίστεως. Με αυτούς τους τρόπους γίνεται ασέβεια στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Δίνει τέσσερεις συμβουλές και κατευθύνσεις μετανοίας.
Η πρώτη είναι οι πνευματικοί να μη λαμβάνουν χρήματα από τους εξομολογουμένους. Η δεύτερη συμβουλή είναι να μη κρατούν οι Ιερείς ενέχυρα για τόκους, να μη λαμβάνη κάποιος μοναχός η μονάστρια τόκους, ούτε οι εκτός της Μονής να κρατούν αδελφάτα πάνω από δύο ο καθένας και μετά παρέλευση δέκα χρόνων, και να μη κοινωνή κανείς των αχράντων μυστηρίων από εκείνους που είναι τελώνες και άδικοι, αν δεν αποκαταστήση και επιστρέψη το αδίκημα. Η τρίτη συμβουλή είναι να μη κοινωνή κανείς από του σώματος και του αίματος του Χριστού, «της αμαρτίας έτι ενεργουμένης» -αν δεν έχη μετανοήσει και δεν ελευθερώθηκε από την αμαρτία- εκτός και εάν μετά την εξομολόγηση είναι βαριά ασθενής προς θάνατον. Και η τέταρτη συμβουλή είναι «μηδείς ιερέων τοις δυσσεβούσιν ιερεύσι συλλειτουργή (εννοεί τους λατίνους και λατινόφρονας) μηδέ τις των κοσμικών αυτούς εκδική».
Και επειδή μερικοί ισχυρίζονταν ότι πριν αποθάνη κανείς θα έπρεπε να κοινωνήση χωρίς τις αναγκαίες προϋποθέσεις, ο Ιωσήφ Βρυέννιος λέγει ότι κανένας δεν πήγε στην Κόλαση, επειδή δεν πρόλαβε να κοινωνήση των Αχράντων Μυστηρίων, την τελευταία στιγμή -εννοείται αφού ζούσε σε μετάνοια μέσα στην Εκκλησία- αλλά μύριοι κολάσθηκαν «δια το αναξίως μεταλαβείν». Γι’ αυτό συνιστά στους Χριστιανούς να εξομολογούνται και να τηρούν τον χρόνο αποχής από την θεία Κοινωνία που θα επιβληθή από τον πνευματικό για την θεραπεία κάθε αμαρτήματος. Επίσης, μετά βεβαιότητος λέγει: «κρείσσων γαρ η αποχή τούτου μετ’ ευλαβείας και φόβου, ήπερ η μετάληψις μετά τόλμης και αναξιότητος, πίστευσον».
Είναι σημαντικός αυτός ο λόγος του μεγάλου διδασκάλου του γένους μας πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως που δείχνει ποιά είναι τα πνευματικά αίτια της πτώσεως της Βασιλευούσης των πόλεων και ποιά πρέπει να είναι η αληθινή ζωή των Κληρικών και Χριστιανών που θέλουν να είναι και να λέγωνται ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Τα διάφορα δεινά έχουν κυρίως και προ παντός πνευματικά αίτια, έστω κι αν δεν θέλουμε να τα εντοπίζουμε. Δεν πρέπει να παραμένουμε μόνον σε πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες, αλλά θα πρέπη να βλέπουμε και την πνευματική διάσταση του θέματος, αφού ο Θεός διευθύνει την ιστορία. Άλλωστε η χιλιόχρονη Ρωμαϊκή – Βυζαντινή Αυτοκρατορία διατηρήθηκε τόσα χρόνια, γιατί βίωνε την ορθόδοξη πίστη, αφού το πρότυπό της, κατά βάση, ήταν ο αγιασμός και η συμμετοχή στην δόξα του Θεού.
Επίσης, από τον προφητικό και πατερικό αυτόν λόγο του Ιωσήφ Βρυεννίου φαίνεται ότι πρέπει να μάθουμε «πως δει εν οίκω Θεού αναστρέφεσθαι ήτις εστιν εκκλησία Θεού ζώντος, στύλος και έδραιωμα της αληθείας» (Α’ Τιμ. γ , 15). Αυτό αναφέρεται στον κατάλληλο τρόπο προσελεύσεως στα άγια Μυστήρια, στην προσπάθεια να τηρούμε τις εντολές του Χριστού στην καθημερινή μας ζωή, και στον αγώνα να διατηρούμε ανόθευτη την ορθόδοξη πίστη.
Αυτοί οι λόγοι του Ιωσήφ Βρυεννίου αναφέρονται και σε μας, αφού τόσο στην εθνική, όσο και στην οικογενειακή και προσωπική μας ζωή, πρέπει να στηριζόμαστε σε πνευματικά θεμέλια. Τα χωρία «μακάριος ο λαός ου εστι βοηθός Κύριος ο Θεός αυτού» και «μακάριοι πάντες οι φοβούμενοι τον Κύριον» έχουν πνευματική εφαρμογή και συνιστούν τον λεγόμενο πνευματικό νόμο. Εάν ζούμε απρεπώς, τότε ο Θεός προς παιδαγωγία και από αγάπη επιτρέπει διάφορα δεινά για να μετανοήσουμε.
Ο προφητικός λόγος του διδασκάλου του γένους μας Ιωσήφ Βρυεννίου είναι επίκαιρος.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: http://www.parembasis.gr
http://www.egolpion.com/aitia_ptwshs.el.aspx
ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΧΘΡΕΥΟΝΤΑΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ; Αγίου Λουκά, Αρχιεπισκόπου Κριμαίας
«Και ελθόντι αυτώ εις το ιερόν προσήλθον αυτώ διδάσκοντι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι τον λαού λέγοντες· εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς, και τις σοι έδωκε την εξουσίαν ταύτην;» (Μτ. 21, 23). Γιατί έκαναν στον Κύριο Ιησού Χριστό μία τέτοια ερώτηση; Και είναι σίγουρο ότι τον ρώτησαν με θυμό. «Πώς τολμάς εσύ να διδάσκεις το λαό; Ποιος σου το επέτρεψε, ποιος σου έδωσε αυτό το δικαίωμα; Εμείς μόνον έχουμε την εξουσία να διδάσκουμε το λαό».
Την απάντηση που τους έδωσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να δώσει. Αν στη θέση του βρισκόταν κάποιος που δεν είχε εξουσία να διδάσκει θα έχανε τον εαυτό του μπροστά στους αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους και το πρώτο πράγμα που θα προσπαθούσε να κάνει θα ήταν να δικαιολογήσει τον εαυτό του. Ο Χριστός δεν τους απάντησε ευθέως. Τους έδωσε μία απάντηση που δεν την περίμεναν. Αντί να δικαιολογεί τον εαυτό του και να τους προβάλλει επιχειρήματα, που να δικαιολογούσαν την εξουσία του να διδάσκει τον λαό, τους ελέγχει και τους αναγκάζει να παραδεχτούν πως δεν έχουν δίκαιο σ’ αυτά που λένε.
Τους είπε: «Ερωτήσω υμάς καγώ λόγον ένα, ον εάν είπητέ μοι, καγώ υμίν ερώ εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ. Το βάπτισμα Ιωάννου πόθεν ην, εξ ουρανού ή εξ ανθρώπων; οι δε διελογίζοντο παρ’ εαυτοίς λέγοντες· εάν είπωμεν, έξ ουρανού, ερεί ημίν, διατί ουν ουκ επιστεύσατε αυτώ· εάν δε είπωμεν, εξ ανθρώπων, φοβούμεθα τον όχλον· πάντες γαρ έχουσι τον Ιωάννην ως προφήτην. Και αποκριθέντες τω Ιησού είπον· ουκ οίδαμεν. έφη αυτοίς και αυτός· ουδέ εγώ λέγω υμίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ» (Μτ. 21, 24-27).
Μ’ αυτή την απάντηση ο Κύριος τους έφερε σε αδιέξοδο. Τους ανάγκασε να αποκαλύψουν μπροστά σε όλους τη δολιότητα και την ακαθαρσία τους. Και αφού όλοι είδαν την υποκρισία και την πονηριά τους, πως τολμούν να Τον ρωτάνε με ποια εξουσία το κάνει; Γι’ αυτό Του είπαν μόνο «ουκ οίδαμεν».
Ήξεραν, ήξεραν πάρα πολύ καλά, αλλά δεν ήθελαν να απαντήσουν. Γνώριζαν ότι το βάπτισμα του Ιωάννη ήταν από τον Θεό. Όλος ο απλός λαός, άνθρωποι με καθαρή καρδιά, πίστευε ότι το βάπτισμα του Ιωάννου ήταν από τον Θεό. Με προσοχή και ευλάβεια άκουγε ο λαός το κήρυγμα της μετανοίας. Είναι αδύνατον να μην καταλάβαιναν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού ότι ο Ιωάννης είναι μεγάλος προφήτης και απεσταλμένος του Θεού. Μερικοί απ’ αυτούς πήγαν στον Ιωάννη και έλαβαν το βάπτισμά του, αλλά τέτοιοι ήταν λίγοι. Οι περισσότεροι δεν το δεχόταν γιατί είχαν στο νου τους τον εξής λογισμό: «Είναι δυνατόν εμείς οι πνευματικοί ηγέτες του λαού να πάμε στον Ιωάννη; Πώς θα λάβουμε το βάπτισμἀ του; Πώς θα μετανοήσουμε ενώπιον όλου του λαού; Αν το κάνουμε αυτό θα πληγεί το κύρος μας. Ο λαός μάς θεωρεί μεγάλους πνευματικούς ηγέτες, δεν μπορούμε εμείς να πάμε στον Ιωάννη, για να μην πέσουμε στα μάτια του λαού».
Οι άνθρωποι αυτοί ήταν πλανεμένοι, δεν ήθελαν να παραδεχτούν την αλήθεια, δεν ήθελαν να ακολουθήσουν την οδό της δικαιοσύνης γιατί αυτό δεν θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους. Πώς να παραχωρήσουν τα πρωτεία τους στον Ιωάννη ή στον Ιησού; Η καρδιά τους δεν μπορούσε να ησυχάσει· παρακολουθούσαν το Χριστό, το κήρυγμά Του και Τον ζήλευαν. Έβλεπαν τη δύναμη του λόγου Του, έβλεπαν πως ο λαός Τον ακολουθεί και αυτό τους τρόμαζε. Αν ακολουθούν το Χριστό, τότε αυτό σημαίνει ότι προτιμούν Αυτόν. Γι’ αυτό Τον μισούσαν και Του δημιουργούσαν εμπόδια…
Αυτοί λοιπόν ήταν οι αρχιερείς, οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι. Αλλά και μεταξύ μας υπάρχουν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι. Τέτοιοι υπήρχαν πάντα αρκετοί σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλους τους λαούς. Πολλές φορές δεν θέλουμε να παραδεχτούμε την αλήθεια, η οποία είναι φανερή και το καταλαβαίνουμε στο βάθος της καρδιάς μας. Στασιάζουμε εναντίον της αλήθειας, αυτή μας εμποδίζει γιατί η οδός που ακολουθούμε δεν είναι η οδός της δικαιοσύνης. Μόνοι μας βάλαμε για μας τους σκοπούς που θέλουμε να πετύχουμε στη ζωή μας. Και οι σκοποί αυτοί απέχουν μακριά από τους πραγματικούς που είναι η αγιότητα και η δικαιοσύνη. Έτσι και ο δρόμος που ακολουθούμε είναι σύμφωνος με τους σκοπούς μας. Γι’ αυτό όταν βλέπουμε το φως της αλήθειας να λάμπει μπροστά μας, την πρώτη στιγμή χάνουμε τον εαυτό μας, μετά αρχίζουμε να μισούμε την αλήθεια, να την αποστρεφόμαστε και στο τέλος να την πολεμάμε.
Δεχόμαστε μόνο εκείνες τις διδασκαλίες που τρέφουν την φιλαυτία και τον εγωισμό μας και μάς βοηθάνε να ακολουθούμε το δικό μας δρόμο, το δρόμο της αμαρτίας. Πολεμάμε κάθε τι που έρχεται σε αντίθεση με τους σκοπούς μας, κάθε τι που ελέγχει την ματαιότητα του λανθασμένου δρόμου μας. Πολεμάμε την αλήθεια γιατί ακολουθούμε τις διδασκαλίες που μόνοι μας δημιουργήσαμε ή που τις έχουμε ακούσει από τους άλλους. Αυτές που είναι σύμφωνες με την επιθυμία μας, για να ζούμε καλά σ’ αυτή τη ζωή.
Ότι συμφωνεί με τους σκοπούς μας και το δρόμο που έχουμε διαλέξει, το θεωρούμε αληθινό. Το δεχόμαστε ανεπιφύλακτα και το προβάλλουμε ως επιχείρημα για να υπερασπίσουμε τις δικές μας πεποιθήσεις και τις λανθασμένες διδασκαλίες που ακολουθούμε, οι οποίες δεν συμφωνούν μ’ αυτά που δίδασκε ο Χριστός και για τις οποίες στο βάθος της καρδιάς μας γνωρίζουμε πως δεν είναι σωστές. Και όταν ακούμε το κήρυγμα του Χρίστου προβάλλουμε αντιρρήσεις όσο περισσότερες μπορούμε. Μπορεί και να μην είναι αλήθεια αυτό που λέμε, αυτό όμως δεν μάς σταματάει.
Μήπως και κάποιος από μας, αν βρισκόταν στη θέση που βρέθηκαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού, θα έκανε αυτό που έκαναν και εκείνοι και στην ερώτηση του Κυρίου θα απαντούσε: «Δεν γνωρίζω»; Μπορεί. Αλλά θα μπορούσε να κάνει και κάτι χειρότερο – αντί να παραδεχτεί την αλήθεια, να άρχιζε να την διαστρεβλώνει, να ψευδολογεί και να την βλασφημά. Αυτό συναντάμε πολλές φορές στους ανθρώπους που έχουν αρνηθεί τον Χριστό και ακολουθούν το δικό τους δρόμο.
Απ’ αυτό να μάς φυλάξει ο Κύριος, να μη γίνουμε όμοιοι με τους γραμματείς και τους φαρισαίους. Να μάς βοηθήσει να ακολουθούμε πάντα την οδό της δικαιοσύνης μέσα στο φως του Χρίστου. Αμήν.
Η «Πνευματική Διαθήκη» του Αγίου Λουκά του Ιατρού.
Η «Πνευματική Διαθήκη» του Αγίου Λουκά του Ιατρού.
Με ιδιαίτερη χαρά κυκλοφορούμε την «Πνευματική Διαθήκη» του αγίου Λουκά, που μέχρι τώρα παρέμενε ανέκδοτη και άγνωστη. Την φύλασσε όλ’ αυτά τα χρόνια η εγγονή του αγίου Λουκά, Μαρία Δημητρίεβνα, η οποία ζει στη Συμφερούπολη και είχε την ιδιαίτερη ευλογία να ζήσει μαζί με τον άγιο τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του. Όταν το 1946 ο άγιος Λουκάς ανέλαβε την διαποίμανση της Αρχιεπισκοπής Συμφερουπόλεως και Κριμαίας, εγκαταστάθηκε σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στην οδό Γκοσπιτάλναγια απέναντι από τον Ναό της Αγίας Τριάδος. Η μικρή πολυκατοικία είχε και άλλα διαμερίσματα. Ήταν η περίοδος αμέσως μετά τον πόλεμο και η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων σ’ όλη την Σοβιετική Ένωση βρισκόταν σε δεινή κατάσταση. Φτώχεια, ανέχεια, πείνα, μάστιζαν τον πληθυσμό. Ο άγιος Λουκάς έκανε τεράστιους αγώνες να απαλύνει τον πόνο των ανθρώπων.
Δεν ξέχασε όμως και τα συγγενικά του πρόσωπα. Κάποια απ’ αυτά προσκάλεσε στη Συμφερούπολη και εγκαταστάθηκαν στην ίδια πολυκατοικία, στα διπλανά διαμερίσματα. Οι συγγενείς και τα παιδιά τους βοηθούσαν τον άγιο και συμπαραστέκονταν στο έργο του. Οι εμπειρίες από την συναναστροφή με τον άγιο είναι πολλές και οι αναμνήσεις έντονες. Το πρόσωπο που κυρίως βοηθούσε τον άγιο στο φιλανθρωπικό του έργο ήταν η ανιψιά του Βέρα Προζορόβκαγια, κόρη του αδελφού του Βλαδίμηρου και μητέρα της Μαρίας. Πολλά προσωπικά αντικείμενα του αγίου Λουκά διαφυλάχθηκαν από την οικογένεια της Βέρας και, όταν δημιουργήθηκε το μουσείο του αγίου στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδας, η οικογένεια τα παραχώρησε. Ελάχιστα κειμήλια παρέμειναν στην εγγονή του. Ένα απ’ αυτά ήταν και η πνευματική διαθήκη του αγίου που με πολλή καλοσύνη μας εμπιστεύθηκε η κ. Μαρία Δημητρίεβνα.
Η Πνευματική Διαθήκη απευθύνεται στα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονα του αγίου. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι μαζί με τον πατέρα υπέφεραν και τα τέσσερα παιδιά του. Δοκίμασαν την πίκρα της διπλής ορφάνιας και του κατατρεγμού. Θεωρούνταν παιδιά ενός «εχθρού του λαού» και αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες. Επόμενο ήταν να θεωρούν ακατανόητη την απόφαση του πατέρα τους να ιερωθή. Για όλα τα δεινά που υπέστη η οικογένεια θεωρούσαν υπεύθυνη την Εκκλησία. Και το ερώτημα που συνεχώς ταλάνιζε τις ψυχές τους, όπως και πολλούς ανθρώπους που τον γνώρισαν ήταν: Γιατί ένας διάσημος και τόσο πετυχημένος καθηγητής της χειρουργικής πήρε μια τόσο μεγάλη απόφαση να χειροτονηθεί ιερέας και μάλιστα σε μια περίοδο διωγμού της Εκκλησίας; Πώς ένας δοξασμένος επιστήμονας αφιερώθηκε στην υπηρεσία μιας «ξεπερασμένης υπόθεσης» της θρησκείας; Τι είχε να κερδίσει ο μεγάλος αυτός δεξιοτέχνης της χειρουργικής από την ιερωσύνη; Σε πολλές επιστολές του ο άγιος προσπαθεί να απολογηθεί και να εξηγήσει στα παιδιά του τον λόγο που αποφάσισε να πάρει αυτό τον μαρτυρικό δρόμο. Τα παιδιά του δείχνουν να μην τον καταλαβαίνουν. Και αυτός ήταν ένας ακόμη σταυρός για τον άγιο Λουκά. Ως τον θάνατό του δεν έπαυε να νουθετεί και, κυρίως, να προσεύχεται για τα παιδιά του, που είχαν τόσο πολύ επηρεασθεί, όπως και όλη η γενιά τους, από την αντιθρησκευτική προπαγάνδα.
Είναι συγκινητικό το γράμμα που απευθύνει στο μεγαλύτερο γιο του Μιχαήλ, στα μέσα της δεκαετίας του ’40.
«Να θυμάσαι, Μιχαήλ, ότι ο μοναχικός μου βίος και ο όρκος που έδωσα, το αξίωμά μου, η απόφαση να υπηρετώ τον Κύριο, αποτελούν για μένα το μεγαλύτερο ιερό και το πρώτιστο καθήκον. Ειλικρινά και εξ’ όλης της καρδιάς απαρνήθηκα τα εγκόσμια και την ιατρική μου καριέρα, η οποία, βέβαια, θα μπορούσε να ήταν πολύ επιτυχημένη, αλλά τώρα δεν έχει καμμιά σημασία για μένα. Όλη η χαρά μου και όλη η ζωή μου είναι να υπηρετώ τον Κύριο, τον οποίο πιστεύω…».
Το καλοκαίρι του 1956 ο άγιος βρίσκεται στην πόλη Αλούστα της Κριμαίας. Έχει χάσει την όρασή του. Κοντεύει να κλείσει τα ογδόντα χρόνια του και νοιώθει πως οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν. Αποφασίζει λοιπόν να συντάξει την «Πνευματική Διαθήκη» του προς τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά του. Είναι μια ύστατη προσπάθεια να βοηθήση τα παιδιά του να ξεφύγουν από την μέγγενη του αθεϊσμού, να αντισταθούν στο αντίχριστο ρεύμα της εποχής, να ανακαλύψουν την «ύψιστη αλήθεια», τον Ιησού Χριστό, τηρώντας τις άγιες εντολές Του και υπηρετώντας τους πονεμένους ανθρώπους, τους «ελαχίστους αδελφούς» του Ιησού Χριστού.
Έχουμε την αίσθηση ότι η πνευματική διαθήκη του αγίου είναι και σήμερα εξαιρετικά επίκαιρη. Απευθύνεται και σε όλους εμάς, τα πνευματικά παιδιά του αγίου Λουκά, που τον τιμούμε και τον αγαπούμε.
Ας γίνουμε κι εμείς μιμητές του. Και σύμφωνα με την υπόσχεσή του θα μας επισκιάζουν οι πρεσβείες και οι προσευχές του, τώρα που βρίσκεται μπροστά στο θρόνο του Θεού και Δημιουργού μας.
Αρχ. Νεκτάριος-Άγιον Πάσχα 2009
ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΓΙΟΥΣ, ΤΗΝ ΚΟΡΗ, ΤΑ ΕΓΓΟΝΙΑ ΚΑΙ ΔΙΣΕΓΓΟΝΑ ΜΟΥ
Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ
Είμαι πλέον 79 χρονών. Η καρδιά μου εξασθενεί και οι δυνάμεις μου με εγκαταλείπουν. και είναι ολοφάνερο ότι πλησιάζει η ώρα της αναχώρησής μου από τούτη τη γη.
Ο Απ. Παύλος άφησε διαθήκη σε όλους τους Χριστιανούς. «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Δεν τολμώ βέβαια να πω προς όλους τους Χριστιανούς, αλλά σε σας, τα παιδιά μου, μπορώ να πω: Μιμηθείτε εμένα, όπως και εγώ τον Απ. Παύλο.
Ήταν σκληρή και δύσκολη η ζωή μου, αλλά ουδέποτε προσευχήθηκα στον Θεό να γίνει εύκολη. Διότι είναι «στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν και ολίγοι εισιν οι ευρίσκοντες αυτήν» (Ματθ. 7, 14). Και ακόμη, «δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Πράξ. 15, 22). Διαβάστε ακόμη την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου. «Τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου και Λάζαρος ομοίως τα κακά. νυν δε ώδε παρακαλείται, συ δε οδυνάσαι» (Λουκ. 16, 25).
Για περισσότερα από 25 χρόνια η ζωή μου ήταν συνυφασμένη με την εργασία του αγροτικού χειρουργού και καθηγητή της χειρουργικής και μετά ένδεκα χρόνια διώξεων για το όνομα του Χριστού μέσα στις φυλακές και στις σκληρές εξορίες. Από το 1944 συνδύαζα την επίπονη διακονία του Επισκόπου με την θεραπεία των τραυματιών στο Ταμπώφ και μόλις το 1946 ολοκληρώθηκε η χειρουργική μου δραστηριότητα και παρέμεινε μόνον η Αρχιερατική.
Στον πολύ κόσμο ήταν ακατανόητο πως μπορούσε ένας μεγάλος χειρουργός, που τιμήθηκε με το Α’ βραβείο Στάλιν, να αφήσει τη χειρουργική και να γίνει Επίσκοπος. Όμως δεν υπάρχει τίποτα το περίεργο σ’ αυτό, γιατί από τα νεανικά μου κι’ όλας χρόνια, ο Κύριος με προόρισε για την υπέρτατη μορφή διακονίας σ’ Αυτόν και τους ανθρώπους.
Όταν τελείωσα το Γυμνάσιο, στη τελετή αποφοίτησης, έλαβα από τον Διευθυντή του σχολείου το απολυτήριο Γυμνασίου, το οποίο το είχε βάλει στο Ιερό βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Το είχα διαβάσει και πριν, αλλά τώρα, όταν διάβασα εκ νέου τα λόγια του Χριστού απευθυνόμενα στους Αποστόλους: «ο μεν θερισμός πολύς, οι δε εργάται ολίγοι» (Ματθ. 9, 37-38), η καρδιά μου σκίρτησε και αναφώνησα σιωπηλά:
«Ω Κύριε! Σου λείπουν οι εργάτες;».
Πέρασαν χρόνια. Έγινα διδάκτωρ της Ιατρικής και σκέφθηκα να γράψω το βιβλίο «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων». Όταν πήρα τη απόφαση αυτή, μου ήρθε στο μυαλό η εξής περίεργη σκέψη: «Όταν θα ολοκληρωθή το βιβλίο αυτό, θα το υπογράφει το όνομα ενός επισκόπου». Δεν μπορούσα να καταλάβω από πού προερχόταν αυτή η σκέψη. Λίγα χρόνια αργότερα, όμως, κατάλαβα ότι ήταν μία σκέψη που μου είχε υποβληθεί από τον Θεό, διότι μετά τη πρώτη μου σύλληψη, στο γραφείο του διοικητή των φυλακών, ολοκλήρωσα την πρώτη έκδοση του βιβλίου μου και στο εξώφυλλο έγραψα: «Επίσκοπος Λουκάς, Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων».
Πέρασαν ακόμη δύο χρόνια. Ήμουν στη πρώτη εξορία στη Σιβηρία, στην πόλη Γενισέϊσκ. Ήρθε τότε εντελώς ξαφνικά να με συναντήσει ένας μοναχός απ’ το Κρασνογιάρσκ. Στην πόλη αυτή όλοι οι ιερείς είχαν προσχωρήσει στους «νεωτεριστές» και ο πιστός στην κανονική Εκκλησία λαός, έστειλε αυτό το μοναχό να χειροτονηθεί ιερέας, όχι σε μένα στο Γενισέϊσκ, αλλά στο Μινουσίνσκ σε έναν άλλο ορθόδοξο επίσκοπο. Μία ανεξήγητη όμως δύναμη τον καθοδήγησε σε μένα στο Γενισέϊσκ. Όταν με αντίκρυσε, ξαφνιάστηκε, πάγωσε και βουβάθηκε. Αποδείχθηκε πως, όταν με είδε, αναγνώρισε ξεκάθαρα εκείνον τον αρχιερέα που είχε δει σε ένα αξέχαστο όνειρο, να τον χειροτονεί ιερέα δέκα χρόνια πριν, ενώ εγώ εκείνον τον καιρό ήμουν δημογιατρός στην πόλη Περεζλάβλ, Ζαλέσκι.
Ο Κύριος ο Θεός με προίκισε με διάφορα ταλέντα. Ταυτόχρονα με το Γυμνάσιο, τελείωσα και τη Σχολή Καλών Τεχνών του Κιέβου. Είχα μεγάλο ταλέντο στη ζωγραφική και αποφάσισα να δώσω στην Ακαδημία Καλών Τεχνών στην Αγία Πετρούπολη. Στα μισά των εξετάσεων όμως τις εγκατέλειψα, γιατί θεώρησα πως πρέπει να υπηρετήσω τον Θεό και τους Ανθρώπους με έργο πιο ωφέλιμο απ’ ό,τι η ζωγραφική. Αν και κείνο το διάστημα είχε ξεκαθαρίσει μέσα μου η κατεύθυνση της ζωγραφικής δραστηριότητας την οποία θα ακολουθούσα εάν δεν εγκατέλειπα τη ζωγραφική: θα ήταν καθαρά θρησκευτική κατεύθυνση ή θα ακολουθούσα τα ίχνη των Β. Βασνετσώφ και Νέστερωφ.
Από τότε με απασχολούσαν πολύ και επίμονα τα δύσκολα ζητήματα της θεολογίας. Το βασικό στοιχείο του χαρακτήρα μου ήταν η έντονα έκδηλη επιθυμία να υπηρετώ τον Θεό και τους ανθρώπους, και μόνο χάρη σ’ αυτό, παρά την μεγάλη αντιπάθειά μου προς τις φυσικές επιστήμες, έδωσα εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κιέβου και τελείωσα με άριστα.
Από το Πανεπιστήμιο κιόλας εκδηλώθηκε το μεγάλο μου ταλέντο του ανατόμου και χειρουργού και οι συμφοιτητές μου δεν ήθελαν καν να ακούσουν πως προτίθεμαι να γίνω δημογιατρός. Είχαν αποφασίσει ομόφωνα πως θα γίνω καθηγητής ανατομίας ή χειρουργικής. Απ’ ό,τι γνωρίζετε, είχαν μαντέψει σωστά το μέλλον μου.
Μετά από δύο χρόνια και τέσσερεις μήνες, ο Κύριος με αξίωσε του μεγάλου αξιώματος του επισκόπου. Η μεγάλη θεία πρόνοια για μένα και σας τα παιδιά μου φάνηκε στο ότι ο Κύριος κάλεσε στην αιώνια ζωή τη μητέρα σας, επιτρέποντας ν’ ασθενήσει από καλπάζουσα φυματίωση, κι έτσι μου άνοιξε το δρόμο για τον μοναχισμό και την αρχιερατική διακονία. Όλες τις φροντίδες για σας τα παιδάκια μου, τις ανέθεσα στον Κύριο και βέβαια, δεν διαψεύστηκα, ελπίζοντας σ’ Αυτόν. Για την μέριμνα και ανατροφή σας μου έστειλε μια σχεδόν άγνωστη έως τότε γυναίκα, τη Σοφά Σεργκέεβνα Βελέτσκαγια, η οποία, στη διάρκεια των φυλακίσεών μου και των τριών εξοριών, με μεγάλη αυταπάρνηση και αγάπη σήκωσε το βαρύ σταυρό των φροντίδων για σας στα χρόνια του λιμού, σας ανέθρεψε εξαιρετικά και σας έδωσε σχολική μόρφωση.
Αργότερα όλοι σας, οι τρεις γιοί και η κόρη μου, με τις φροντίδες και την βοήθεια των αγγέλων προστατών σας, ολοκληρώσατε τις ανώτατες σπουδές σας. Ο Μιχαήλ εδώ και καιρό έχει γίνει καθηγητής, ενώ ο Αλιόσα και ο Βάλια είναι διδάκτορες των ιατρικών και βιολογικών επιστημών και σε λίγο θα γίνουν επίσης καθηγητές.
Ο Κύριος δέχθηκε όλες τις θυσίες που του πρόσφερα, και όχι μόνο δέχθηκε, αλλά πολλά άλλαξε και διόρθωσε. Εγκατέλειψα τη χειρουργική, χάρη του κηρύγματος για τον Ιησού Χριστό. Δεν σκεφτόμουν καν τη δόξα του χειρουργού, που σίγουρα μου ανήκε, ενώ στον Θεό η δόξα αυτήν ήταν χρήσιμη, σε μεγάλο βαθμό αύξανε την δύναμη και τη σημασία του κηρύγματός μου. Το αναγνωρισμένο και φημισμένο βιβλίο μου «Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων» το ολοκλήρωσα στην εξορία, όταν ήμουν πια αρχιεπίσκοπος. Για την αποφασιστικότητα μου να θυσιάσω τα πάντα προς δόξαν Του, ο Κύριος μου έδωσε ένα άλλο μεγάλο τάλαντο, του εκκλησιαστικού κηρύγματος, και οι εννιά τόμοι των κηρυγμάτων έχουν αναγνωριστεί από την πνευματική ακαδημία της Μόσχας ως «εξαιρετικό φαινόμενο στην σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή και θεολογία» και «θησαυρός ερμηνείας της Αγίας Γραφής». Κι εγώ, ο αυτοδίδακτος στη θεολογία εξελέγην μέλος της πνευματικής Ακαδημίας της Μόσχας. Για την Εκκλησία, τα κηρύγματά μου θα έχουν ακόμη μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων».
Εκτός απ’ αυτά τα θαυμαστά γεγονότα, για τα οποία μίλησα παραπάνω και δια των οποίων ο Κύριος χωρίς να γνωρίζω πως, μυστικά, με οδηγούσε στην Αρχιερατική διακονία, βίωσα πολλές φορές ακόμη την παρουσία του Θεού. Αισθάνθηκα αρκετά και αισθητά την παρουσία κι επικοινωνία με τον Θεό στην πνευματική ζωή και στις προσευχές μου.
Όμως, εάν για κάποιον από σας, όλα όσα είπα παραπάνω δεν είναι αρκετά (για να πεισθεί), νομίζω πως η ενασχόλησή του με τις φυσικές επιστήμες τόσο τον έχουν μαγέψει, που δεν θέλει να ακούει αυτά που έχω ζήσει, στα όσα έχω βιώσει αρκετά αισθητά και αδιαμφισβήτητα. Άλλωστε θα σας πω, όπως και νάχει, πόσο εκπληκτικά και ξεκάθαρα αποκαλύπτει ο Κύριος ο Θεός το θέλημά Του σε όσους Τον φοβούνται και Τον αγαπούν. Όταν ήμουν στο Λένινγκραντ για εγχείρηση, κατά την τέλεση της παννυχίδας, ο Κύριος με θαυματουργικό τρόπο και συγκλονιστική δύναμη που μου προκάλεσε ρίγη τρόμου, μου έδωσε την εντολή: «Ποίμαινε τα πρόβατά μου, βόσκε τα αρνία μου». Πέρασαν τα χρόνια κι εγώ από ύπουλο διαβολικό πειρασμό, ξέχασα την εντολή αυτή του Θεού. Και ο σατανάς έβαλε και πάλι στην ψυχή μου την ασυγκράτητη ορμή για τη χειρουργική. Γι’ αυτό και ο Κύριος με τιμώρησε με αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς. Δύο φορές χειρούργησε το μάτι μου ο καθηγητής Οντιντσώφ, αλλά ανεπιτυχώς, γιατί η τιμωρία έπρεπε να μείνει πάνω μου.
Τη μέρα μετά τη δεύτερη εγχείρηση, όταν ήμουν ξαπλωμένος με τα μάτια δεμένα, με κυρίευσε και πάλι το πάθος για τη χειρουργική, ενώ ο Κύριος μου έστειλε ένα εκπληκτικό όνειρο: Ήμουν σε μία εκκλησία χωρίς φώτα. Το μόνο φωτισμένο σημείο ήταν το ιερό. Λίγο πιο πέρα απ’ το ιερό υπήρχε η λάρνακα ενός αγίου. Πάνω στην Αγία Τράπεζα είχαν βάλει μια σανίδα και είχαν ακουμπήσει πάνω ένα γυμνό ανθρώπινο πτώμα. Πίσω και δίπλα στο ιερό, είδα τους φοιτητές και τους γιατρούς να καπνίζουν τσιγάρα κι εγώ να τους κάνω μάθημα ανατομίας πάνω στο πτώμα. Ξαφνιάστηκα από ένα κρότο και, όταν γύρισα το κεφάλι μου, είδα ότι είχε πέσει το σκέπασμα από τη λάρνακα του αγίου. Ο άγιος ανακάθισε μέσα στη λάρνακα, γύρισε και με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα γεμάτο παράπονο και επίπληξη. Με τρόμο κατανόησα, τελικά, το τεράστιο βάρος της αμαρτίας μου, την παρακοή μου στη εντολή του Κυρίου Ιησού Χριστού, «ποίμαινε τα πρόβατά μου, ποίμαινε τα αρνία μου». Εδώ και δεκαπέντε χρόνια εκλιπαρώ τον Κύριο Ιησού Χριστό να με συγχωρήσει, επαναφέροντας στην μνήμη μου με σαφήνεια το τρομακτικό μου όνειρο και το σώμα του νεκρού που κείτονταν στην Αγία Τράπεζα. Πρόσφατα πληροφορήθηκα από τον Θεό πως η αμαρτία μου συγχωρήθηκε. Από μέρα σε μέρα, όλο και λιγότερο ξεκάθαρα έβλεπα το πτώμα στην Αγία Τράπεζα, ώσπου τελικά εξαφανίστηκε εντελώς.
Και τώρα, παιδιά μου, ας περάσω στα τελευταία λόγια των εντολών και διαθηκών μου προς εσάς.
Πιστεύω βαθειά στον Θεό και όλη την ζωή μου την έκτισα πάνω στις εντολές Του. Και σε σας κληροδοτώ όλη τη ζωή σας να τη αφιερώσετε στον Θεό και να χτίζετε όλα και πάντα πάνω στις εντολές του Χριστού.
Για πολύ καιρό και με μεγάλη επιμονή έπλεα κόντρα στο ρεύμα και σε σας τα παιδιά μου κληροδοτώ να πλέετε κόντρα στο ρεύμα, όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό. Να αποστρέψετε το βλέμμα σας και την καρδιά σας από εκείνη τη μεγάλη πλειοψηφία της ανθρωπότητας, που επιδιώκει όχι τους υψηλούς στόχους, αλλά εκείνους που είναι πιο εύκολο να επιτευχθούν. Να μην προσχωρήσετε σε αυτή τη μεγάλη πλειοψηφία που ζει όχι με το δικό της νου, αλλά με το νου των ηγετών και χτίζει τη ζωή της, όχι με τις ιερές εντολές του Χριστού, αλλά με τις υποδείξεις εκείνων που έχουν τη εξουσία να καθοδηγούν τους ανθρώπους μόνον εκεί, όπου κατά τη γνώμη τους πρέπει να πηγαίνουν, όχι χάρη της βασιλείας των ουρανών, αλλά για χάρη της επίτευξης των αγαθών της επίγειας βασιλείας.
Σκοπό της ζωής να θέσετε την επιδίωξη της ύψιστης αλήθειας και να μην παρεκκλίνετε απ’ αυτό το δρόμο, αν σας αναγκάσουν να υπηρετήσετε τους σκοπούς της κατώτερης αλήθειας, καταπατώντας την ύψιστη αλήθεια του Χριστού.
Να είσαστε έτοιμοι ακόμη και για το μαρτύριο, εφ’ όσο πλέετε κόντρα στο ρεύμα, να τηρείτε πλήρη πίστη ακόμη και στις σκέψεις, στους άντρες και τις γυναίκες σας, όπως τήρησα κι εγώ.
Στις επιστημονικές ενασχολήσεις και στο έργο σας πάνω στη μελέτη των μυστηρίων της φύσης, μην επιδιώκετε τη δόξα για τον εαυτό σας, αλλά μόνο το να ελαφρύνετε τον πόνο των ασθενών και αβοήθητων συνανθρώπων σας.
Να θυμάστε ότι σ’ αυτό έργο εγώ, ο πατέρας σας, αφιέρωσα όλη μου τη ζωή. Μιμηταί μου γίνεσθε, όπως κι εγώ του Απ. Παύλου και να μην εργάζεστε για την κοιλιά σας, αλλά πρωτ’ απ’ όλα και πάνω απ’ όλα να φροντίζετε εκείνους που δίχως την βοήθειά σας δεν μπορούν να απελευθερωθούν από τη μέγγενη της ανέχειας και του ψέμματος.
Εάν εκπληρώστε όλα, όσα κληροδοτώ σε σας, θα κατέβη σε σας η ευλογία του Θεού, σύμφωνα με τα αδιάψευστα λόγια του προφητάνακτα Δαβίδ. «Το δε έλεος του Κυρίου από του αιώνος και έως του αιώνος επί τους φοβουμένους αυτόν, και η δικαιοσύνη αυτού επί τους φοβουμένους αυτόν, και η δικαιοσύνη αυτού επί υιοίς υιών τις φυλάσσουσι την διαθήκην αυτού και μεμνημένοις τω εντολών αυτού του ποιήσαι αυτάς» (Ψαλμ. 102).
Γι’ αυτή την ευλογία και τη χάρη του Θεού πάντα προσευχόμουν στη ζωή μου για σας τα παιδιά μου, τα εγγόνια και δισέγγονά μου και, βέβαια, πάντα θα προσεύχομαι στην αιώνια ζωή, όταν θα σταθώ εμπρός στο βήμα του Θεού μου και Θεού σας, Δημιουργού μου και Δημιουργού σας.
Και ο καιρός αυτός προφανώς είναι κοντά, γιατί εξασθένησαν η καρδιά μου και οι δυνάμεις μου.
Ο πατέρας σας
Αλούστα, 22 Ιουλίου 1956
Εκδόθηκε από την Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος,Σαγματά, Θηβών.
http://dosambr.wordpress.com/2010/07/05/η-«πνευματική-διαθήκη-»-του-αγίου-λουκ/
http://hristospanagia3.blogspot.com/2010/07/blog-post_1110.html
Φώτης Κόντογλου – Ἀνέστη Χριστός, Ἡ δοκιμασία τοῦ λογικοῦ
Φώτης Κόντογλου – Ἀνέστη Χριστός, Ἡ δοκιμασία τοῦ λογικοῦ
Ἡ πίστη τοῦ χριστιανοῦ δοκιμάζεται μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν τὸ χρυσάφι στὸ χωνευτήρι. Ἀπ᾿ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πλέον ἀπίστευτο πράγμα, ὁλότελα ἀπαράδεκτο ἀπὸ τὸ λογικό μας, ἀληθινὸ μαρτύριο γιὰ δαῦτο. Μὰ ἴσια-ἴσια, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα πράγμα ὁλότελα ἀπίστευτο, γιὰ τοῦτο χρειάζεται ὁλόκληρη ἡ πίστη μας γιὰ νὰ τὸ πιστέψουμε. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι λέμε συχνὰ πὼς ἔχουμε πίστη, ἀλλὰ τὴν ἔχουμε μονάχα γιὰ ὅσα εἶναι πιστευτὰ ἀπ᾿ τὸ μυαλό μας. Ἀλλὰ τότε, δὲν χρειάζεται ἡ πίστη, ἀφοῦ φτάνει ἡ λογική. Ἡ πίστη χρειάζεται γιὰ τὰ ἀπίστευτα.
Βλέπεις καταπάνω σὲ πόση ἀπιστία ἀγωνίσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; Καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς μαθητάδες του. Εἶδες μὲ πόση μακροθυμία τὰ ὑπόμεινε ὅλα; …Καὶ μ᾿ ὅλα αὐτὰ, ἴσαμε σήμερα οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς εἴμαστε χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ μ᾿ ἕνα τοῖχο παγωμένον, τὸν τοῖχο τῆς ἀπιστίας. Ἐκεῖνος ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη του καὶ μᾶς καλεῖ κ᾿ ἐμεῖς τὸν ἀρνιόμαστε. Μᾶς δείχνει τὰ τρυπημένα χέρια του καὶ τὰ πόδια του, κ᾿ ἐμεῖς λέμε πὼς δὲν τὰ βλέπουμε. Ἐμεῖς ψάχνουμε νὰ βροῦμε στηρίγματα στὴν ἀπιστία μας γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὸν ἐγωϊσμό μας, ποὺ τὸν λέμε Φιλοσοφία καὶ Ἐπιστήμη. Ἡ λέξη Ἀνάσταση δὲν χωρᾶ μέσα στὰ βιβλία τῆς γνώσης μας… Γιατὶ «ἡ γνώση τούτου τοῦ κόσμου, δὲ μπορεῖ νὰ γνωρίσει ἄλλο τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ ἕνα πλῆθος λογισμούς, ὄχι ὅμως ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζεται μὲ τὴν ἁπλότητα τῆς διάνοιας».
Ναί, ἐκείνους ποὺ ἔχουνε αὐτὴ τὴν εὐλογημένη ἁπλότητα τῆς διάνοιας, τοὺς μακάρισε ὁ Κύριος, λέγοντας: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Καὶ στὸν Θωμᾶ, ποὺ γύρευε νὰ τὸν ψηλαφήσῃ γιὰ νὰ πιστέψῃ, εἶπε: «Γιατὶ μὲ εἶδες Θωμᾶ, γιὰ τοῦτο πίστεψες; Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἴδανε καὶ πιστέψανε».
Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς δώσει αὐτὴ τὴν πλούσια φτώχεια, καὶ τὴν καθαρὴ καρδιά, ὥστε νὰ τὸν δοῦμε ν᾿ ἀναστήνεται γιὰ νὰ ἀναστηθοῦμε κ᾿ ἐμεῖς μαζί του.
Αὐτὴ ἡ ἀνηξεριὰ (ἡ ἄγνοια) εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ γνώση: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἄγνοια ἡ ὑπερτέρα τῆς γνώσεως». Καλότυχοι καὶ τρισκαλότυχοι ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἔχουνε.
Χριστὸς ἀνέστη!
Ἰωάννης Χρυσόστομος – «Ἀληθῶς Ἀνέστη»
Ἰωάννης Χρυσόστομος – «Ἀληθῶς Ἀνέστη»
ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΠΟ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ
Ἐπιμέλεια: Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου
Προέλευση: Ἀντιαιρετικὸν Ἐγκόλπιον
Ἡ πλάνη πάντα αὐτοκαταστρέφεται καί, παρόλο ποὺ δὲν τὸ θέλει, στηρίζει σὲ ὅλα τὴν ἀλήθεια.
Πρόσεξε: Ἔπρεπε ν᾿ ἀποδειχθεῖ ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε καὶ τάφηκε καὶ ἀναστήθηκε. Ἔ, λοιπὸν ὅλα αὐτὰ τὰ κατοχυρώνουν οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί! Ἐφ᾿ ὄσoν ἔφραξαν μὲ τὸν βράχο καὶ σφράγισαν καὶ φρούρησαν τὸν τάφο, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ γίνει καμία κλοπή. Ἀφοῦ ὅμως δὲν ἔγινε κλοπὴ καὶ ἐν τούτοις ὁ τάφος βρέθηκε ἄδειος, εἶναι ὁλοφάνερο καὶ ἀναντίρρητο ὅτι ἀναστήθηκε. Εἶδες πὼς καὶ μὴ θέλοντας στηρίζουν τὴν ἀλήθεια;
Ἀλλὰ καὶ πότε θὰ τὸν ἔκλεβαν οἱ μαθηταί; Τὸ Σάββατο; Μὰ ἀφοῦ δὲν ἐπιτρεπόταν ἀπὸ τὸν νόμο νὰ κυκλοφορήσουν. Κι ἂν ὑποθέσουμε ὅτι θὰ παραβίαζαν τὸν νόμο τοῦ θεοῦ, πῶς θὰ τολμοῦσαν αὐτοὶ οἱ τόσο δειλοὶ νὰ βγοῦν ἔξω ἀπ᾿ τὸ σπίτι; Καὶ μὲ ποῖο θάρρος θὰ ριψοκινδύνευαν γιὰ ἕνα νεκρό; Προσμένοντας ποία ἀνταπόδοση; Ποία ἀμοιβή;
Καὶ στ᾿ ἀλήθεια, ποῦ στηρίζονταν; Στὴ δεινότητα τοῦ λόγου τους; Ἀλλὰ ἦταν ἀπ᾿ ὅλους ἀμαθέστεροι. Στὰ πολλά τους πλούτη; Ἀλλὰ δὲν εἶχαν οὔτε ραβδὶ οὔτε ὑποδήματα. Μήπως στὴν ἔνδοξη καταγωγή τους; Ἀλλὰ ἦταν οἱ ἀσημότεροι τοῦ κόσμου. Μήπως στὸ πλῆθος τους; Ἀλλὰ δὲν ξεπερνοῦσαν τοὺς ἕνδεκα, ποὺ κι αὐτοὶ σκόρπισαν.
Ἂν ὁ κορυφαῖος τους φοβήθηκε τὸν λόγο μιᾶς γυναίκας θυρωροῦ κι ὅλοι οἱ ἄλλοι, ὅταν εἶδαν τὸν Διδάσκαλό τους δεμένο, σκόρπισαν καὶ διαλύθηκαν, πὼς θὰ τοὺς περνοῦσε κἂν ἀπ᾿ τὸν νοῦ νὰ τρέξουν στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ νὰ φυτέψουν πλαστὸ κήρυγμα ἀναστάσεως; Ἀφοῦ φοβήθηκαν τὴ γυναικεία ἀπειλῆ καὶ τὴ θέα μόνο τῶν δεσμῶν, πῶς θὰ μποροῦσαν νὰ τὰ βάλουν μὲ βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες καὶ λαούς, ὅπου ξίφη καὶ τηγάνια καὶ καμίνια καὶ μύριοι θάνατοι κάθε μέρα, ἂν δὲν εἶχαν ἀπολαύσει καὶ οἰκειοποιηθεῖ τὴ δύναμη καὶ τὴν ἕλξη τοῦ Ἀναστάντος;
Ἀλλὰ γι᾿ αὐτὰ πρέπει νὰ ἐπανέλθουμε. Ἂς ξαναρωτήσουμε ὅμως τώρα τοὺς Ἑβραίους: Πῶς ἔκλεψαν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ οἱ μαθηταί, ὦ ἀνόητοι; Ἐπειδὴ ἡ ἀλήθεια εἶναι λαμπρὴ καὶ ὁλοφάνερη, τὸ ἰουδαϊκὸ ψέμα δὲν μπορεῖ οὔτε σὰν σκιά, νὰ σταθεῖ. Πῶς θὰ τὸ ἔκλεβαν, ποὺ εἶχαν τὴν ὑποψία καὶ ἀγρυπνοῦσαν καὶ πρόσεχαν; Μὰ καὶ γιὰ ποῖο λόγο θὰ τὸ ἔκλεβαν; Γιὰ νὰ πλάσουν τὸ δόγμα τῆς Ἀναστάσεως; Καὶ πῶς τοὺς ᾖρθε νὰ πλάσουν κάτι τέτοιο αὐτοὶ οἱ δειλοί; Καὶ πῶς κύλησαν τὸν ἀσφαλισμένο βράχο; Πῶς ξέφυγαν ἀπὸ τόσους ἄγρυπνους κι ἄγριους φρουρούς;
Πρόσεξε ὅμως πὼς μὲ ὅσα κάνουν οἱ Ἑβραῖοι πιάνονται πάντα στὰ ἴδια τους τὰ δίχτυα. Νά, ἂν δὲν πήγαιναν στὸν Πιλότο κι ἂν δὲν ζητοῦσαν τὴν κουστωδία, πιὸ εὔκολα θὰ μποροῦσαν νὰ λένε τέτοια ψεύδη οἱ ἀδιάντροποι. Μὰ τώρα ὄχι. (Ὑπῆρχε ἡ κουστωδία. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ γλιτώσει ἀπ᾿ τὴν ἄγρυπνη προσοχή της κι ἀπ᾿ τὰ ξίφη της). Κι ἔπειτα γιατί νὰ μὴν κλέψουν τὸ σῶμα νωρίτερα; Ἀσφαλῶς ἂν εἶχαν σκοπὸ νὰ κάνουν κάτι τέτοιο, θὰ τὸ ἔκαναν ὅταν δὲν ἐφρουρεῖτο ὁ τάφος, τότε ποὺ ἦταν καὶ ἀκίνδυνο καὶ σίγουρο, δηλ. τὴν πρώτη νύχτα- γιατὶ τὸ Σάββατο πῆγαν οἱ Ἑβραῖοι στὸν Πιλότο καὶ ζήτησαν τὴν κουστωδία καὶ φρούρησαν τὸν τάφο, ἐνῷ, τὴν πρώτη νύχτα δὲν ἦταν κανένας ἐκεῖ.
Καὶ τί γυρεύουν στὸ ἔδαφος τὰ σουδάρια ποτισμένα μὲ τὴ σμύρνα, ποὺ βρῆκαν, τυλιγμένα μάλιστα, ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι; Εἶχε πάει πρώτη ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία. Κι ὅταν γύρισε καὶ ἀνήγγειλε τὰ θαυμαστὰ συμβάντα στοὺς ἀπόστολους, ἐκεῖνοι χωρὶς καθυστέρηση τρέχουν ἀμέσως στὸ μνημεῖο καὶ βλέπουν κάτω τὰ ὀθόνια. Αὐτὸ ἦταν σημεῖο Ἀναστάσεως. Γιατί ἂν ἤθελαν κάποιοι νὰ τὸν κλέψουν, δὲν θὰ τὸν ἔκλεβαν βέβαια γυμνό. Αὐτὸ θὰ ἦταν ὄχι μόνο ἀτιμωτικὸ ἄλλα καὶ ἀνόητο. Δὲν θὰ κοίταζαν νὰ ξεκολλήσουν τὰ σουδάρια, νὰ τὰ τυλίξουν μὲ ἐπιμέλεια καὶ νὰ τὰ βάλουν τακτοποιημένα σ᾿ ἕνα μέρος. Ἀλλὰ τί θὰ ἔκαναν; θ᾿ ἅρπαζαν ὅπως-ὅπως τὸ σῶμα καὶ θἄφευγαν γρήγορα.
Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε προηγουμένως ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἶπε ὅτι τὸν ἔθαψαν μὲ πολλὴ σμύρνα ποὺ κολλάει τὰ ὀθόνια πάνω στὸ σῶμα, ὅπως τὸ μολύβι τὰ μέταλλα, καὶ δὲν ἦταν καθόλου εὔκολο νὰ ξεκολλήσουν ὥστε ὅταν ἀκούσεις ὅτι τὰ σουδάρια βρέθηκαν μόνα τους, νὰ μὴν ἀνεχθεῖς ἐκείνους ποὺ λένε ὅτι ἐκλάπη. θὰ πρέπει νὰ ἦταν βέβαια πολὺ ἠλίθιος ὁ κλέφτης, ὥστε νὰ σπαταλήσει γιὰ ἕνα περιττὸ πράγμα τόση προσπάθεια.
Γιὰ ποῖο σκοπὸ θ᾿ ἄφηνε τὰ σουδάρια; Καὶ πῶς ἦταν δυνατὸ νὰ ξεφύγει τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἔκανε αὔτη τὴν ἐργασία; Γιατὶ ἀσφαλῶς θὰ δαπανοῦσε πολὺ χρόνο καὶ ἦταν φυσικὸ καθυστερώντας νὰ συλληφθεῖ ἐπ᾿ αὐτοφώρῳ.
Ἀλλὰ καὶ τὰ ὀθόνια γιατί κείτονται χωριστὰ καὶ χωριστὰ τὸ σουδάριο, τυλιγμένο μάλιστα; Γιὰ νὰ βεβαιωθεῖς ὅτι δὲν ἦταν ἔργο βιαστικῶν οὔτε ἀνήσυχων κλεφτῶν τὸ νὰ τοποθετήσουν χωριστὰ ἐκεῖνα καὶ χωριστὰ τοῦτο τυλιγμένο. Κι ἀπὸ ἐδῶ λοιπὸν ἀποδεικνύεται ἀπίθανη ἡ κλοπή. Ἄλλωστε καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Ἑβραῖοι τὰ σκέφθηκαν ὅλα αὐτὰ καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔδωσαν χρήματα στοὺς φρουροὺς λέγοντας: «Πεῖτε σεῖς πὼς τὸν ἔκλεψαν, κι ἐμεῖς θὰ τὰ κανονίσουμε μὲ τὸν ἡγεμόνα».
Ὑποστηρίζοντας ὅτι οἱ μαθηταὶ τὸν ἔκλεψαν ἐπικυρώνουν καὶ μ᾿ αὐτὸ πάλι τὴν Ἀνάσταση, γιατὶ ἔτσι ὁμολογοῦν πάντως ὅτι τὸ σῶμα δὲν ἦταν ἐκεῖ. Ὅταν ὅμως αὐτοὶ οἱ ἴδιοι βεβαιώνουν ὅτι τὸ σῶμα δὲν ἦταν ἐκεῖ, ἐνῷ ἄπα τὴν ὅλη μεριὰ ἡ κλοπὴ ἀποδεικνύεται ψευδὴς καὶ ἀπίθανη ἀπὸ τὴ σχολαστικὴ φρούρηση καὶ τὶς σφραγίδες τοῦ τάφου καὶ τὰ ὀθόνια καὶ τὸ σουδάριο καὶ τὴ δειλία τῶν μαθητῶν, ἀναμφισβήτητα προβάλλει καὶ ἀπὸ τὰ δικά τους τὰ λόγια ἡ ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως.
Ρωτᾶνε ὅμως πολλοί: Γιατί μόλις ἀναστήθηκε νὰ μὴ φανερωθεῖ ἀμέσως στοὺς Ἰουδαίους; Αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι περιττός. Ἂν ὑπῆρχε ἐλπίδα νὰ τοὺς ἑλκύσει στὴν πίστη, δὲν θ᾿ ἀμελοῦσε νὰ φανερωθεῖ σὲ ὅλους. Ἀλλὰ ὅτι δὲν ὑπῆρχε τέτοια ἐλπίδα τὸ ἀπέδειξε ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου: Ἂν καὶ ἦταν ἤδη τέσσερις μέρες νεκρὸς καὶ εἶχε ἀρχίσει νὰ μυρίζει καὶ νὰ σαπίζει, τὸν ἀνέστησε μπροστὰ στὰ μάτια ὅλων. Παρὰ ταῦτα, ὄχι μόνο δὲν ἑλκύστηκαν στὴν πίστη, ἀλλὰ καὶ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ἤθελαν νὰ σκοτώσουν κι Αὐτὸν καὶ τὸν Λάζαρο.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὅλων ἀνάστησε καὶ ὄχι μόνο δὲν πίστεψαν, ἀλλὰ καὶ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον του, ἂν ὁ ἴδιος μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ τοὺς φανερωνόταν, δὲν θὰ ἐξαγριώνονταν πολὺ περισσότερο τυφλωμένοι ἀπὸ τὸ μίσος καὶ τὴν ἀπιστία τους;
Ἀλλὰ γιὰ ν᾿ ἀφοπλίσει τὸν ἄπιστο ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία, ὄχι μόνο σαράντα ὁλόκληρες ἡμέρες ἐμφανιζόταν στοὺς μαθητές του καὶ ἔτρωγε μάλιστα μαζί τους, ὅλα παρουσιάσθηκε καὶ σὲ πάνω ἀπὸ πεντακόσιους ἀδελφούς, δηλ. σὲ πλῆθος ὁλόκληρο. Στὸ Θωμᾶ μάλιστα πoὺ δυσπιστοῦσε, ἔδειξε τὰ σημάδια ἀπ᾿ τὰ καρφιὰ καὶ τὸ τραῦμα ἀπ᾿ τὴ λόγχη.
Καὶ γιατί, λένε, νὰ μὴν κάνει μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ μεγάλα κι ἐντυπωσιακὰ θαύματα, ὅλα μόνο ἔφαγε καὶ ἤπιε; Γιατὶ αὐτὴ καθ᾿ ἐαυτὴ ἡ Ἀνάσταση ἦταν τὸ μέγιστο θαῦμα, καὶ ἡ πιὸ ἰσχυρὴ ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως ἦταν ὅτι ἔφαγε καὶ ἤπιε.
Μά, γιὰ σκέψου, ἂν οἱ ἀπόστολοι δὲν ἔβλεπαν τὸν Χριστὸ Ἄνασταντα, πῶς τοὺς ᾖρθε νὰ φαντασθοῦν ὅτι θὰ κυριέψουν τὴν οἰκουμένη; Μήπως τρελάθηκαν ὥστε νὰ νομίζουν ὅτι θὰ κατόρθωναν κάτι τέτοιο; Ἂν ὅμως ἦταν στὰ λογικά τους, ὅπως ἔδειξαν καὶ τὰ πράγματα, πώς, χωρὶς ἀξιόπιστα ἐχέγγυα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ χωρὶς θεία δύναμη, πώς, πές μου, θ᾿ ἀποφάσιζαν νὰ βγοῦν σὲ τόσους πολέμους, νὰ τὰ βάλουν μὲ στεριὲς καὶ θάλασσες καί, δώδεκα ὅλοι κι ὅλοι, ν᾿ ἀγωνισθοῦν μὲ τόση γενναιότητα γιὰ νὰ μεταβάλουν ὅλης της οἰκουμένης τὰ ἔθνη, ποὺ ἦταν ἐπὶ τόσα χρόνια νέκρα ἀπ᾿ τὴν ἁμαρτία;
Καὶ ἂν ἀκόμη ἦταν ἔνδοξοι καὶ πλούσιοι καὶ δυνατοὶ καὶ μορφωμένοι, οὔτε τότε θὰ ἦταν λογικὸ νὰ ξεσηκωθοῦν γιὰ τόσο μεγαλεπήβολα σχέδια. Ἀλλὰ ἐπιτέλους θὰ εἶχε κάποιο λόγο ἢ προσδοκία τους. Αὐτοὶ ὅμως εἶχαν περάσει τὴ ζωὴ τοὺς ἄλλοι στὶς λίμνες, ἄλλοι κατασκευάζοντας σκηνὲς κι ἄλλοι στὰ τελωνεῖα. Ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ἐπαγγέλματα δὲν ὑπάρχει σχεδὸν τίποτε πιὸ ἄχρηστο καὶ γιὰ τὴ φιλοσοφία καὶ γιὰ νὰ πείσεις κάποιον νὰ σκέπτεται ἀνώτερα, ὅταν μάλιστα δὲν ἔχεις νὰ τοῦ ἐπιδείξεις ἀνάλογο προηγούμενο. Πόσο μᾶλλον ποὺ οἱ ἀπόστολοι, ὄχι μόνο δὲν εἶχαν ἀνάλογα παραδείγματα ἀπ᾿ τὸ παρελθόν, ὅτι θὰ ἐπικρατήσουν, ἀλλὰ ἀντίθετα εἶχαν παραδείγματα, καὶ μάλιστα πρόσφατα, ὅτι δὲν θὰ ἐπικρατήσουν.
Εἶχαν ἐπιχειρήσει πολλοὶ νὰ εἰσαγάγουν καινούργιες διδασκαλίες, ἀλλὰ ἀπέτυχαν. Κι ὄχι μὲ δώδεκα ἀνθρώπους, μὰ μὲ πολὺ πλῆθος. Ὁ Θευδᾶς κι ὁ Ἰούδας π.χ. ἔχοντας ὁλόκληρες μάζες ἀνθρώπων χάθηκαν μαζὶ μὲ τοὺς ὀπαδούς των.
Ὁ φόβος ἐκεῖνος θὰ ἦταν ἀρκετὸς νὰ τοὺς διδάξει. Ἀλλὰ ἂς ὑποθέσουμε ὅτι περίμεναν νὰ κυριαρχήσουν. Μὲ ποιὲς ἐλπίδες θὰ ἔμπαιναν σὲ τέτοιους κινδύνους, ἂν δὲν ἀπέβλεπαν στὰ μέλλοντα ἀγαθά; Τί κέρδος προσδοκοῦσαν μὲ τὸ νὰ ὁδηγήσουν ὅλους στὸν μὴ ἀναστάντα, καθὼς ἰσχυρίζονται οἱ ἐχθροί;
Ἂν τώρα ἄνθρωποι ποὺ πίστεψαν στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ στὰ ἀμέτρητα ἀγαθὰ δύσκολα δέχονται νὰ κινδυνέψουν, πῶς ἐκεῖνοι θὰ ὑπέμεναν τὰ πάνδεινα ματαίως ἢ μᾶλλον γιὰ κακό τους; Γιατί ἂν δὲν ἔγινε ἡ Ἀνάσταση, ποὺ ἔγινε, κι ὁ Χριστὸς δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, τότε προσπαθώντας νὰ τὰ πλάσουν ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ πείσουν τοὺς ἄλλους, ἔμελλαν ὁπωσδήποτε νὰ προκαλέσουν τὴν ὀργὴ τοῦ θεοῦ καὶ νὰ περιμένουν μύριους κεραυνοὺς ἀπ᾿ τὸν οὐρανό.
Ἄλλωστε κι ἂν ἀκόμη εἶχαν μεγάλη προθυμία ὅταν ζοῦσε ὁ Χριστός, θὰ ἔσβηνε μόλις πέθανε. Ἂν δὲν τὸν ἔβλεπαν Ἀναστημένο, τί θὰ ἦταν ἱκανὸ νὰ τοὺς βγάλει σ᾿ ἐκεῖνο τὸν πόλεμο; Ἂν δὲν εἶχε ἀναστηθεῖ, ὄχι μόνο δὲv θὰ ριψοκινδύνευαν γι᾿ αὐτόν, μὰ θὰ τὸν θεωροῦσαν ἀπατεῶνα: τοὺς εἶχε πεῖ «μετὰ τρεῖς ἡμέρες θ᾿ ἀναστηθῶ» καὶ τοὺς ὑποσχέθηκε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. τοὺς εἶπε ὅτι ἀφοῦ λάβουν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ κυριαρχήσουν στὴν οἰκουμένη κι ἀκόμη τόσα ἄλλα ὑπερφυσικὰ καὶ οὐράνια. Ἂν τίποτε ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν γινόταν, ὅσο κι ἂν τὸν πίστευαν ζωντανό, πεθαμένο δὲν θὰ τὸν ὑπάκουαν φυσικά, ἂν δὲν τὸν ἔβλεπαν Ἀναστάντα.
Καὶ μὲ τὸ δίκιο τους, γιατί θὰ ἔλεγαν: «Μετὰ τρεῖς ἡμέρες», μᾶς εἶπε, «θ᾿ ἀναστηθῶ», καὶ δὲν ἀναστήθηκε. Ὑποσχέθηκε νὰ μᾶς στείλει Πνεῦμα Ἅγιο, καὶ δὲν τὸ ἔστειλε. Πῶς λοιπὸν νὰ τὸν πιστέψουμε γιὰ τὰ μέλλοντα, ἀφοῦ διαψεύδονται τὰ παρόντα;
Ἀλλὰ γιὰ πές μου, σὲ παρακαλῶ, γιὰ ποῖο λόγο, χωρὶς ν᾿ ἀναστηθεῖ, κήρυτταν ὅτι ἀναστήθηκε; Γιατί, λέει, τὸν ἀγαποῦσαν. Μὰ τὸ λογικὸ θὰ ἦταν νὰ τὸν μισοῦν τώρα, ἐπειδὴ τοὺς ἐξαπάτησε καὶ τοὺς πρόδωσε. Ἐνῷ τοὺς ξεμυάλισε μὲ χίλιες δυὸ ἐλπίδες καὶ τοὺς χώρισε ἀπ᾿ τὰ σπίτια τους κι ἀπ᾿ τοὺς γονεῖς τους κι ἀπ᾿ ὅλα καὶ ξεσήκωσε κι ὁλόκληρο τὸ ἰουδαϊκὸ ἔθνος ἐναντίον τους, ὕστερα τοὺς πρόδωσε. Κι ἂν μὲν ἦταν ἀπὸ ἀδυναμία, θὰ τὸν συγχωροῦσαν. Τώρα ὅμως ἦταν σωστὸ κακούργημα: Ἔπρεπε νὰ τοὺς εἶχε πεῖ τὴν ἀλήθεια καὶ ὄχι νὰ τοὺς ὑποσχεθεῖ τὸν οὐρανό, ἀφοῦ ἦταν θνητός.
Ὥστε λοιπὸν ἦταν φυσικὸ νὰ κάνουν τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο: Νὰ κηρύττουν τὴν ἀπάτη καὶ νὰ τὸν λένε ἀπατεώνα καὶ μάγο. Ἔτσι θὰ γλίτωναν κι ἀπὸ τοὺς κινδύνους κι ἀπὸ τοὺς πολέμους τῶν ἀντίπαλων. Ὅλοι ξέρουν ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἀναγκάστηκαν νὰ δωροδοκήσουν τοὺς στρατιῶτες, γιὰ νὰ ποῦν ὅτι ἔκλεψαν τὸ σῶμα ἂν λοιπὸν πήγαιναν οἱ ἴδιοι οἱ μαθηταὶ κι ἔλεγαν, «ἐμεῖς τὸ κλέψαμε, δὲν ἀναστήθηκε», πόσες τιμὲς δὲν θ᾿ ἀπολάμβαναν; Ὥστε ἦταν στὸ χέρι τους καὶ νὰ τιμηθοῦν καὶ νὰ στεφανωθοῦν! Ἔ, λοιπὸν δὲν ἀναρωτιέσαι γιατί ν᾿ ἀνταλλάξουν ὅλα αὐτὰ μὲ τὶς ἀτιμίες καὶ τοὺς κινδύνους, ἂν δὲν ἦταν μία θεία δύναμη ποὺ τοὺς βεβαίωνε, δυνατότερη ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ γήινα ἀγαθά;
Κι ἂν μὲ ὅλα αὐτὰ δὲν σὲ πείσαμε, σκέψου καὶ τοῦτο: Ἔστω ὅτι δὲν εἶχε γίνει ἡ Ἀνάσταση. Κι ἂν ἀκόμη οἱ ἀπόστολοι ἦταν ἀποφασισμένοι νὰ διδάξουν τὸν κόσμο, ἐπ᾿ οὐδενὶ λόγῳ θὰ κήρυτταν στὸ ὄνομά του. Γιατὶ εἶναι γνωστό, πὼς ὅλοι μας δὲν θέλουμε οὔτε τὰ ὀνόματα ν᾿ ἀκούσουμε, ὅσων μᾶς ἐξαπάτησαν. Ἄλλωστε γιατί θὰ διατυμπάνιζαν τὸ ὄνομά του; Ἐλπίζοντας νὰ ἐπικρατήσουν μ᾿ αὐτό; Μὰ θὰ ἔπρεπε νὰ περιμένουν τὸ ἀντίθετο, γιατὶ κι ἂν ἔμελλαν νὰ κυριαρχήσουν θὰ χάνονταν φέρνοντας στὴ μέση τὸ ὄνομα ἑνὸς ἀπατεῶνα.
Ἃς θυμηθοῦμε ἐξ ὅλου ὅτι ἡ ἀγάπη τῶν μαθητῶν πρὸς τὸν Διδάσκαλο, ἐνῷ ζοῦσε ἀκόμη, μαραινόταν σιγὰ-σιγὰ ἀπ᾿ τὸν φόβο τοῦ ἐπικείμενου μαρτυρίου. Ὅταν τοὺς προανήγγειλε τὰ δεινὰ ποὺ θ᾿ ἀκολουθοῦσαν καὶ τὸν σταυρό, πάγωσαν ἀπ᾿ τὸν φόβο τους κι ἔσβησαν τελείως. Ἕνας μάλιστα δὲν ἤθελε οὔτε κἂν νὰ τὸν ἀκολουθήσει στὴν Ἰουδαία, ἐπειδὴ ἄκουσε γιὰ κινδύνους καὶ γιὰ θανάτους. Ἂν μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ φοβόταν τὸν θάνατο, χωρὶς αὐτὸν καὶ τοὺς ἄλλους μαθητάς, μόνος δηλαδή, πῶς θ᾿ ἀποτολμοῦσε;
Ἐπὶ πλέον: Πίστευαν ὅτι θὰ πεθάνει μέν, ἀλλὰ θ᾿ ἀναστηθεῖ κι ὅμως ὑπέφεραν τόσο. Ἂν δὲν τὸν ἔβλεπαν Ἀναστημένο, πῶς δὲν θὰ ἐξαφανίζονταν καὶ δὲν θὰ ζητοῦσαν ν᾿ ἀνοίξει ἡ γῆ νὰ τοὺς καταπιεῖ ἀπ᾿ τὴν ἀπελπισία τους γιὰ τὴν ἀπάτη κι ἀπ᾿ τὴ φρίκη γιὰ τὰ ἐπερχόμενα; Θ᾿ ἀντιμετώπιζαν τώρα τὴν κατακραυγὴ γιὰ τὴν ἀδιαντροπιά τους. Τί θὰ εἶχαν νὰ πoῦν; Τὸ πάθος τὸ ἤξερε ὅλος ὁ κόσμος: Τὸν κρέμασαν σὲ ψηλὸ ἰκρίωμα, ἦταν μέρα μεσημέρι, μέσα στὴν πρωτεύουσα καὶ στὴν πιὸ μεγάλη γιορτὴ ποὺ κανένας δὲν ἦταν δυνατὸ ν᾿ ἀπουσιάζει.
Τὴν Ἀνάσταση ὅμως δὲν τὴν εἶδε κανεὶς ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους. Κι αὐτὸ δὲν ἦταν μικρὸ ἐμπόδιο γιὸ νὰ τοὺς πείσουν. Πῶς λοιπὸν θὰ μποροῦσαν νὰ βεβαιώσουν στεριὰ καὶ θάλασσα γιὰ τὴν Ἀνάσταση; Καὶ γιατί, πές μου, ἀφοῦ σῴνει καὶ καλὰ ἤθελαν νὰ τὸ κάνουν αὐτό, δὲν ἐγκατέλειπαν τὴν Ἰουδαία ἀμέσως, νὰ πᾶνε στὶς ξένες χῶρες; Ἀλλὰ δὲν θαυμάζεις ὅτι ἔπεισαν πολλοὺς καὶ μέσα στὴν Ἰουδαία;
Εἶχαν τὴν τόλμη νὰ παρουσιάσουν τὰ τεκμήρια τῆς Ἀναστάσεως στοὺς ἴδιους τους φονεῖς, σ᾿ ἐκείνους ποὺ τὸν σταύρωσαν καὶ τὸν ἔθαψαν, στὴν ἴδια τὴν πόλη ὅπου ἀποτολμήθηκε τὸ φοβερὸ κακούργημα. Ὥστε καὶ ὅλοι οἱ ἔξω ν᾿ ἀποστομωθοῦν. Γιατὶ ὅταν οἱ «σταυρώσαντες» γίνονται «πιστεύσαντες», τότε καὶ ἡ παρανομία τῆς σταυρώσεως βεβαιώνεται καὶ λάμπει ἡ ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως.
Γιὰ νὰ ἑλκύονται ὅμως τὰ πλήθη σημαίνει πὼς οἱ μαθηταὶ ἔκαναν θαύματα. Ἂν ὅμως δὲν ἀναστήθηκε καὶ μένει νεκρός, πῶς οἱ ἀπόστολοι θαυματουργοῦσαν στὸ ὄνομά του; Πῶς πάλι, ἂν δὲν ἔκαναν θαύματα, ἔπειθαν; Καὶ ἂν μὲν ἔκαναν -καὶ βεβαίως ἔκαναν- εἶχαν θεοῦ δύναμη. Ἂν ὅμως δὲν ἔκαναν καὶ ἐν τούτοις κυριαρχοῦσαν παντοῦ, θὰ ἦταν ἀκόμη πιὸ ἀξιοθαύμαστο. θὰ ἦταν τὸ μέγιστο θαῦμα, ἂν χωρὶς θαύματα διέσχιζαν καὶ κυρίευαν τὴν οἰκουμένη δώδεκα φτωχοὶ καὶ ἀγράμματοι ἄνθρωποι. Ἀσφαλῶς οὔτε μὲ τὰ πλούτη οὔτε μὲ τὴ σοφία τους ἐπεκράτησαν οἱ ψαράδες. Ὥστε καὶ χωρὶς νὰ θέλουν κηρύττουν ὅτι μέσα τους ἐνεργοῦσε ἢ θεία δύναμη τῆς Ἀναστάσεως. Γιατὶ εἶναι τελείως ἀδύνατο ἀνθρώπινη δύναμη νὰ κατορθώσει ποτὲ τέτοια ἐκπληκτικὰ πράγματα.
Προσέξτε μὲ πολὺ ἐδῶ, γιατί αὐτὰ εἶναι ἀναμφισβήτητες ἀποδείξεις τῆς Ἀναστάσεως. Γι᾿ αὐτὸ καὶ θὰ ἐπαναλάβω πάλι: Ἂν δὲν ἀναστήθηκε, πῶς ἔγιναν ἀργότερα στὸ ὄνομά του μεγαλύτερα θαύματα; Κανεὶς βέβαια δὲν κάνει μετὰ τὸν θάνατό του μεγαλύτερα θαύματα ἀπ᾿ ὅσα ὅταν ζοῦσε. Ἐνῷ ἐδῶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ γίνονται θαύματα μεγαλύτερα καὶ κατὰ τὸν τρόπο καὶ κατὰ τὴ φύση: Κατὰ τὴ φύση ἦταν μεγαλύτερα, γιατί ποτὲ ἡ σκιὰ τοῦ Χριστοῦ δὲν θαυματούργησε. Ἐνῷ οἱ σκιὲς τῶν ἀποστόλων ἔκαναν πολλὰ θαύματα. Κατὰ τὸν τρόπο πάλι ἦταν μεγαλύτερα, ἐπειδὴ τότε μὲν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πρόσταζε καὶ θαυματουργοῦσε. Μετὰ τὴ Σταύρωση ὅμως καὶ τὴν Ἀνάστασή του οἱ δοῦλοι του ἐπικαλούμενοι ἁπλῶς τὸ σεβάσμιο καὶ ἅγιο ὄνομά του μεγαλύτερα καὶ ἐκπληκτικότερα ἐπιτελοῦσαν. Ἔτσι δοξαζόταν κι ἀκτινοβολοῦσε πιὸ πολὺ ἡ δύναμή του.
Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅρισαν νὰ διαβάζονται ἀμέσως μετὰ τὸν σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασή του, οἱ «Πράξεις» ποὺ περιγράφουν τὰ θαύματα τῶν ἀποστόλων καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν ἐπικυρώνουν τὴν Ἀνάσταση, γιὰ νὰ ἔχουμε σαφῆ καὶ ἀναμφισβήτητη τῆς Ἀναστάσεως τὴν ἀπόδειξη: Δὲν τὸν εἶδες Ἀναστάντα μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος; Ἀλλὰ τὸν βλέπεις μὲ τὰ μάτια τῆς Πίστεως. Δὲν τὸν εἶδες μὲ τὰ «ὄμματα» τοῦτα; Θὰ τὸν δεῖς μὲ τὰ θαύματα ἐκεῖνα. Τῶν θαυμάτων ἢ ἐπίδειξη σὲ χειραγωγεῖ στῆς Ἀναστάσεως τὴν ἀπόδειξη.
Θέλεις ὅμως νὰ δεῖς καὶ τώρα θαύματα; Θὰ σοῦ δείξω. Καὶ μάλιστα πιὸ μεγάλα ἀπ᾿ τὰ προηγούμενα: Ὄχι ἕνα νεκρὸ ν᾿ ἀνασταίνεται, ὄχι ἕνα τυφλὸ νὰ ξαναβλέπει, ἀλλὰ τὴ γῆ ὁλόκληρη νὰ ἐγκαταλείπει τὸ σκοτάδι τῆς πλάνης.
Μεγίστη ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ὅτι ὁ Ἐσφαγμένος Χριστὸς ἔδειξε μετὰ τὸν θάνατο τόση δύναμη, ὥστε ἔπεισε τοὺς ζωντανοὺς νὰ περιφρονήσουν καὶ πατρίδα καὶ σπίτι καὶ φίλους καὶ συγγενεῖς καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωή τους γιὰ χάρη του καὶ νὰ προτιμήσουν μαστιγώσεις καὶ κινδύνους καὶ θάνατο. Αὐτὰ δὲν εἶναι κατορθώματα νεκροῦ κλεισμένου στὸν τάφο, ἀλλὰ ἀναστημένου καὶ ζωντανοῦ.
Πρόσεξε παρακαλῶ: Οἱ ἀπόστολοι, ὅταν μὲν ζοῦσε ὁ Διδάσκαλος ἀπὸ τὸν φόβο τοὺς τὸν πρόδωσαν κι ἐξαφανίσθηκαν ὅλοι. Ὁ Πέτρος μάλιστα τὸν ἀρνήθηκε μὲ ὅρκο τρεῖς φορές. Ὅταν ὅμως πέθανε ὁ Χριστός, αὐτὸς ποὺ τὸν ἀρνήθηκε τρεῖς φορὲς καὶ πανικοβλήθηκε μπροστὰ σὲ μίαν ὑπηρετριούλα, τόσο ἀπότομα ἄλλαξε, ὥστε ν᾿ ἀψηφήσει ὁλόκληρο λαὸ καὶ μέσ᾿ στὴ μέση του Ἰουδαϊκοῦ ὄχλου νὰ διακηρύξει ὅτι ὁ σταυρωθεὶς καὶ ταφεὶς ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν τὴν τρίτη ἡμέρα καὶ ὅτι ἀνέβηκε στὰ οὐράνια. Καὶ τὰ κήρυξε ὅλα αὐτὰ χωρὶς νὰ ὑπολογίσει τὴ φοβερὴ μανία τῶν ἐχθρῶν καὶ τὶς συνέπειες.
Ποῦ βρῆκε αὐτὸ τὸ θάρρος; Ποῦ ἀλλοῦ, παρὰ στὴν Ἀνάσταση. Τὸν εἶδε καὶ συνομίλησε μαζί του καὶ ἄκουσε γιὰ τὰ μέλλοντα ἀγαθά, κι ἔτσι ἔλαβε δύναμη νὰ πεθάνει γι᾿ Αὐτὸν Καὶ νὰ σταυρωθεῖ μὲ τὴν κεφαλὴ πρὸς τὰ κάτω. Τὸ ἐξόχως σπουδαῖο εἶναι ὅτι ὄχι μόνο ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι, ἄλλα, καὶ ὁ Ἰγνάτιος, ποὺ οὔτε κὰν τὸν εἶδε οὔτε ἀπόλαυσε τὴ συντροφιά του, ἔδειξε τόση προθυμία γιὰ χάρη του, ὥστε γι᾿ Αὐτὸν πρόσφερε θυσία τὴ ζωή του. Καὶ μόνο ὁ Ἰγνάτιος καὶ οἱ ἀπόστολοι; Καὶ γυναῖκες καταφρονοῦν τὸν θάνατο, πού, πρὶν ἀναστηθεῖ ὁ Χριστός, ἦταν φοβερὸς καὶ φρικώδης ἀκόμη καὶ σὲ ἄνδρες καὶ μάλιστα ἁγίους.
Ποιὸς τοὺς ἔπεισε ὅλους αὐτοὺς νὰ περιφρονήσουν τὴν παροῦσα ζωή; Φυσικὰ δὲν εἶναι κατόρθωμα ἀνθρώπινης δυνάμεως νὰ πειστοῦν τόσες μυριάδες, ὄχι μόνο ἀνδρῶν, ἄλλα καὶ γυναικῶν καὶ παρθένων καὶ μικρῶν παιδιῶν, νὰ πειστοῦν νὰ θυσιάσουν τὴν παροῦσα ζωή, νὰ τὰ βάλουν μὲ θηρία, νὰ περιγελάσουν τὴ φωτιά, νὰ καταπατήσουν κάθε εἶδος τιμωρίας καὶ νὰ σπεύσουν πρὸς τὴ μέλλουσα ζωή!
Καὶ ποίος, παρακαλῶ, τὰ κατόρθωσε ὅλ᾿ αὐτά; Ὁ νεκρός; Ἀλλὰ τόσοι νεκροὶ ὑπῆρξαν καὶ κανένας δὲν ἔκανε τέτοια πράγματα. Μήπως ἦταν μάγος καὶ ἀγύρτης; Πλῆθος μάγοι καὶ ἀγύρτες καὶ πλάνοι πέρασαν, ἄλλα ξεχάστηκαν ὅλοι, χωρὶς ν᾿ ἀφήσουν τὸ παραμικρὸ ἴχνος μαζὶ μὲ τὴ ζωή τους ἔσβησαν κι οἱ μαγγανεῖες τους. Ἡ φήμη ὅμως κι ἡ δόξα κι οἱ πιστοί του Χριστοῦ κάθε μέρα αὐξάνουν κι ἁπλώνονται σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη.
Οἱ ἄπιστοι φρίττουν κι οἱ πιστοὶ διακηρύττουν:
Χριστὸς ἀνέστη! Ἀληθῶς ἀνέστη!
Η ελληνική ορθόδοξη Ανάσταση του Φώτη Κόντογλου
Η ελληνική ορθόδοξη Ανάσταση


Αθήνα 1975, σελ. 45-51
Κυριακή των Βαΐων: Ευλογημένος ο Ερχόμενος (Φώτης Κόντογλου)
Κυριακή των Βαΐων: Ευλογημένος ο Ερχόμενος (Φώτης Κόντογλου)
Εκείνος που έχει θρόνο τον ουρανό και υποπόδιο τη γη, ο γυιός του Θεού και ο Λόγος του ο συναΐδιος, σήμερα ταπεινώθηκε και ήρθε στη Βηθανία απάνω σ’ ένα πουλάρι. Και τα παιδιά των Εβραίων τον υποδεχθήκανε φωνάζοντας: «Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος, ο βασιλιάς του Ισραήλ».
Οι πολέμαρχοι του κόσμου, σαν τελειώνανε τον πόλεμο και βάζανε κάτω τους οχτρούς τους, γυρίζανε δοξασμένοι και καθίζανε απάνω σε χρυσά αμάξια για να μπούνε στην πολιτεία τους. Μπροστά πηγαίνανε οι σάλπιγγες κι οι σημαίες κ’ οι αντρειωμένοι στρατηγοί και πλήθος στρατιώτες σκεπασμένοι με σίδερα άγρια και βαστώντας φονικά άρματα γύρω σ’ ένα αμάξι φορτωμένο με λογής λογής αρματωσιές και σπαθιά και κοντάρια παρμένα από το νικημένο έθνος.
Όλοι οι πολεμιστές ήτανε σαν άγρια θηρία σιδεροντυμένα, τα κεφάλια τους ήτανε κλειδωμένα μέσα σε φοβερές περικεφαλαίες, τα χοντρά και μαλλιαρά χέρια τους ήτανε ματωμένα από τον πόλεμο, τα γερά ποδάρια τους περπατούσανε περήφανα και τεντωμένα, σαν του λιονταριού που ξέσκισε με τα νύχια του το ζαρκάδι και τανύζεται με μουγκρητά και φοβερίζει τον κόσμο. Ύστερα ερχότανε το χρυσό τ’ αμάξι του πολεμάρχου, που καθότανε σ’ ένα θρονί πλουμισμένο μ’ ακριβά πετράδια, περήφανος, ακατάδεχτος, φοβερός, που δεν μπορούσε να τον αντικρίσει μάτι δίχως να χαμηλώσει και βαστούσε το τρομερό σκήπτρο του, που κάθε σάλεμά του ήτανε προσταγή, δίχως ν’ ανοίξει τα στόμα του αυτός που το κρατούσε.
Άλογα ανήμερα, ήτανε ζεμένα σ’ αυτά τ’ αμάξι, με λουριά χρυσοκεντημένα με γαϊτάνια και περπατούσανε κι αυτά καμαρωτά και περήφανα σαν τους ανθρώπους. Ένα κορίτσι έμορφο σαν νεράιδα, μεταξοντυμένο, βαστούσε ένα χρυσό στεφάνι απάνω από το κεφάλι του νικητή, κι άλλα κορίτσια κι αγόρια ρίχνανε λιβάνια κι άλλα μυρουδικά σε κάποια μεγάλα θυμιατήρια όμοια με μανουάλια.
Από πίσω ερχότανε οι σκλάβοι άντρες και γυναίκες κι όποιοι ήτανε άρρωστοι και λαβωμένοι, τους σέρνανε και τους χτυπούσανε οι στρατιώτες. Όση δόξα είχανε αυτοί που πηγαίνανε μπροστά, άλλη τόση καταφρόνεση και δυστυχία είχανε όσοι ακολουθούσανε από πίσω. Αυτοί ήτανε δεμένοι με σκοινιά και μ’ αλυσίδες, πολλοί πιστάγκωνα, κουρελιασμένοι, πληγιασμένοι, κίτρινοι σαν πεθαμένοι από τα μαρτύρια κι από την αγρύπνια. Πολλοί ήτανε μισόγυμνοι κ’ οι πλάτες τους ήτανε μελανιασμένες από το βούνευρο. Ανάμεσά τους ήτανε γυναίκες, παρθένες ντροπιασμένες, κλαμένες μανάδες με αθώα μωρά στην αγκαλιά τους, γρηές που βαστούσανε τα εγγόνια τους από το χέρι, όλες κατατρομαγμένες σαν τα αρνιά που τα πάνε στον μακελάρη. Γύρω ο κόσμος έκανε σαν τρελλός και φώναζε και δόξαζε τον νικητή κι από πολλά στόματα τρέχανε αφροί. Αλαλαγμός έβγαινε σαν καπνός απ’ όλη την πολιτεία. Αυτή την παράταξη τη λέγανε «θρίαμβο».
Έναν τέτοιον θρίαμβο έκανε κι ο Χριστός σήμερα, ο άρχοντας της ειρήνης και της αγάπης. Μα, όπως τα άλλαξε όλα και τα έκανε ανάποδα απ’ ό,τι συνηθίζανε οι άνθρωποι, έτσι κι ο θρίαμβος που έκανε, ήτανε θρίαμβος της φτώχειας και της ταπείνωσης. Ο Ρωμαίος ύπατος ήτανε καθισμένος απάνω σε θρόνο και σε χρυσό αμάξι, μα ο Χριστός ήτανε καβαλικεμένος απάνω σ’ ένα πουλάρι, σ’ ένα γαϊδουρόπουλο, πούνε το πιο ταπεινό και καταφρονεμένο ανάμεσα στα ζώα.
Κι’ ο ίδιος ήτανε ταπεινός, πράος, ήσυχος, φτωχοντυμένος, κατά την προφητεία που έλεγε: «Είπατε τη θυγατρί Σιών· Ιδού ο βασιλεύς σου έρχεταί σοι πράος και επιβεβηκώς επί όνον και πώλον, υιόν υποζυγίου». Το χέρι του δεν βαστούσε σκήπτρο, αλλά βλογούσε τον κόσμο. Από πόλεμο ερχότανε και κείνος, μα έναν πόλεμο πολύ δυσκολοκέρδιστον, πόλεμο καταπάνω στην κακία και στην ψευτιά και στην υποκρισία και στη φιλαργυρία. Και δεν πήγαινε να ξεκουραστεί απ’ αυτόν τον πόλεμο, αλλά πήγαινε ν’ αρχίσει άλλον, πιο σκληρόν, και να στεφανωθεί μ’ αγκαθένιο στεφάνι και να δαρθεί και να περιπαιχθεί και στο τέλος να καρφωθεί απάνω σ’ ένα ξύλο σαν κακούργος.
Δεν ήτανε τριγυρισμένος από αγριεμένους υποταχτικούς, αλλά από άκακους ψαράδες, καταφρονεμένους σαν και κείνον. Κι ούτε έσερνε από πίσω του σκλάβους τυραννισμένους, αλλά ανθρώπους που τους ελευθέρωσε από τη σκλαβιά του διαβόλου και πεθαμένους που αναστηθήκανε από τη φωνή του. Σάλπιγγες και τούμπανα δεν φωνάζανε για να τον δοξάσουνε, αλλά παιδιά αθώα που συμβολίζανε την απλότητα που έχουνε οι χριστιανοί και που φωνάζανε «Ευλογημένος ο ερχόμενος» και κρατούσανε αντί για σημαίες και για μπαϊράκια κλαδιά πράσινα των δέντρων. Κλαδιά χλωρά και ρούχα στρώνανε χάμω για να πατήσει το γαϊδούρι και να περάσει. Κι αυτό το βλογημένο πήγαινε με σκυμμένο το κεφάλι, ταπεινό, ανήξερο, σηκώνοντας τον Χριστό που καθότανε πρωτύτερα απάνω στα τρομερά εξαφτέρουγα σεραφείμ που είναι από φωτιά. Δεν αξιώθηκε να τον σηκώσει κανένα χρυσό αμάξι, μητε άλογο άκριβοσελωμένο, μητε καμμιά κούνια που να τη βαστάνε αντρειωμένοι βαστάζοι, αλλά τον σήκωνε το γαϊδούρι. Ποιο μάτι δεν δακρύζει άμα συλλογιστεί αυτό το μυστήριο!
Ο Χριστός αναποδογύρισε όσα είχε για σωστά και για αληθινά ο αμαρτωλός ο άνθρωπος. Ποιος όμως είναι σε θέση να νοιώσει την ελευθερία που μας έφερε και να ακολουθήσει το πουλάρι με το σκοινένιο καπίστρι κι όχι τ’ αφρισμένα τ’ άλογα που χλιμιντράνε καμαρωτά και να μη μπει στη Ρώμη με τα πολλά τα είδωλα, παρά να μπει μαζί με τον βασιλιά της ειρήνης στην Απάνω Ιερουσαλήμ;
Πολλοί, που είναι σοβαροί άνθρωποι, θα πούνε πως δεν τα καταλαβαίνουνε αυτά και πως τα παιδιά παιδιακίζουνε κ’ οι άντρες αντρειεύουνται. Τα ίδια λέγανε κ’ οι αρχιερείς κ’ οι σπουδασμένοι. «Ιδόντες δε οι αρχιερείς και γραμματείς τα θαύματα α εποίησε και τους παίδας κράζοντας εν τω ιερώ και λέγοντας: Ωσαννά τω υιώ Δαυίδ, ηγανάκτησαν και είπον αυτώ: Ακούεις τι ούτοι λέγουσιν; Ο δε Ιησούς λέγει αυτοίς: Ναι· ουδέποτε ανέγνωτε ότι «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον;» Και καταλιπών αυτούς εξήλθεν έξω της πόλεως». Οι αρχιερείς κ’ οι γραμματείς διαβάσανε τον ψαλμό του Δαυίδ που έλεγε πως θα προϋπαντήσουνε τον Χριστό τα νήπια και δεν πιστέψανε ωστόσο σ’ αυτόν που υμνολογούσανε. Αμή εμείς που διαβάσαμε στο σημερινό Ευαγγέλιο και τον ψαλμό κι αυτά που είπε ο Χριστός στους Εβραίους, δεν θα κριθούμε πιο αυστηρά αν δεν τον πιστέψουμε; Η ματαιότητα κ’ η περηφάνεια μάς κάνουνε να μην καταδεχόμαστε να πάμε μαζί με τη φτωχή συνοδεία του, ντρεπόμαστε να ακολουθήσουμε ένα αρχηγό που πάει καβαλικεμένος απάνω σ’ ένα γαϊδούρι. Τα ταπεινά, τα φτωχικά, δεν τα θέλουμε. Μα μπορεί να γίνει χριστιανός όποιος δεν αγαπά αυτά που αγάπησε ο Χριστός;
Χθες, Σάββατο, ανάστησε έναν πεθαμένο άνθρωπο, τον Λάζαρο. Ποιος ήτανε αυτός ο Λάζαρος; Κανένας επίσημος άνθρωπος, κανένας τρανός; Ο Λάζαρος ήτανε φτωχός, χωριάτης, κι όπως λέγει το Ευαγγέλιο, ήτανε φίλος του Χριστού, που είχε φίλους όλους τους ανθρώπους. Έναν φίλο σημειώνει το Ευαγγέλιο πως είχε ο Χριστός στον κόσμο, κι αυτός ήτανε φτωχός κι αγράμματος. Μα ποιος από μας αγαπά αυτή την πλούσια φτώχια του Χριστού; Απ’ όπου λείπει ο Χριστός, εκεί είναι η φτώχια η αληθινή, όπως απ’ όπου λείπει ο Χριστός λείπει κ’ η ζωή η αληθινή και βασιλεύει ο θάνατος. Αυτό θα το καταλάβεις καλώτατα αν γυρίσεις και δεις γύρω σου κι ακουμπήσεις το κεφάλι σου και συλλογιστείς. Πού είναι εκείνοι οι Ρωμαίοι κ’ οι παντοδύναμοι αφέντες που κάνανε τους θριάμβους οπού ιστορήσαμε πρωτύτερα; Τι γινήκανε κι αυτοί κι οι μυριάδες που τους προσκυνούσανε και που γονατίζανε μπροστά τους σαν τα καλάμια που τα γέρνει ο βοριάς; Ποιος τους φέρνει στον νου του εξόν κάποιοι που γράφουνε τα ιστορικά εκείνου του καιρού; Κορμιά, ψυχές, θρονιά, διαμαντόπετρες, άλογα, περηφάνειες, φοβέρες, φωνές, όλα πέσανε σ’ έναν λάκκο και χαθήκανε και σβύσανε σαν να μη γινήκανε ποτές. Και τι απόμεινε από όλα τούτα στις καρδιές των ανθρώπων; Τίποτα κι ακόμα πιο λίγο από τίποτα.
Πλην ο άνθρωπος είναι άπιστος ακόμη και σ’ αυτά που βλέπει και σ’ αυτά που πιάνει με τα χέρια του και τραβά τον δρόμο που τραβήξανε και κείνοι και σέρνει με ευχαρίστηση το άρμα του Νέρωνα, γιατί είναι «νεύρον σιδηρούν ο τράχηλός του». Τ’ αυτιά του είναι σφαλιχτά σε Κείνον που λέγει: «Εγώ ειμί Θεός πρώτος και εις τα επερχόμενα εγώ ειμί. Εγώ βοσκήσω τα πρόβατά μου και εγώ αναπαύσω αυτά». Εκείνος που καθότανε απάνω στο γαϊδούρι, εκείνος είναι ζωντανός μέσα στις απλές ψυχές στον αιώνα κ’ είναι για δαύτες θροφή, πηγή αθανασίας, χαρά και αγαλλίαση, κατά τον λόγο που λέγει: «Ευφρανθήσεται καρδία ζητούντων τον Κύριον». Ναι, όποιος ένοιωσε τη χαρά του Χριστού, είναι σαν τον πεθαμένο που αναστήθηκε. Στον κόσμο υπάρχουνε πονεμένοι λογής λογής. Όσοι πονάνε στο κορμί και στην ψυχή κι ο πόνος τους καθαρίζει και τους πηγαίνει στον Θεό, αυτοί είναι οι αγαπημένοι του Χριστού και περπατάνε στη στράτα του με το φως του το παρηγορητικό. Οι άλλοι υποφέρουνε άγονα. Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος γράφει στους Κορινθίους: «Νυν χαίρω, ουχ ότι ελυπήθητε, αλλ’ ότι ελυπήθητε κατά Θεόν, ίνα εν μηδενί ζημιωθήτε εξ ημών. Η γαρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εις σωτηρίαν αμεταμέλητον κατεργάζεται· η δε του κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται». Γι’ αυτούς που ελπίζουνε στον Θεό, δεν μετάλλαξε ο Χριστός τον άγονον ίδρωτά τους σε ιδρώτα σωτηρίας, «ιδρώτα ιδρώτι», αλλά θρηνούνε και πονάνε παντοτινά σαν τους ειδωλολάτρες, σφαζόμενοι με τα μαχαίρι της μοίρας. Γι’ αυτούς δεν άλλαξε ο Χριστός τον ιδρώτα της αγωνίας τους σε ιδρώτα της προσευχής και της ελπίδας. Όποιος δεν πιστεύει στον Χριστό και στο Ευαγγέλιο, είναι πεθαμένος, αφού δεν υπάρχει αληθινή ζωή μέσα του. Γιατί ζωή δεν θα πει να ανασαίνεις και να περπατάς και να τρως και να πίνεις, αλλά να νοιώθεις τη χάρη της αθανασίας. Τότε θα μπορείς να ψάλεις μαζί με τον υμνωδό τούτο το εξαίσιο απολυτίκιο:
«Την κοινήν ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος,
εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός.
Όθεν και ημείς, ως οι παίδες, τα της νίκης σύμβολα φέροντες,
σοι τω νικητή του θανάτου βοώμεν.
Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».
ΚΙΒΩΤΟΣ, ΜΗΝΙΑΙΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ, ΕΤΟΣ Β’ ΜΑΡΤΙΟΣ 1953, ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 15
http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2238
ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2012/04/blog-post_3800.html#ixzz1re7P1vfj