Archive for the ‘Uncategorized’ Category

Γέρων Πορφύριος: Λόγος περί Προσευχής

  “Ο ίδιος ο Κύριος θα μας διδάξει την προσευχή”

“Ο άνθρωπος ζητάει στον ουρανό τη χαρά και την ευτυχία. Ζητάει το αιώνιο μακριά απ΄όλους κι απ΄όλα, ζητάει να βρει τη χαρά στον Θεό. Ο Θεός είναι μυστήριο. Είναι σιωπή, είναι άπειρος, είναι το πάν. Την τάση της ψυχής για τον ουρανό την έχει όλος ο κόσμος, όλοι ζητάνε κάτι το ουράνιο. Σ΄Αυτόν στρέφονται όλα τα όντα, έστω και ασυνειδήτως.

Σ΄Αυτόν να στρέφετε διαρκώς το νου σας. Αγαπήστε την προσευχή, την κουβέντα με τον Κύριο. Το πάν είναι η αγάπη, ο έρωτας με τον Κύριο, τον Νυμφίο Χριστό. Γίνετε άξιοι της αγάπης του Χριστού. Για να μη ζείτε στο σκοτάδι, γυρίστε το διακόπτη της προσευχής, ώστε να έλθει το Θείο φως στην ψυχή σας. Στο βάθος του είναι σας θα φανεί ο Χριστός. Εκεί, στο βάθος, είναι η Βασιλεία του Θεού. “Η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν”. 
Η προσευχή γίνεται μόνο με το Άγιον Πνεύμα. Αυτό διδάσκει την ψυχή πώς να προσεύχεται. “Το γάρ τι προσευξόμεθα καθ΄ό δεί ούκ οίδαμεν, αλλ΄αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις”. Εμείς δεν χρειάζεται να κάνουμε καμιά προσπάθεια. Ν΄απευθυνόμαστε στον Θεό, με ύφος ταπεινού δούλου, με φωνή παρακλητική και ικετευτική. Τότε η προσευχή μας είναι ευάρεστη στο Θεό. Να στεκόμαστε με ευλάβεια ενώπιον του Εσταυρωμένου και να λέμε: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Αυτό τα λέει όλα. Όταν κινηθεί για προσευχή ο νους του ανθρώπου, στο δευτερόλεπτο του δευτερολέπτου έρχεται η Θεία χάρις. Τότε ο άνθρωπος γίνεται χαριτωμένος και βλέπει με άλλα μάτια τα πάντα. Το παν είναι ν΄αγαπήσουμε τον Χριστό, την προσευχή, τη μελέτη. Παίρνουμε ένα εκατομμύριο και το κόβουμε κομματάκια. Του ανθρώπου η προσπάθεια είναι το ένα εκατομμυριοστό. 
Πριν από την προσευχή η ψυχή πρέπει να προετοιμάζεται με προσευχή. Προσευχή για την προσευχή. Ακούστε τι εύχεται ο ιερέας μυστικά, την ώρα που διαβάζεται ο Απόστολος κατά την Θεία Λειτουργία: 
“Έλαμψον εν ταις καρδίαις ημών φιλάνθρωπε Δέσποτα το της Σης Θεογνωσίας ακήρατον φως και τους της διανοίας ημών διάνοιξον οφθαλμούς εις την των ευαγγελικών Σου κηρυγμάτων κατανόησιν. Ένθες ημίν τον των μακαρίων Σου εντολών φόβον, ίνα τάς σαρκικάς επιθυμίας πάσας καταπατήσαντες πνευματικήν πολιτείαν μετέλθωμεν, πάντα τα προς ευαρέστησιν την σην και φρονούντες και πράττοντες. Συ γαρ ο φωτισμός των ψυχών και των σωμάτων ημών, Χριστέ ο Θεός, και Σοί την δόξαν αναπέμπομεν συν τω ανάρχω Σου Πατρί και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ Σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων”. 
Στην προσευχή μπαίνουμε χωρίς να το καταλάβουμε. Χρειάζεται να βρεθούμε και σε κατάλληλο κλίμα. Η αναστροφή με τον Χριστό, η συζήτηση, η μελέτη, η ψαλτική, το καντηλάκι, το θυμίαμα, γίνονται το κατάλληλο κλίμα, ώστε όλα να γίνουν απλά, “εν απλότητι καρδίας”. Διαβάζοντας τις ψαλμωδίες, τις ακολουθίες, με έρωτα, χωρίς να το καταλάβουμε γινόμαστε άγιοι. Ευφραινόμαστε με τα Θεία λόγια. Αυτή η ευφροσύνη, αυτή η χαρά είναι η δική μας προσπάθεια, για να μπούμε εύκολα στην ατμόσφαιρα της προσευχής, η προθέρμανση, όπως λέμε. Μπορούμε και να φέρνουμε στο νου μας ωραίες εικόνες από τοπία που είδαμε. Αυτή η προσπάθεια είναι απαλή, αναίμακτη. Αλλά μην ξεχνάμε αυτό που είπε ο Κύριος: “Χωρίς εμού ού δύνασθε ποιείν ουδέν”. 
Ο ίδιος ο Κύριος θα μας διδάξει την προσευχή. Δεν θα τη μάθουμε μόνοι μας, ούτε άλλος κανείς θα μας τη μάθει. Μη λέμε, “έκανα τόσες μετάνοιες, εξασφάλισα τώρα την χάρι”, αλλά να ζητούμε να λάμψει εντός μας το ακήρατον φως της θείας γνώσεως και να ανοίξει τα πνευματικά μας μάτια, για να κατανοήσουμε τα θεία Του λόγια. 
Με τον τρόπο αυτό, χωρίς να το καταλάβουμε, αγαπάμε τον Θεό χωρίς σφιξίματα, προσπάθεια κι αγώνα. Αυτά που είναι δύσκολα στους ανθρώπους, για τον Θεό είναι πολύ εύκολα. Τον Θεό θα Τον αγαπήσουμε ξαφνικά, όταν η χάρις θα μας επισκιάσει. 
Αν αγαπήσουμε πολύ τον Χριστό, η ευχή θα λέγεται μόνη της. Ο Χριστός θα είναι συνεχώς στο μυαλό μας και στην καρδιά μας. 
 

Πηγή: Από το βιβλίο “ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ” γ. ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ καυσοκαλυβίτου ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΧΡΥΣΟΠΗΓΗΣ

ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2012/06/blog-post_9223.html#ixzz1yHOggSA8

Το μεγάλο θαύμα που δεν αντέχουμε

Από το βιβλίο «Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός» του Μητροπ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικολάου (Εκδόσεις Σταμούλης, 2009, σελ. 51 – 68).
Απρίλιος του 1985. Εδώ και πέντε περίπου μήνες η μικρή Όλγα, δέκα χρόνων, με τεράτωμα στον εγκέφαλο, υφίσταται μια διαδικασία ακτινοβολιών, προκειμένου να συρρικνωθεί ο μη χειρουργήσιμος όγκος, που τον τελευταίο καιρό την ταλαιπωρεί με ανυπόφορους πόνους και έντονες ζαλάδες.
Οι γονείς της, δύο απλοί άνθρωποι από την Αθήνα. Οι γιατροί στην Ελλάδα από την αρχή φανέρωσαν τη δυσκολία του προβλήματος. Ελπίδα τελευταία, ο Θεός κυρίως και λίγο η Αμερική. Ένας συγγενής τους από τη Βοστώνη, μεγαλόκαρδος τους προσκαλεί. Εκεί, τους είπε, υπάρχει το καλύτερο νοσοκομείο παίδων στον κόσμο. Μαζεύουν τα αναγκαία, και αμέσως οι άνθρωποι φτάνουν στον τόπο των τελευταίων ελπίδων τους.
Η ιστορία τους γεμάτη ταλαιπωρία και εσωτερική ένταση. Πώς επιτρέπει ο Θεός τέτοιες αδικίες! Σε επτά χρόνια γάμου δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν παιδί. Άνθρωποι απλοί, χωρίς γνώση και ιδιαίτερη ζωή πίστεως. Ενώ έσβηναν οι ελπίδες τους, τους χαρίζει ο Θεός ένα κοριτσάκι. Τον δοξάζουν για το δώρο και περιστρέφουν τη ζωή τους γύρω από αυτό. Γίνεται δέκα χρόνων, είναι το μονάκριβο, και αρχίζει να εμφανίζει παράξενα συμπτώματα, έντονους πονοκεφάλους, παραμένουσα δυσφορία. Αρχίζουν οι εξετάσεις και καταλήγουν στη διάγνωση που μόλις την ακούς σου κόβονται τα πόδια, σου σπάει το κεφάλι, σου κομματιάζεται η ψυχή, σου ξεσχίζεται η καρδιά.
Με αυτό το δράμα συνοδό, παρατάνε τις δουλειές τους και φτάνουν όλοι μαζί στην Αμερική, χωρίς να γνωρίζουν πότε, πώς και αν όλοι θα γυρίσουν πίσω. Τους συντροφεύει όμως και απλή, αυθεντική, δυνατή πίστη. Εδώ και ενάμιση χρόνο έπεσαν στα χέρια τους κάτι κασέτες με κηρύγματα που τους άλλαξαν εντελώς την προοπτική. Τους πλημμύρισαν με πίστη. Πίστη που βγαίνει από μέσα. Και η απάντηση του Θεού; Όταν δεν πήγαιναν στην εκκλησία, η γέννηση της Όλγας. Μόλις στράφηκαν σε αυτήν, ο καρκίνος! Γιατί τα κάνει αυτά ο Θεός; Γιατί εκφράζεται όπως δεν θα θέλαμε κανένας και καθόλου; Μήπως τελικά πιστεύουμε σε Θεό που δεν υπάρχει και αγνοούμε τον Θεό της αλήθειας, που πρέπει να ανακαλύψουμε, όπως Αυτός είναι και όχι όπως εμείς Τον θέλουμε;
Η Όλγα συνεργάσθηκε πολύ καλά με την ομάδα του Dr. John Shillito, του καλύτερου ίσως Νευρο-Ογκολόγου στο Νοσοκομείο Παίδων της Βοστώνης. Όλοι τους με πολλή αγάπη κατέβαλαν κάθε προσπάθεια – σαν να ήταν η μόνη τους ασθενής – για να βοηθήσουν αυτό το κοριτσάκι. Όλα έδειχναν να προχωρούν ομαλά, μέχρις ότου ξαφνικά έπεσε σε κώμα. Μια σειρά εξετάσεων κατέδειξε ότι ο όγκος εξαπλώθηκε σε μεγάλη περιοχή του εγκεφάλου. Έχουν εξανεμιστεί και οι τελευταίες ελπίδες. Επίκειται η ανακοίνωση στους γονείς. Πρέπει να ενημερωθούν, ώστε να αποφασίσουν εάν προτιμούν το παιδί να καταλήξει στη Βοστώνη και να μεταφέρουν το σώμα του ή να το πάρουν όπως είναι στην Ελλάδα. Βέβαια, κάτι τέτοιο, βάσει των διεθνών αεροπορικών συμβάσεων, απαιτεί βεβαίωση από τον γιατρό του Νοσοκομείου ότι σύμφωνα με την ιατρική εκτίμηση δεν πρόκειται να πεθάνει κατά τη διάρκεια της πτήσεως.
Όλα αυτά την Κυριακή 28 Απριλίου 1985. Κυριακή των Μυροφόρων. Οι γονείς ακόμη δεν γνωρίζουν τίποτε. Απλά, αγωνιούν και υποψιάζονται το χειρότερο. Στις 6 μ.μ. ο Dr. Shillito θα τους μιλήσει με λεπτομέρειες τέτοιες που θα ξεκαθαρίσουν το τοπίο. Κανείς από τους Έλληνες εθελοντές του Νοσοκομείου δεν δέχεται να κάνει την μετάφραση στους γονείς. Όλοι το αποφεύγουν. Είναι τόσο δύσκολο και βαρύ να πληροφορούνται από τα χείλη σου οι γονείς ότι το παιδί τους δεν έχει ελπίδα και πεθαίνει!
Τελικά ο κλήρος έπεσε σε μένα. Εγώ είχα ακούσει για το περιστατικό, αλλά δεν είχα γνωρίσει ούτε το παιδί ούτε τους γονείς. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Δέχτηκα να σηκώσω μαζί τους αυτό το πραγματικά ασήκωτο βάρος, που όμως δεν αντέχεται!
Ανεβαίνω με το ασανσέρ στον όγδοο όροφο, στον όροφο με τα καρκινοπαθή παιδάκια. Νοιώθω πολύ δύσκολα, σφιγμένος, άτονος, ανήσυχος. Βγαίνω στον διάδρομο. Μπαίνω αμήχανα σε έναν θάλαμο με τρία μωράκια σε κούνιες με σωλήνες και χημειοθεραπείες. Κάποια μικρά παιδάκια, με γυμνά τα κεφαλάκια τους, βλέπουν cartoon στην τηλεόραση και γελούν. Δίπλα, χωμένη σε έναν καναπέ μια κοπελίτσα, δεκατριών ή δεκατεσσάρων ετών, βυθισμένη σε σκέψεις, κάθεται χαμένη στον κόσμο του αγνώστου. Δυο πονεμένα εκφραστικά μάτια, με πολύ βαθύ βλέμμα, διασταυρώνονται με τα δικά μου. Γιατί αυτά τα παιδιά να βασανίζονται; Γιατί, αντί να γλυκαίνονται με το όραμα του μέλλοντος, να γεύονται την πίκρα του νοσοκομείου, τη θλίψη της αμφιβολίας; Γιατί, Θεέ μου; μόλις πριν από λίγα λεπτά, πριν φθάσω στην είσοδο του Νοσοκομείου, σε ένα πάρκο, είδα μια παρέα μικρών παιδιών να παίζουν σαν να μη συμβαίνει τίποτα και οι γονείς τους καμαρωτά έσκαζαν στα γέλια. Τί τεράστια, τί άδικη, τί ανεξήγητη διαφορά!
Συναντώ τρία άτομα που μιλούν ελληνικά. Δύο άντρες και μία γυναίκα. Δίχως αμφιβολία οι δύο είναι οι γονείς της Όλγας και ο τρίτος ο θείος της. Τους πλησιάζω και συστήνομαι. Με ευχαριστούν οι άνθρωποι και πριν προλάβουμε να πούμε δύο κουβέντες, μας καλούν στο γραφείο του Dr. Shillito. To βλέμμα μου πέφτει σε ένα τρίπτυχο με τρεις φωτογραφίες. Είναι οι κόρες του. Τρεις δροσερές κοπέλες πάνω στο γραφείο του. Αυτός καμαρώνει. Φυσικό και ευλογημένο είναι. Στο διπλανό δωμάτιο, η Όλγα με αλλοιωμένο το πρόσωπο παλεύει με τον θάνατο. Οι γονείς της λειώνουν.
Ο γιατρός, μετά από μια σύντομη εισαγωγή, μπαίνει στο θέμα.
-Η Όλγα, όπως γνωρίζετε, έχει έναν όγκο στην τρίτη κοιλία του εγκεφάλου που δεν χειρουργείται. Προσπαθήσαμε να τον ακτινοβολήσουμε, με την ελπίδα ότι θα τον περιορίζαμε αρκετά. Η Όλγα ανταποκρίθηκε πολύ καλά˙ τόσο που μας έδωσε ελπίδες. Δυστυχώς, όμως, – στο σημείο αυτό οι δύο γονείς τεντώθηκαν – προχθές έπεσε σε βαθύ κώμα από το οποίο, καθώς δείχνουν οι εξετάσεις, δεν θα επανέλθει.
Ο πατέρας αναλύεται σε λυγμούς. Η μητέρα κρατάει.
-Δηλαδή, γιατρέ, μιλήστε μας πιο ανοιχτά.
-Κρίνω ότι η Όλγα δεν θα τα καταφέρει, τελειώνει από στιγμή σε στιγμή.
-Τί εννοείτε από στιγμή σε στιγμή, γιατρέ; Τόλμησα να ρωτήσω.
-Εννοώ τώρα που μιλάμε, σε λίγες ώρες, ίσως κατά τη διάρκεια της νύχτας. Νομίζω ότι, κατά πάσαν πιθανότητα, δεν θα το βγάλει το βράδυ. Θα μπορούσα να σας έδινα ένα θεωρητικό όριο μέχρι και την αυριανή μέρα.
-Δηλαδή, γιατρέ, τώρα μόνον ένα θαύμα, λέγει η μητέρα.
-Ναι, μόνο θαύμα, επαναλαμβάνει ο γιατρός.
Ο πατέρας συνεχίζει να κλαίει με συγκρατημένους λυγμούς.
-Γιατρέ, εμείς θα θέλαμε πολύ να σας ευχαριστήσουμε για όσα έχετε κάνει τόσο καιρό για την Ολγίτσα μας, συνεχίζει η μητέρα. Μπορεί να χάνουμε ανθρώπινα τη μάχη, αλλά εμείς ετοιμαζόμαστε για ένα θαύμα. Ή, παρά τις προβλέψεις σας, να γίνει η κορούλα μας καλά ή να γίνει αγγελούδι στον θρόνο του Θεού. Μικρό θαύμα είναι αυτό; Ξέρετε τί καλό κοριτσάκι που είναι; Εμείς, βέβαια, προσευχόμαστε με όλη μας τη δύναμη μόνο για το πρώτο. Αυτή είναι η ολιγοπιστία μας. Αν όμως ο Θεός επιτρέψει το δεύτερο, τότε θα το δεχτούμε και αυτό σαν δώρο. Απλά, τώρα πρέπει να στραφούμε εξ ολοκλήρου στον Θεό. Το λάθος μας είναι ότι έπρεπε να το είχαμε κάνει νωρίτερα. Βλέπετε εμείς πιστέψαμε πρώτα στους γιατρούς και μετά στο Θεό.
-Έτσι είναι, η πίστη σας είναι αυτή που τώρα θα σας βοηθήσει, λέγει ο γιατρός.
-Όχι, γιατρέ, δεν βοηθάει η πίστη. Αυτή είναι ανθρώπινη, δικό μας πράγμα. Αυτός που βοηθάει είναι μόνον ο Ίδιος ο Θεός.
Σε όλα αυτά εγώ ένας απλός μεταφραστής αλλά και ένας εμβρόντητος ακροατής. Τί δύναμη, τί πίστη είχε αυτή η γυναίκα! Και τούτο, γιατί δεν έδειχνε να είναι ψυχολογικός ο λόγος της ούτε κηρυγματικός˙ έδειχνε να βγαίνει πηγαία και αυθόρμητα, με χαρακτηριστική λιτότητα και ψυχραιμία, πείθοντας ότι ό,τι λέει αντανακλά με διαύγεια τον βαθύτερο κόσμο της. Αξιοπρέπεια, ηρεμία, ευγένεια, αυτοέλεγχος, αληθινότητα έβγαιναν από το στόμα της. Το ίδιο και από τα μάτια της, που τόση ώρα εκφράζουν ελπίδα και δεν έχουν στάξει ούτε ένα δάκρυ.
Βγαίνουμε από το γραφείο και κάθομαι μαζί τους να γνωριστούμε κάπως. Τέτοιες ώρες οι άνθρωποι δένονται δυνατά και άμεσα. Εδώ όμως είχα μπροστά μου κάτι ασυνήθιστα μεγάλο. Η γυναίκα αυτή ήταν απλή αλλά πολύ περιεκτική. Οι λέξεις που έβγαζε το στόμα της είχαν τη δύναμη και την πειστικότητα του καρδιακού λόγου. Θαύμασα την εσωτερική της δύναμη όσο τίποτε άλλο.
Με πολλή ζεστασιά με ευχαρίστησαν και χωρίσαμε. Έπρεπε να φύγω. Είχα μία υποχρέωση. Θα ξαναπερνούσα το βράδυ μετά τις δέκα, με την ελπίδα βέβαια να προλάβω την Όλγα ζωντανή. Κάθε τόσο τηλεφωνούσα στο γραφείο ενημέρωσης να πληροφορηθώ για την κατάστασή της.
Είναι 10:30 το βράδυ. Η Όλγα ακόμη κρατάει. Ο κ. Κώστας και η κ. Μαρία, οι υπέροχοι αυτοί γονείς, ήρεμοι προετοιμάζονται για όλα, αλλά ελπίζουν και προσεύχονται για το μικρό θαύμα, όπως λένε. Ο Θεός που την έφερε στη ζωή – αυτό ήταν το μεγάλο θαύμα – δεν μπορεί να την κρατήσει; Απλά, το πρόβλημα, λένε, είναι οι αμαρτίες τους!!!
Στις 11:00 μ.μ. ήλθαν με το ασανσέρ τα πτυσσόμενα κρεβάτια για τους συνοδούς, με μαξιλάρια και σεντόνια. Το Νοσοκομείο αυτό είναι εκπληκτικό. Οι κοινωνικές υπηρεσίες του προνοούν για όλα. Πολιτική του Νοσοκομείου είναι οι γονείς να διανυκτερεύουν, όταν το επιθυμούν με τα παιδιά. Οι γονείς της Όλγας όμως δυσκολεύονται να κοιμηθούν. Προτιμούν να συζητήσουμε λίγο και να αγρυπνούν. Ο γιατρός εξ άλλου είχε πει ότι η Όλγα δεν θα την έβγαζε τη νύχτα. Η πίστη τους απερίγραπτη. Μιλούσαν για τα θαύματα σαν για απλά και φυσικά γεγονότα. Συζητούσαν για την αιωνιότητα όπως συνήθως κάνουμε για την καθημερινότητα. Το θέλημα του Θεού, όποιο και αν ήταν, θα αποτελούσε τη μεγαλύτερη ευλογία. Απλά, στη μία περίπτωση θα το βίωναν ως απέραντη χαρά, ενώ στη δεύτερη ως δια βίου πάλη με την αλήθεια. Το δεύτερο, το δύσκολο, τους φάνταζε πιο αυθεντικό. Το πρώτο, όμως, πιο επιθυμητό.
Έμεινα μαζί τους μέχρι τη 1:30 μετά τα μεσάνυχτα. Δεν τους χόρταινα. Στη ζωή μου είχα συναντήσει πραγματικά πιστούς ανθρώπους. Αλλά τέτοιου είδους πίστη, όχι μετά τον θάνατο του ανθρώπου τους, πράγμα που μπορεί να λειτουργεί και λίγο ψυχολογικά και παρηγορητικά, αλλά ελάχιστες μόλις στιγμές πριν από την προβλεπόμενη εκπνοή του μονάκριβου παιδιού τους, ομολογώ ότι ήταν η πρώτη φορά που συναντούσα. Δίπλα η Όλγα εντελώς ακίνητη, σε βαθύ κώμα, δίχως καμία επικοινωνία με αυτόν τον κόσμο. Ίσως σε επικοινωνία με τον άλλο, τον άγνωστο σε μας δικό της κόσμο. Κάπου – κάπου κλεφτές ματιές πάνω στο ανέκφραστο σωματάκι της αναμειγνύουν την πονεμένη απορία με τη λογική αδικαιολόγητη ελπίδα.
Η Όλγα τελικά έβγαλε τη νύχτα. Η χρονική εκτίμηση του γιατρού απέτυχε. Ποιός ξέρει; Θα μπορούσε να αποτύχει και η ιατρική του γνωμάτευση. Είναι τόσο ωραίο μερικές φορές να διαψεύδεται η επιστήμη!
Το πρωί τηλεφωνώ σε κάποιες κυρίες και μοιράζομαι μαζί τους τις εκπληκτικές εντυπώσεις μου. τους συνιστώ να κάνουν μία επίσκεψη αφ’ ενός μέν για συμπαράσταση, αφ’ ετέρου δε για δική τους ενίσχυση.
Η Όλγα άντεξε και ολόκληρη τη Δευτέρα. Το βράδυ, επιστρέφοντας από την εργασία μου, πέρασα να τους ξανασυναντήσω. Οι γονείς αποφάσισαν να πάρουν το παιδί στην Ελλάδα να πεθάνει εκεί. Τη Δευτέρα έγιναν όλες οι απαραίτητες διατυπώσεις. Τελικά, κανονίστηκε να φύγει, αν θα ζούσε, την Τετάρτη 1η Μαΐου 1985 με την πτήση της Ολυμπιακής από Νέα Υόρκη. Έμεινα πάλι ως αργά, απολαμβάνοντας την απίστευτη χάρι αυτών των ανθρώπων και περιμένοντας την αναχώρηση της Όλγας είτε με το αεροπλάνο για την Ελλάδα είτε με τους αγγέλους για την αιώνια πατρίδα. Στιγμές έντονες, πολύ αληθινές˙ δίπλα σε έναν κόσμο εμπειρικής πίστεως απροσμέτρητου μεγέθους.
Τρίτη 30 Απριλίου το πρωί. Χτυπάει το τηλέφωνό μου. Η μία από τις τρεις κυρίες, με τις οποίες είχα επικοινωνήσει την προηγουμένη, μόλις έχει μιλήσει με τον πνευματικό της, τον γνωστό π. Πορφύριο. Έχει φήμη προορατικού ανθρώπου. Παγκοσμίως γνωστός. Άγιος άνθρωπος. Βλέπει σε μέρη που δεν λειτουργεί η ανθρώπινη όραση. Της είπε, λέει, ότι θα κάνει και αυτός την προσευχή του, αλλά να μην τον αφήσουμε μόνο. Και έχει ο Θεός. Εύκολο συμπέρασμά της ότι υπάρχει κάποια ελπίδα.
-Σε παρακαλώ, της λέω, μην βιαστείς και πεις τίποτα. Αφού ξέρεις την κατάσταση. Είδα και την αξονική. Το κορίτσι τελειώνει. Απορώ πώς ζει. Το είδες κι εσύ με τα μάτια σου. Καλύτερα να πούμε λίγα και να γίνουν πολλά, παρά να δώσουμε ελπίδες και να μην γίνει τίποτα, της λέω.
Η Όλγα άντεξε και την Τρίτη. Το βράδυ στις 10 περίπου φτάνω για τη συνηθισμένη μου επίσκεψη – φροντιστήριο πίστεως. Μπαίνω στο δωμάτιο και αντικρίζω ένα ασυνήθιστο για αμερικάνικο νοσοκομείο θέαμα. Η Όλγα στο κρεβατάκι της, στη γνώριμή μας δική της μακαριότητα. Ο κ. Κώστας λίγο απόμερα. Η κ. Μαρία, η μητέρα, μαζί με την κ. Βασιλεία, μια εκπληκτική Ελληνοαμερικανίδα εθελόντρια, αληθινή μάνα όλων αυτών των παιδιών, δίπλα – δίπλα διαβάζουν μια άγνωστη σε μένα παράκληση. Έχουν ανάψει θυμίαμα, ακούμπησαν μία εικόνα της Παναγίας πάνω στο παιδί, τοποθέτησαν και ένα καντηλάκι και προσεύχονται. Εγώ κάθομαι ακριβώς δίπλα στην πόρτα. Ο μισός μέσα στον θάλαμο και μισός έξω. Με πλησιάζει μια νοσοκόμα, η Debbie.
-Τί κάνουν; Με ρωτάει. Τί είναι αυτό που καπνίζει και μυρίζει; Ανήκουν σε καμία παραθρησκεία;
-Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός, της απαντώ εμφατικά, μήπως και καταλάβει κάτι από την ανατολική κουλτούρα.
Βγαίνει από τον θάλαμο. Μένουμε οι υπόλοιποι. Προσευχές ήξερα πολλές. Αυτά τα λόγια όμως πρώτη φορά τα άκουγα.
Σε ένα τέταρτο περίπου τέλειωσαν τα γράμματα. Είχαν λίγο λαδάκι από την Παναγία της Τήνου και λίγο από την Παναγία την Κανάλα – πρώτη φορά το άκουγα αυτό το όνομα. Σταυρώνουν το μέτωπο, το στήθος, το δεξί και το αριστερό χέρι. Το παιδί ακίνητο. Μόλις σταυρώνουν το αριστερό πόδι, η Όλγα το λυγίζει, το κατεβάζει και επαναλαμβάνει ρυθμικά την ίδια κίνηση. Τίποτε άλλο. Οι δύο γυναίκες ξεσπούν σε προσευχητικές κραυγές:
-Παναγία μου, κάνε το θαύμα σου, και σταυροκοπιούνται, φιλώντας το μέτωπο της Όλγας, που όμως παραμένει βυθισμένη κατά τα άλλα στον κόσμο της.
Το παιδί ησυχάζει. Σε λίγη ώρα πλησιάζει η μητέρα.
-Μας ακούς, Ολγίτσα μου, ρωτάει.
Η Όλγα ελαφρά νεύει καταφατικά.
-Άνοιξε, κοριτσάκι μου, τα μάτια σου.
Το κορίτσι τεντώνει σε μια αποτυχημένη προσπάθεια τα μάτια του.
-Δώσε ένα φιλάκι στην κ. Βασιλεία.
Ρυθμικά σαλεύουν τα χείλη της.
Εγώ ορθολογίζομαι. Σίγουρα έχουμε την τελευταία αναλαμπή. Ρωτώ την Debbie αν έχει όλα τα χαρτιά έτοιμα για την επόμενη νοσοκόμα – η βάρδια αλλάζει στις 11 μ. μ., – γιατί όλα δείχνουν πώς σε λίγες στιγμές τα παιδί θα αναπαυθεί…
Η ώρα περνάει. Η Όλγα επανήλθε στην προηγούμενη κατάσταση. Πλήρης σιωπή και ακινησία˙ απόλυτη απουσία επικοινωνίας και αντανακλαστικών. Κανείς δεν τολμά να την ταράξει. Περασμένα μεσάνυχτα. Η κ. Μαρία δεν κρατιέται, σκύβει και φιλάει το κοριτσάκι της στο μέτωπο. Αυτό σαν κάπως να ανταποκρίνεται. Μάλλον είναι της φαντασίας μας. οι γυναίκες είναι σίγουρες ότι έχει αλλάξει. Ο κ. Κώστας συγκινημένος παρακολουθεί την κατάσταση με απορία. Εγώ πάλι ορθολογίζομαι. Τίποτε δεν μου βγάζει από το μυαλό ότι στην καλύτερη περίπτωση μιλάμε για μικροαναλαμπές. Το παιδί στην ουσία έχει τελειώσει. Δεν έχω την παραμικρή ελπίδα. Η κ. Βασιλεία μου λέει πώς δεν έχω πίστη. Ποιός ξέρει; Μπορεί και να ‘χει δίκιο…
Ο γιατρός έλεγε πώς η Όλγα θα τελειώσει το βράδυ της Κυριακής. Βρισκόμαστε στην Τετάρτη και το κορίτσι σταδιακά, αν και διακριτικά, αφήνει κάποιες ασαφείς ανάσες ζωής και επικοινωνίας. Και μας χωρίζει στους πιστεύοντες που ελπίζουν για ζωή και στους σκεπτόμενους που περιμένουν τον θάνατο.
Εγώ ζω στην κρυάδα των δεύτερων και με παρέα τη λογική μου αποχαιρετώ την οικογένεια για την Ελλάδα… Ένα ειδικό ιατρικό όχημα μεταφέρει το παιδί στη Νέα Υόρκη στην κατάσταση που περιγράψαμε. Συνοδεία νοσοκόμου θα μεταφερθεί με το κρεβατάκι του στην Ελλάδα. Εκεί αποφασίστηκε να… πεθάνει.
Την Παρασκευή τηλεφωνούμε σε κάποιο τηλέφωνο που μας έδωσαν να μάθουμε τα νέα. Η Όλγα λένε, σταδιακά βελτιώνεται, αλλά είναι ακόμη σε λήθαργο. Απλά, κάπως επικοινωνεί. Θα κάνουν εξετάσεις το Σάββατο. Κανονίσαμε τηλεφωνική επικοινωνία την Τρίτη, δέκα μέρες μετά την οριστική διάγνωση του επικείμενου θανάτου. Προσπαθούμε ατέλειωτες φορές να τους βρούμε. Καμία απάντηση… Υποθέτουμε ότι η Όλγα τελείωσε και οι γονείς της πήγαν στο χωριό να τη θάψουν και κάπως να ξεκουραστούν. Ύστερα από άλλες δύο εβδομάδες, βρίσκουμε έναν παπά, και της διαβάζουμε ένα τρισάγιο… από την καρδιά μας.
Πέρασε ο Μάιος, πέρασε ο Ιούνιος, μπήκε και ο Ιούλιος. Καμία πληροφορία δεν άλλαξε το σκηνικό. Ήλθαν άλλα παιδάκια στο Νοσοκομείο από την Ελλάδα, ανάλογες εντάσεις, ανάμεικτη η χαρά με τον πόνο σε καθημερινή βάση.
 
Δευτέρα 8 Ιουλίου. Μόλις έφθασα στην Αθήνα από το Λονδίνο. Σκέφθηκα να δοκιμάσω να κάνω μερικά τηλεφωνήματα. Παίρνω και την κ. Μαρία και τον κ. Κώστα. Μπορεί να έχουν επιστρέψει.
-Ποιός είναι, παρακαλώ; Ακούγεται μια λεπτή παιδική φωνούλα από την άλλη μεριά του καλωδίου.
-Ποιά είσαι εσύ; Ρωτώ αιφνιδιασμένος.
-Είμαι η Ολγίτσα, απαντά η παιδική φωνή.
-Η Ολγίτσα; Ποιά Ολγίτσα; Ξαναρωτώ αμήχανα.
Μου λέει πλήρες το όνομά της και με αρκετή σπιρτάδα εκφράζει με επιτυχία την υποψία της για την ταυτότητά μου. η Παναγίτσα, λέει έκανε το θαύμα της και με προσκαλεί να πάω στο σπίτι τους για να της κάνω ερωτήσεις στη Γεωγραφία, στην Αριθμητική κλπ. Προσκαλεί εμένα αυτή, της οποίας εγώ βιάστηκα να κάνω και το τρισάγιο. Για την ψυχή της…
Ζητώ τη μητέρα της στο τηλέφωνο.
-«Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών!», μου λέει με την καρδιά της η κ. Μαρία.
Κλείνω το τηλέφωνο και φεύγω. Κατ’ ευθείαν στο σπίτι. Μου ανοίγει την πόρτα ένα χαριτωμένο κοριτσάκι. Είχαν αρχίσει να φυτρώνουν τα μαλλάκια της. Ήταν λίγο υπερκινητική, αλλά εκφραστική και ολοζώντανη. Της έκανα και τις ερωτήσεις που μου ζήτησε. Απαντούσε χαριτωμένα. Ένοιωθα να παίζω μαζί της. Ένοιωθα να με έχει προδώσει και ο ορθολογισμός μου. Δεν πίστευα αυτό που έβλεπα. Προηγουμένως πίστευα αυτό που δεν έβλεπα. Η ζωή της Όλγας αποτελεί το ισχυρότερο ως τώρα ράπισμα της ολιγοπιστίας μου.
Έχουν περάσει είκοσι χρόνια. Η Όλγα έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο, δίνει χαρά και σοφία στους γονείς της, έχει αποκτήσει και μικρότερη αδελφή, έχει γίνει ολόκληρη κοπέλα, έχει διαψεύσει τους καλύτερους επιστήμονες στον κόσμο, έχει ξεσχίσει και τη λογική και την εμπειρία των στατιστικών και των αισθήσεων, έχει επιβεβαιώσει ότι «όπου Θεός βούλεται νικάται φύσεως τάξις» και ότι πράγματι και στις μέρες μας «ζει Κύριος Παντοκράτωρ».

ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2012/04/blog-post_30.html#ixzz1yHLSqnXk

Λουκάς Νοταράς. Ένας μάρτυρας της Αλώσεως.

Λουκάς Νοταράς. Ένας μάρτυρας της Αλώσεως.

Κάθε που ζύγωνε 29 Μαΐου ο Γερο-Ζαχαρίας δεν είχε αναπαμό. Έπρεπε να ετοιμάσει το στάρι για το κόλλυβο των «Μαρτύρων της Άλωσης». Ξάκρινε το καθαρό σπυρί – σπυρί και το ‘βαζε να βράσει ήσυχα μέχρι ν’ ανοίξει σαν το ρόδο. Ύστερα το στέγνωνε κι έπιανε κατόπιν να το στολίζει χωρίς βιάση. Μάστορας δουλεμένος στην Αγιογραφία, έπιανε το χέρι του. Πάνω στη χιονάτη ζάχαρη θά ‘φτιαχνε το δικέφαλο αετό μέσα σε στολίδια απίστευτα.

«Μνήσθητι Κύριε ως αγαθός των δούλων Σου… », μονολογούσε και τα δάκρυα του τρέχανε ποτάμι. 
Μετά τη λειτουργία γίνηκε το τρισάγιο για τους κεκοιμημέμηνους». Κι άμα ο γέρο-Τρύφωνας πήρε να λέει το “αιωνία η μνήμη” ο Γερο-Ζαχαρίας σήμανε μονοκάμπανο λυπητερό όπως αρμόζει. Μετά πήρε το δίσκο κι άρχισε να μοιράζει το στάρι. Πρώτα στους πατέρες, έπειτα στους λαϊκούς. Αμάθητοι οι ξένοι από τέτοια έθιμα τον ρώτησαν για όλα τούτα τα παράδοξα. 
Ο Γερο-Ζαχαρίας τους πήρε παράμερα στο μεγάλο χαγιάτι κι άρχισε να τους μιλάει για τη Μεγάλη Τρίτη του 1453, για το κούρσεμα της Πόλης και τη θυσία του τελυταίου αυτοκράτορα. Ένιωθε χρέος ο σεβαστός Γέροντας να τους μνημονεύει όλους μέσα στη Θεία Λειτουργία και να μιλά γι’ αυτούς σ’ όσους ρωτούσαν να μάθουν.
Κάθε τόσο ο παππούς έκοβε τη διήγηση στη μέση καθώς η φωνή τσάκιζε από το κλάμα. Μα εκεί που βαλάντωνε ο γέροντας ήταν όταν μιλούσε για την ιστορία του άρχοντα Λουκά του Νοταρά που κρύφθηκε ή θυσία του, γιατί τη σκέπασε εκείνη του Παλαιολόγου.
– Το λοιπόν… είπε ό Γερο-Ζαχαρίας. Μετά το τριήμερο κούρσεμα της Πόλης και τη μοιρασιά των λαφύρων, ο σουλτάνος έκανε συμπόσιο για τη νίκη. Κάποιος τότε μπιστικός του για να φανεί καλός, τον συμβούλεψε να ζητήσει από το Νοταρά να του στείλει πεσκέσι το δεκατετράχρονο γιο του στο παλάτι. Κι αν τον έδινε με τη θέληση του, θα ‘δινε ο Σουλτάνος στο Νοταρά θέση ζηλευτή. Αλλιώς θα παίρνε σ’ όλους το κεφάλι. 
Ποιος ήταν ο Λουκάς ο Νοταράς; Ήταν ο πρώτος Βυζαντινός άρχοντας, από τις πιο μεγάλες μορφές στα τελευταία ελεύθερα χρόνια της  Βασιλεύουσας.
Με ψυχή παιδιού, μα φρόνημα λιονταρίσιο. Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος κρίνοντας άξια, τον έκαμε Πρωθυπουργό, Ύπατο του Κράτους, λειτουργό και Μέγα Δούκα. Νους λαμπερός ο Νοταράς είχε δει νωρίς τη λατινική απειλή και αντιστάθηκε σθεναρά.
 
Τώρα ο γίγαντας αυτός ήταν φυλακισμένος.
Ο Νοταράς στην Άλωση φρουρούσε τον Κεράτιο από το Πετρίο μέχρι την πύλη της Αγίας Θεοδοσίας, με 100 Ιππείς και 500 σφενδονήτες και τοξότες. Οι Τούρκοι είχαν μπει στην Πόλη, μα εκείνος αγωνιζόταν ακόμη. Και σαν τον κύκλωσαν ήρθε η αιχμαλωσία. Οι δυο γιοι του είχαν πέσει στα τείχη υπερασπίζοντας τον τόπο κι εκείνος πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με την Κυρά του, την κόρη, τον γαμπρό του κι ελπίδα στερνή το δεκατετράχρονο βλαστάρι του.
Και τώρα τούτο το αγγελούδι του το ζητούσε ο σουλτάνος.
– Δεν είναι συνήθεια σε μας, απάντησε ο Βυζαντινός άρχοντας, να δίνουμε με τα χέρια μας τα παιδιά μας στις ακολασίες σας. Θα ήταν καλύτερα ο ηγεμόνας να μας πάρει το κεφάλι.
Ο Νοταράς έστρεψε στοργικά το βλέμμα του στο παιδί του που στεκόταν ήρεμο, γεμάτο εμπιστοσύνη και σεβασμό προς τον πατέρα του. Η σκέψη του άρχοντα έτρεξε μακριά. Καμάρωσε το γιο του μικρό και τον φανταζότανε μεγάλο. Μα δεν γινόταν αλλιώς. Για νά ‘ναι σίγουρος πως το παιδί του θα φύγει ακηλίδωτο, ζήτησε το πρώτο αίμα να είναι του γιου του.
Ο πέλεκυς έπεσε. Ο Νοταράς στάθηκε μάρτυρας στο θάνατο του γιου του! Ακολούθησε ο γαμπρός του. Κι υστέρα εκείνος. Έλυσε την ασημένια πόρπη της χλαμύδας και πρότεινε περήφανα τον τράχηλο που στιγμή δεν είχε σκύψει στη ζωή του!
Η φύτρα των Νοταράδων πέρασε στον Παράδεισο.
Οι προσκυνητές στο άκουσμα της ιστορίας σταυροκοπήθηκαν. Ταπεινά φίλησαν το σεβάσμιο χέρι του Γέροντα κι έφυγαν.
Κι ο παππούλης πήρε δύο σπυριά για να συχωρέσει. Ο Θεός να σας αναπαύσει, αδέλφια μου, είπε.
Πειραϊκή Εκκλησία

Πηγή:  http://koukfamily.blogspot.com/2012/05/blog-post_2777.html

Τα αίτια της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, κατά τον Ιωσήφ τον Βρυέννιον

 Τα αίτια της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως,

κατά τον Ιωσήφ τον Βρυέννιον

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

      Η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως την 29η Μαΐου του 1453 ήταν το αποκορύφωμα της φθίνουσας δόξας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του λεγομένου Βυζαντίου. Γύρω από τα αίτια της πτώσης αυτής εγράφησαν πολλά, τα οποία παρουσιάζουν την κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία-Βυζάντιο, αφού είχε χαθή όλη η Μικρά Ασία, η Ανατολική Θράκη και είχε μείνει μόνον η Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της. Οι κατά καιρούς εχθροί είχαν προξενήσει μεγάλη ζημία, με αποκορύφωμα και τελειωτικό κτύπημα την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους, κατά την Δ Σταυροφορία την 13η Απριλίου του έτους 1204. Η μετά από λίγα χρόνια (1261) ανακατάληψή της και ελευθέρωσή της δεν προσέφερε ουσιαστικά πράγματα, διότι ήδη η Πόλη είχε καταστραφή και λεηλατηθή ολοσχερώς.

Πέρα από τα πολιτικά και κοινωνικά αίτια που συνετέλεσαν στην πτώση της Κωνσταντινουπόλεως πρέπει να σημειωθούν ιδιαιτέρως τα πνευματικά αίτια στα οποία συνήθως δεν δίνουμε μεγάλη σημασία.

Άλλωστε κατά την ορθόδοξη θεολογία ο Θεός διευθύνει τον κόσμο με τις άκτιστες ενεργειές Του, και η προσωπική Του επέμβαση εκδηλώνεται με την ευδοκία Του, την μακροθυμία Του, την παραχώρηση των ποικίλων πειρασμών κλπ. Σε αυτά τα πνευματικά αίτια αναφέρεται ο μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος, διδάσκαλος του γένους και ομολογητής της πίστεως, που έζησε στις τελευταίες στιγμές της ζωής της Βασιλεύουσας και άκουγε τον ρόγχο του θανάτου της.

Ο Ιωσήφ Βρυέννιος, διδάσκαλος του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, σύμφωνα με μελέτη του αειμνήστου Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικολάου Τωμαδάκη, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 1350 μ.Χ., εκάρη μοναχός στην Μονή Στουδίου, υπήρξε ασκητής με πατερικό φρόνημα, ανεδείχθηκε μεγάλος λόγιος και διδάσκαλος του γένους, τον οποίον συμβουλεύονταν οι Αυτοκράτορες και οι Πατριάρχες, και αποστελλόταν από τον Αυτοκράτορα σε διάφορες κρίσιμες αποστολές, όπως την Κύπρο και την Κρήτη, ομιλούσε κατά τις επίσημες ημέρες στο Παλάτι, συμμετείχε στις προετοιμασίες για την συζήτηση των Ορθοδόξων με τους Λατίνους, για την «ένωση των Εκκλησιών» και κοιμήθηκε περί το 1431, περίπου είκοσι δύο (22) χρόνια πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Όπως γράφει ο Αρχιμ. Ειρηναίος Δεληδήμος, στην εισαγωγή των έργων του που εξεδόθησαν από τον εκδοτικό οίκο Βασιλείου Ρηγόπουλου, «ο Ιωσήφ Βρυέννιος κατά τα έτη 1401-1431 ανεγνωρίζετο ως ο κορυφαίος λόγιος εν Κωνσταντινουπόλει».

Ο Ιωσήφ Βρυέννιος την Μ. Παρασκευή (14 Απριλίου) του έτους 1419, τριανταπέντε περίπου χρόνια πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, εξεφώνησε ένα λόγο στο Παλάτι «επί παρουσία βασιλέων, και των εν τέλει, και συνελεύσει των εξαιρέτων του γένους ημών, και της βασιλίδος ταύτης των πόλεων», όπως χαρακτηριστικά γράφεται στην επικεφαλίδα.

Όπως λέγει σε άλλα κείμενά του, στην Κωνσταντινούπολη την εποχή εκείνη ζούσαν περίπου 70.000 κάτοικοι και μάλιστα ο ίδιος έκανε έκκληση στους Κωνσταντινουπολίτας, χωρίς να υπάρχη ανταπόκριση, να συντελέσουν στην ανοικοδόμηση των τειχών της, εν όψει του μεγάλου κινδύνου. Όμως οι κάτοικοι, ιδιαιτέρως οι πλούσιοι, ασχολούμενοι με την αύξηση των ατομικών τους εσόδων, αδιαφορούσαν, με αποτέλεσμα η πόλη να ομοιάζη, όπως λέγει, με «σεσαθρωμένον» πλοίον που ήταν έτοιμο να βυθισθή.

Στον λόγο του αυτόν που αναφερόμαστε, ο διακεκριμένος αυτός λόγιος μοναχός, ομιλώντας μπροστά στους επισήμους άρχοντες της Κωνσταντινουπόλεως, εξέθεσε ανάγλυφα και παραστατικά τα πνευματικά αίτια της επερχομένης πτώσεως της Βασιλευούσης. Και είναι σημαντική αυτή η μαρτυρία γιατί προέρχεται από έναν λόγιο μοναχό και ασκητή, με ήθος, παιδεία και πατερικό φρόνημα, τον οποίον σέβονταν οι πάντες την εποχή εκείνη και ο οποίος έζησε στα χρόνια εκείνα που οι κάτοικοι έβλεπαν τον επερχόμενο όλεθρο.

Το περιεχόμενο του λόγου αυτού αναλύεται στην επικεφαλίδα: «δια το πωλείσθαι καθ’ εκάστην το του Χριστού σώμα και αίμα παρά των ούτω λεγομένων πνευματικών, και αγοράζεσθαι παρ’ ημών, οίμοι! το ημέτερον γένος αφανισμώ παραδίδοται και Ισμαηλίταις περιπίπτει». Δηλαδή, το γένος αφανίζεται και πέφτει στους Ισμαηλίτες – Μωαμεθανούς, διότι πωλείται το σώμα και το αίμα του Χριστού από τους λεγομένους πνευματικούς και αγοράζεται από τους Χριστιανούς.

Στην αρχή του λόγου του ο Ιωσήφ Βρυέννιος εκφράζει την οδύνη του, αφού το γένος περιστοιχίζεται από δεινά, τα οποία, όπως λέγει, «δάκνει μου την καρδίαν, συγχεί τον νουν και οδυνά την ψυχήν». Κάνει λόγο για την «ολόσωμον πληγήν» και την «νόσον καθολικήν». Το γένος έχει περιπέσει σε ποικίλα πάθη και αμαρτίες. Όλοι οι Χριστιανοί έγιναν «υπερήφανοι, αλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, αχάριστοι, απειθείς, λιποτάκται, ανόσιοι, αμετανόητοι, αδιάλλακτοι». Έγιναν οι άρχοντες κοινωνοί ανόμων, οι υπεύθυνοι άρπαγες, οι κριτές δωρολήπτες, οι μεσίτες ψευδείς, οι νεώτεροι ακόλαστοι, οι γηράσαντες μεθυσμένοι, οι αστοί εμπαίκτες, οι χωρικοί άλαλοι, «και οι πάντες αχρείοι». Συγχρόνως με την γενική κατάπτωση των ανθρώπων χάθηκε «ευλαβής από της γης, εξέλιπε στοχαστής, ουχ εύρηται φρόνιμος». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον επέπεσαν εκ δυσμών και εξ ανατολών διάφοροι εχθροί και λυμαίνονται την αυτοκρατορία.

Στην συνέχεια αναφέρεται στο μεγαλύτερο αμάρτημα που έγινε στην ιστορία, δηλαδή την προδοσία του Ιούδα, η οποία συνίσταται στο «πωληθήναι τιμής και αγορασθήναι τον Κύριον», δηλαδή ο Ιούδας επώλησε τον Κύριο, τον Οποίον αγόρασαν οι Εβραίοι. Αυτό το ανοσιούργημα, όπως λέγει, γίνεται στις ημέρες μας, αφού οι πολλοί από τους λεγομένους πνευματικούς πωλούν τον Κύριο και «αγοράζει δε πας ο έχων αργύριον και βουλόμενος». Προφανώς πρόκειται για το ότι οι λεγόμενοι πνευματικοί χορηγούσαν άφεση αμαρτιών με την λήψη χρημάτων. Αλλά και πολλοί από τους ιερείς ασελγούν εν επιγνώσει, αφού και αυτοί διακατέχονται από αυτά τα πάθη και προσέρχονται να λειτουργούν στην σεβασμία Τράπεζα αναιδώς. Αναφέρεται διεξοδικώς στην κατάπτωση της Εκκλησίας, αφού οι ποιμένες έχουν απομακρυνθή από την διδασκαλία και τα όρια που είχαν θέσει οι Πατέρες. Αλλά και οι μοναχοί έχουν χάσει τον προορισμό τους και ασχολούνται με άλλα ζητήματα, αφού υπάρχουν μοναχοί «και τρία και πέντε, και επτά έχοντες αδελφάτα εκ διαφόρων αυτοίς αφεθέντα προσώπων».

Ο όρος «αδελφάτο» σημαίνει «επιτροπεία διευθύνουσα αγαθοεργόν κατάστημα» (Δημητράκου) που ανήκει στους Δήμους. Με γενική έννοια αδελφάτο είναι «σύλλογος, σωματείο με ιδιαίτερα στενούς δεσμούς μεταξύ των μελών του» η ακόμη «επιτροπή με διαχειριστικά καθήκοντα σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, ναούς, νοσοκομεία» (Μπαμπινιώτης). Στην περίπτωση αυτή με τον όρο αδελφάτα μάλλον εννοούνται μερίδια της Μονής που παραλαμβάνουν και κατέχουν και οι εκτός της Μονής ζώντες μοναχοί που τα εκμεταλλεύονται, οπότε ένας τέτοιος μοναχός μάλλον πρέπει να καλήται «ληστής» και η ενέργεια αυτή «τόκος εστι, και τόκου χείρον, ιεροκαπηλία λεγόμενον», διότι κρατεί τα αδελφάτα των πτωχευόντων μοναστηρίων ενέχυρα για τόκο. Πρόκειται για αλλοίωση του μοναχισμού, ο οποίος έχασε την ησυχαστική παράδοση και μεταβλήθηκε σε υλική εκμετάλλευση των μοναστηριών.

Και αφού κάνει μεγάλη ανάλυση αυτής της καταστάσεως που παρατηρείται στους άρχοντες και τον λαό, τους Κληρικούς και τους μοναχούς, τους αστούς και τους χωρικούς, καταλήγει στον υπέροχο αυτόν και σημαντικό του λόγο σε μια ανακεφαλαίωση, στην οποία δίνει τις κατάλληλες συμβουλές για να αποφύγουν το κακό, το οποίο βλέπει καθαρά να έρχεται.

Λέγει ότι βλέποντας πριν σαράντα χρόνια να ερημώνωνται οι πόλεις, να αφανίζωνται οι χώρες, να καίγωνται οι Εκκλησίες, να βεβηλώνωνται τα άγια και να δίδωνται τα ιερά σκεύη στα σκυλιά και «παν το ημέτερον γένος, δουλεία παραδιδόμενον και μαχαίρα», προσευχόταν στον Θεό να του αποκαλύψη για το που οφείλεται αυτή η εγκατάλειψη του λαού και «η τοσαύτη του Θεού αγανάκτησις καθ ?μ?ν». Και μετά από πολλές προσευχές βρήκε ποιό είναι το αίτιο και θέλει να το αποκαλύψη, την ημέρα αυτή, ενώπιον των Βασιλέων και των αρχόντων και όλου του λαού, γιατί φοβάται, μήπως τιμωρηθή αν σιωπήση. Και η αιτία της οργής του Θεού και της δικαίας Του αγανακτήσεως κατά των Ρωμαίων είναι «το πωλείσθαι καθ’ εκάστην το του Χριστού σώμα και αίμα, παρά των λεγομένων πνευματικών και αγοράζεσθαι προς υμών των χριστιανών».

Διαμαρτύρεται για το γεγονός αυτό και επικαλείται ως μάρτυρες τον χορό των αγίων και των αγγέλων. Ζητά από τους άρχοντες τον Κλήρο και τον λαό να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στον Θεό για να γίνη «η του γένους ανάκλησις» και να είναι μαζί τους ο Θεός, γιατί διαφορετικά θα πάθουν χειρότερα από εκείνα που έπαθεν η παλαιά Ιερουσαλήμ, που κυριεύθηκε από τους εχθρούς. Σαφώς εδώ αναφέρεται στην πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, της νέας Ιερουσαλήμ. Ζητά από τους κατοίκους να μετανοήσουν, γιατί αν δεν γίνη αυτό, η καταστροφή θα είναι τόσο μεγάλη που όλα τα έθνη και οι μέλλουσες γενεές θα λένε σε παρόμοιες περιπτώσεις: «μη πάθοιμεν α οι Ρωμαίοι πεπόνθασιν». Εδώ πρέπει να παρατηρηθή ότι παραμονές της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως και της Αυτοκρατορίας οι κάτοικοί της δεν λέγονταν Βυζαντινοί -που ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τους Φράγκους- αλλά Ρωμαίοι.

Δεν αρκείται, όμως, ο Ιωσήφ Βρυέννιος σε γενικές προτροπές για μετάνοια, αλλά την συγκεκριμενοποιεί και με αυτόν τον τρόπο αναλύει στην πραγματικότητα τι θα πη να πωλούν το σώμα και το αίμα του Χριστού, δηλαδή αναφέρεται στην ανάξια μετάληψη του σώματος και του αίματος του Χριστού, την τέλεση διαφόρων αμαρτιών από Κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, τις οποίες δεν εξομολογούνται και την προδοσία της πίστεως. Με αυτούς τους τρόπους γίνεται ασέβεια στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Δίνει τέσσερεις συμβουλές και κατευθύνσεις μετανοίας.

Η πρώτη είναι οι πνευματικοί να μη λαμβάνουν χρήματα από τους εξομολογουμένους. Η δεύτερη συμβουλή είναι να μη κρατούν οι Ιερείς ενέχυρα για τόκους, να μη λαμβάνη κάποιος μοναχός η μονάστρια τόκους, ούτε οι εκτός της Μονής να κρατούν αδελφάτα πάνω από δύο ο καθένας και μετά παρέλευση δέκα χρόνων, και να μη κοινωνή κανείς των αχράντων μυστηρίων από εκείνους που είναι τελώνες και άδικοι, αν δεν αποκαταστήση και επιστρέψη το αδίκημα. Η τρίτη συμβουλή είναι να μη κοινωνή κανείς από του σώματος και του αίματος του Χριστού, «της αμαρτίας έτι ενεργουμένης» -αν δεν έχη μετανοήσει και δεν ελευθερώθηκε από την αμαρτία- εκτός και εάν μετά την εξομολόγηση είναι βαριά ασθενής προς θάνατον. Και η τέταρτη συμβουλή είναι «μηδείς ιερέων τοις δυσσεβούσιν ιερεύσι συλλειτουργή (εννοεί τους λατίνους και λατινόφρονας) μηδέ τις των κοσμικών αυτούς εκδική».

Και επειδή μερικοί ισχυρίζονταν ότι πριν αποθάνη κανείς θα έπρεπε να κοινωνήση χωρίς τις αναγκαίες προϋποθέσεις, ο Ιωσήφ Βρυέννιος λέγει ότι κανένας δεν πήγε στην Κόλαση, επειδή δεν πρόλαβε να κοινωνήση των Αχράντων Μυστηρίων, την τελευταία στιγμή -εννοείται αφού ζούσε σε μετάνοια μέσα στην Εκκλησία- αλλά μύριοι κολάσθηκαν «δια το αναξίως μεταλαβείν». Γι’ αυτό συνιστά στους Χριστιανούς να εξομολογούνται και να τηρούν τον χρόνο αποχής από την θεία Κοινωνία που θα επιβληθή από τον πνευματικό για την θεραπεία κάθε αμαρτήματος. Επίσης, μετά βεβαιότητος λέγει: «κρείσσων γαρ η αποχή τούτου μετ’ ευλαβείας και φόβου, ήπερ η μετάληψις μετά τόλμης και αναξιότητος, πίστευσον».

Είναι σημαντικός αυτός ο λόγος του μεγάλου διδασκάλου του γένους μας πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως που δείχνει ποιά είναι τα πνευματικά αίτια της πτώσεως της Βασιλευούσης των πόλεων και ποιά πρέπει να είναι η αληθινή ζωή των Κληρικών και Χριστιανών που θέλουν να είναι και να λέγωνται ορθόδοξοι Χριστιανοί.

Τα διάφορα δεινά έχουν κυρίως και προ παντός πνευματικά αίτια, έστω κι αν δεν θέλουμε να τα εντοπίζουμε. Δεν πρέπει να παραμένουμε μόνον σε πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες, αλλά θα πρέπη να βλέπουμε και την πνευματική διάσταση του θέματος, αφού ο Θεός διευθύνει την ιστορία. Άλλωστε η χιλιόχρονη Ρωμαϊκή – Βυζαντινή Αυτοκρατορία διατηρήθηκε τόσα χρόνια, γιατί βίωνε την ορθόδοξη πίστη, αφού το πρότυπό της, κατά βάση, ήταν ο αγιασμός και η συμμετοχή στην δόξα του Θεού.

Επίσης, από τον προφητικό και πατερικό αυτόν λόγο του Ιωσήφ Βρυεννίου φαίνεται ότι πρέπει να μάθουμε «πως δει εν οίκω Θεού αναστρέφεσθαι ήτις εστιν εκκλησία Θεού ζώντος, στύλος και έδραιωμα της αληθείας» (Α’ Τιμ. γ , 15). Αυτό αναφέρεται στον κατάλληλο τρόπο προσελεύσεως στα άγια Μυστήρια, στην προσπάθεια να τηρούμε τις εντολές του Χριστού στην καθημερινή μας ζωή, και στον αγώνα να διατηρούμε ανόθευτη την ορθόδοξη πίστη.

Αυτοί οι λόγοι του Ιωσήφ Βρυεννίου αναφέρονται και σε μας, αφού τόσο στην εθνική, όσο και στην οικογενειακή και προσωπική μας ζωή, πρέπει να στηριζόμαστε σε πνευματικά θεμέλια. Τα χωρία «μακάριος ο λαός ου εστι βοηθός Κύριος ο Θεός αυτού» και «μακάριοι πάντες οι φοβούμενοι τον Κύριον» έχουν πνευματική εφαρμογή και συνιστούν τον λεγόμενο πνευματικό νόμο. Εάν ζούμε απρεπώς, τότε ο Θεός προς παιδαγωγία και από αγάπη επιτρέπει διάφορα δεινά για να μετανοήσουμε.

Ο προφητικός λόγος του διδασκάλου του γένους μας Ιωσήφ Βρυεννίου είναι επίκαιρος.

 ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: http://www.parembasis.gr 

http://www.egolpion.com/aitia_ptwshs.el.aspx

 

ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΧΘΡΕΥΟΝΤΑΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ; Αγίου Λουκά, Αρχιεπισκόπου Κριμαίας

 «Και ελθόντι αυτώ εις το ιερόν προσήλθον αυτώ διδάσκοντι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι τον λαού λέγοντες·  εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς, και τις σοι έδωκε την εξουσίαν ταύτην;» (Μτ. 21, 23). Γιατί έκαναν στον Κύριο Ιησού Χριστό μία τέτοια ερώτηση; Και είναι σίγουρο ότι τον ρώτησαν με θυμό. «Πώς τολμάς εσύ να διδάσκεις το λαό; Ποιος σου το επέτρεψε, ποιος σου έδωσε αυτό το δικαίωμα; Εμείς μόνον έχουμε την εξουσία να διδάσκουμε το λαό».

Την απάντηση που τους έδωσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να δώσει. Αν στη θέση του βρισκόταν κάποιος που δεν είχε εξουσία να διδάσκει θα έχανε τον εαυτό του μπροστά στους αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους και το πρώτο πράγμα που θα προσπαθούσε να κάνει θα ήταν να δικαιολο­γήσει τον εαυτό του. Ο Χριστός δεν τους απάντησε ευθέως. Τους έδωσε μία απάντηση που δεν την περίμε­ναν. Αντί να δικαιολογεί τον εαυτό του και να τους προβάλλει επιχειρήματα, που να δικαιολογούσαν την εξουσία του να διδάσκει τον λαό, τους ελέγχει και τους αναγκάζει να παραδεχτούν πως δεν έχουν δίκαιο σ’ αυτά που λένε.

Τους είπε: «Ερωτήσω υμάς καγώ λόγον ένα, ον εάν είπητέ μοι, καγώ υμίν ερώ εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ. Το βάπτισμα Ιωάννου πόθεν ην, εξ ουρανού ή εξ ανθρώπων; οι δε διελογίζοντο παρ’ εαυτοίς λέγο­ντες· εάν είπωμεν, έξ ουρανού, ερεί ημίν, διατί ουν ουκ επιστεύσατε αυτώ· εάν δε είπωμεν, εξ ανθρώπων, φοβούμεθα τον όχλον· πάντες γαρ έχουσι τον Ιωάννην ως προφήτην. Και αποκριθέντες τω Ιησού είπον· ουκ οίδαμεν. έφη αυτοίς και αυτός· ουδέ εγώ λέγω υμίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ» (Μτ. 21, 24-27).

Μ’ αυτή την απάντηση ο Κύριος τους έφερε σε αδιέξοδο. Τους ανάγκασε να αποκαλύψουν μπρο­στά σε όλους τη δολιότητα και την ακαθαρσία τους. Και αφού όλοι είδαν την υποκρισία και την πονηριά τους, πως τολμούν να Τον ρωτάνε με ποια εξουσία το κάνει; Γι’ αυτό Του είπαν μόνο «ουκ οίδαμεν».

Ήξεραν, ήξεραν πάρα πολύ καλά, αλλά δεν ήθελαν να απαντήσουν. Γνώριζαν ότι το βάπτισμα του Ιωάννη ήταν από τον Θεό. Όλος ο απλός λαός, άνθρωποι με καθαρή καρδιά, πίστευε ότι το βάπτισμα του Ιωάννου ήταν από τον Θεό. Με προσοχή και ευλάβεια άκουγε ο λαός το κήρυγμα της μετανοίας. Είναι αδύνατον να μην καταλάβαιναν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού ότι ο Ιωάννης είναι μεγάλος προφήτης και απεσταλμένος του Θεού. Μερικοί απ’ αυτούς πήγαν στον Ιωάννη και έλαβαν το βάπτισμά του, αλλά τέτοιοι ήταν λίγοι. Οι περισσότεροι δεν το δεχόταν γιατί είχαν στο νου τους τον εξής λογισμό: «Είναι δυνατόν εμείς οι πνευματικοί ηγέτες του λαού να πάμε στον Ιωάννη; Πώς θα λάβουμε το βάπτισμἀ του; Πώς θα μετανοήσουμε ενώπιον όλου του λαού; Αν το κάνουμε αυτό θα πληγεί το κύρος μας. Ο λαός μάς θεωρεί μεγάλους πνευματικούς ηγέτες, δεν μπορούμε εμείς να πάμε στον Ιωάννη, για να μην πέσουμε στα μάτια του λαού».

Οι άνθρωποι αυτοί ήταν πλανεμένοι, δεν ήθελαν να παραδεχτούν την αλήθεια, δεν ήθελαν να ακολου­θήσουν την οδό της δικαιοσύνης γιατί αυτό δεν θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους. Πώς να παραχωρή­σουν τα πρωτεία τους στον Ιωάννη ή στον Ιησού; Η καρδιά τους δεν μπορούσε να ησυχάσει· παρακολου­θούσαν το Χριστό, το κήρυγμά Του και Τον ζήλευαν. Έβλεπαν τη δύναμη του λόγου Του, έβλεπαν πως ο λαός Τον ακολουθεί και αυτό τους τρόμαζε. Αν ακολου­θούν το Χριστό, τότε αυτό σημαίνει ότι προτιμούν Αυτόν. Γι’ αυτό Τον μισούσαν και Του δημιουργούσαν εμπόδια…

Αυτοί λοιπόν ήταν οι αρχιερείς, οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι. Αλλά και μεταξύ μας υπάρχουν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι. Τέτοιοι υπήρχαν πάντα αρκετοί σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλους τους λαούς. Πολλές φορές δεν θέλουμε να παραδεχτούμε την αλήθεια, η οποία είναι φανερή και το καταλαβαίνουμε στο βάθος της καρδιάς μας. Στασιά­ζουμε εναντίον της αλήθειας, αυτή μας εμποδίζει γιατί η οδός που ακολουθούμε δεν είναι η οδός της δικαιοσύ­νης. Μόνοι μας βάλαμε για μας τους σκοπούς που θέλουμε να πετύχουμε στη ζωή μας. Και οι σκοποί αυτοί απέχουν μακριά από τους πραγματικούς που είναι η αγιότητα και η δικαιοσύνη. Έτσι και ο δρόμος που ακολουθούμε είναι σύμφωνος με τους σκοπούς μας. Γι’ αυτό όταν βλέπουμε το φως της αλήθειας να λάμπει μπροστά μας, την πρώτη στιγμή χάνουμε τον εαυτό μας, μετά αρχίζουμε να μισούμε την αλήθεια, να την αποστρεφόμαστε και στο τέλος να την πολεμάμε.

Δεχόμαστε μόνο εκείνες τις διδασκαλίες που τρέφουν την φιλαυτία και τον εγωισμό μας και μάς βοηθάνε να ακολουθούμε το δικό μας δρόμο, το δρόμο της αμαρτίας. Πολεμάμε κάθε τι που έρχεται σε αντίθεση με τους σκοπούς μας, κάθε τι που ελέγχει την ματαιότητα του λανθασμένου δρόμου μας. Πολεμάμε την αλήθεια γιατί ακολουθούμε τις διδασκαλίες που μόνοι μας δημιουργήσαμε ή που τις έχουμε ακούσει από τους άλλους. Αυτές που είναι σύμφωνες με την επιθυμία μας, για να ζούμε καλά σ’ αυτή τη ζωή.

Ότι συμφωνεί με τους σκοπούς μας και το δρόμο που έχουμε διαλέξει, το θεωρούμε αληθινό. Το δεχόμαστε ανεπιφύλακτα και το προβάλλουμε ως επιχείρημα για να υπερασπίσουμε τις δικές μας πεποιθήσεις και τις λανθασμέ­νες διδασκαλίες που ακολουθούμε, οι οποίες δεν συμφωνούν μ’ αυτά που δίδασκε ο Χριστός και για τις οποίες στο βάθος της καρδιάς μας γνωρίζουμε πως δεν είναι σωστές. Και όταν ακούμε το κήρυγμα του Χρίστου προβάλλουμε αντιρρήσεις όσο περισσότερες μπορούμε. Μπορεί και να μην είναι αλήθεια αυτό που λέμε, αυτό όμως δεν μάς σταματάει.

Μήπως και κάποιος από μας, αν βρισκόταν στη θέση που βρέθηκαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού, θα έκανε αυτό που έκαναν και εκείνοι και στην ερώτηση του Κυρίου θα απαντούσε: «Δεν γνωρίζω»; Μπορεί. Αλλά θα μπορούσε να κάνει και κάτι χειρότερο – αντί να παραδεχτεί την αλήθεια, να άρχιζε να την διαστρεβλώνει, να ψευδολογεί και να την βλασφημά. Αυτό συναντάμε πολλές φορές στους ανθρώπους που έχουν αρνηθεί τον Χριστό και ακολουθούν το δικό τους δρόμο.

Απ’ αυτό να μάς φυλάξει ο Κύριος, να μη γίνουμε όμοιοι με τους γραμματείς και τους φαρισαίους. Να μάς βοηθήσει να ακολουθούμε πάντα την οδό της δικαιοσύνης μέσα στο φως του Χρίστου. Αμήν.

Η «Πνευματική Διαθήκη» του Αγίου Λουκά του Ιατρού.

Η «Πνευματική Διαθήκη» του Αγίου Λουκά του Ιατρού.

Με ιδιαίτερη χαρά κυκλοφορούμε την «Πνευματική Διαθήκη» του αγίου Λουκά, που μέχρι τώρα παρέμενε ανέκδοτη και άγνωστη. Την φύλασσε όλ’ αυτά τα χρόνια η εγ­γονή του αγίου Λουκά, Μαρία Δημητρίεβνα, η οποία ζει στη Συμφερούπολη και είχε την ιδιαίτερη ευλογία να ζήσει μαζί με τον άγιο τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του. Όταν το 1946 ο άγιος Λουκάς ανέλαβε την διαποίμανση της Αρχιεπισκο­πής Συμφερουπόλεως και Κριμαίας, εγκαταστάθηκε σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στην οδό Γκοσπιτάλναγια απέναντι από τον Ναό της Αγίας Τριάδος. Η μικρή πολυκατοι­κία είχε και άλλα διαμερίσματα. Ήταν η περίοδος αμέσως μετά τον πόλεμο και η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων σ’ όλη την Σοβιετική Ένωση βρισκόταν σε δεινή κατάσταση. Φτώχεια, ανέχεια, πείνα, μάστιζαν τον πληθυσμό. Ο άγιος Λουκάς έκανε τεράστιους αγώνες να απαλύνει τον πόνο των ανθρώπων.

Δεν ξέχασε όμως και τα συγγενικά του πρόσωπα. Κάποια απ’ αυτά προσκάλεσε στη Συμφερούπολη και εγκα­ταστάθηκαν στην ίδια πολυκατοικία, στα διπλανά διαμερίσματα. Οι συγγενείς και τα παιδιά τους βοηθούσαν τον άγιο και συμπαραστέκονταν στο έργο του. Οι εμπειρίες από την συναναστροφή με τον άγιο είναι πολλές και οι αναμνήσεις έντονες. Το πρόσωπο που κυρίως βοηθούσε τον άγιο στο φιλανθρωπικό του έργο ήταν η ανι­ψιά του Βέρα Προζορόβκαγια, κόρη του αδελφού του Βλαδίμηρου και μητέρα της Μαρίας. Πολλά προσωπικά α­ντικείμενα του αγίου Λουκά διαφυλάχθηκαν από την οικογένεια της Βέρας και, όταν δημιουργήθηκε το μουσείο του αγίου στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδας, η οικογένεια τα παραχώρησε. Ελάχιστα κειμήλια παρέμειναν στην εγγονή του. Ένα απ’ αυτά ήταν και η πνευματική διαθήκη του αγίου που με πολλή καλοσύνη μας εμπιστεύθη­κε η κ. Μαρία Δημητρίεβνα.

Η Πνευματική Διαθήκη απευθύνεται στα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονα του αγίου. Θα πρέπει να σημειώ­σουμε ότι μαζί με τον πατέρα υπέφεραν και τα τέσσερα παιδιά του. Δοκίμασαν την πίκρα της διπλής ορφάνιας και του κατατρεγμού. Θεωρούνταν παιδιά ενός «εχθρού του λαού» και αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες. Επό­μενο ήταν να θεωρούν ακατανόητη την απόφαση του πατέρα τους να ιερωθή. Για όλα τα δεινά που υπέστη η οικογένεια θεωρούσαν υπεύθυνη την Εκκλησία. Και το ερώτημα που συνεχώς ταλάνιζε τις ψυχές τους, όπως και πολλούς ανθρώπους που τον γνώρισαν ήταν: Γιατί ένας διάσημος και τόσο πετυχημένος καθηγητής της χειρουργικής πήρε μια τόσο μεγάλη απόφαση να χειροτονηθεί ιερέας και μάλιστα σε μια περίοδο διωγμού της Εκκλησίας; Πώς ένας δοξασμένος επιστήμονας αφιερώθηκε στην υπηρεσία μιας «ξεπερασμένης υπόθεσης» της θρησκείας; Τι είχε να κερδίσει ο μεγάλος αυτός δεξιοτέχνης της χειρουργικής από την ιερωσύνη; Σε πολλές επι­στολές του ο άγιος προσπαθεί να απολογηθεί και να εξηγήσει στα παιδιά του τον λόγο που αποφάσισε να πά­ρει αυτό τον μαρτυρικό δρόμο. Τα παιδιά του δείχνουν να μην τον καταλαβαίνουν. Και αυτός ήταν ένας ακόμη σταυρός για τον άγιο Λουκά. Ως τον θάνατό του δεν έπαυε να νουθετεί και, κυρίως, να προσεύχεται για τα παι­διά του, που είχαν τόσο πολύ επηρεασθεί, όπως και όλη η γενιά τους, από την αντιθρησκευτική προπαγάνδα.

Είναι συγκινητικό το γράμμα που απευθύνει στο μεγαλύτερο γιο του Μιχαήλ, στα μέσα της δεκαετίας του ’40.

«Να θυμάσαι, Μιχαήλ, ότι ο μοναχικός μου βίος και ο όρκος που έδωσα, το αξίωμά μου, η απόφαση να υπηρετώ τον Κύριο, αποτελούν για μένα το μεγαλύτερο ιερό και το πρώτιστο καθήκον. Ειλικρινά και εξ’ όλης της καρδιάς απαρ­νήθηκα τα εγκόσμια και την ιατρική μου καριέρα, η οποία, βέβαια, θα μπορούσε να ήταν πολύ επιτυχημένη, αλλά τώρα δεν έχει καμμιά σημασία για μένα. Όλη η χαρά μου και όλη η ζωή μου είναι να υπηρετώ τον Κύριο, τον οποίο πιστεύω…».

Το καλοκαίρι του 1956 ο άγιος βρίσκεται στην πόλη Αλούστα της Κριμαίας. Έχει χάσει την όρασή του. Κοντεύει να κλείσει τα ογδόντα χρόνια του και νοιώθει πως οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν. Αποφασίζει λοιπόν να συντάξει την «Πνευματική Διαθήκη» του προς τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά του. Είναι μια ύστατη προσπάθεια να βοηθήση τα παιδιά του να ξεφύγουν από την μέγγενη του αθεϊσμού, να αντισταθούν στο αντίχριστο ρεύμα της επο­χής, να ανακαλύψουν την «ύψιστη αλήθεια», τον Ιησού Χριστό, τηρώντας τις άγιες εντολές Του και υπηρετώντας τους πονεμένους ανθρώπους, τους «ελαχίστους αδελφούς» του Ιησού Χριστού.

Έχουμε την αίσθηση ότι η πνευματική διαθήκη του αγίου είναι και σήμερα εξαιρετικά επίκαιρη. Απευθύνεται και σε όλους εμάς, τα πνευματικά παιδιά του αγίου Λουκά, που τον τιμούμε και τον αγαπούμε.

Ας γίνουμε κι εμείς μιμητές του. Και σύμφωνα με την υπόσχεσή του θα μας επισκιάζουν οι πρεσβείες και οι προσευχές του, τώρα που βρίσκεται μπροστά στο θρόνο του Θεού και Δημιουργού μας.

Αρχ. Νεκτάριος-Άγιον Πάσχα 2009

 

ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΓΙΟΥΣ, ΤΗΝ ΚΟΡΗ, ΤΑ ΕΓΓΟΝΙΑ ΚΑΙ ΔΙΣΕΓΓΟΝΑ ΜΟΥ

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ

Είμαι πλέον 79 χρονών.  Η καρδιά μου εξασθενεί και οι δυνάμεις μου με εγκαταλείπουν. και είναι ολοφάνερο ότι πλησιάζει η ώρα της αναχώρησής μου από τούτη τη γη.

Ο Απ. Παύλος άφησε διαθήκη σε όλους τους Χριστιανούς. «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Δεν τολμώ βέβαια να πω προς όλους τους Χριστιανούς, αλλά σε σας, τα παιδιά μου, μπορώ να πω: Μιμηθείτε εμένα, όπως και εγώ τον Απ. Παύλο.

Ήταν σκληρή και δύσκολη η ζωή μου, αλλά ουδέποτε προσευχήθηκα στον Θεό να γίνει εύκολη. Διότι εί­ναι «στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν και ολίγοι εισιν οι ευρίσκοντες αυτήν» (Ματθ. 7, 14). Και ακόμη, «δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Πράξ. 15, 22). Διαβάστε ακόμη την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου. «Τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγα­θά σου εν τη ζωή σου και Λάζαρος ομοίως τα κακά. νυν δε ώδε παρακαλείται, συ δε οδυνάσαι» (Λουκ. 16, 25).

Για περισσότερα από 25 χρόνια η ζωή μου ήταν συνυφασμένη με την εργασία του αγροτικού χειρουργού και καθηγητή της χειρουργικής και μετά ένδεκα χρόνια διώξεων για το όνομα του Χριστού μέσα στις φυλακές και στις σκληρές εξορίες. Από το 1944 συνδύαζα την επίπονη διακονία του Επισκόπου με την θεραπεία των τραυματιών στο Ταμπώφ και μόλις το 1946 ολοκληρώθηκε η χειρουρ­γική μου δραστηριό­τητα και παρέμεινε μόνον η Αρχιερατική.

Στον πολύ κόσμο ήταν ακατανόητο πως μπορούσε ένας μεγάλος χειρουργός, που τιμήθηκε με το Α’ βραβείο Στάλιν, να αφήσει τη χειρουργική και να γίνει Επίσκοπος. Όμως δεν υπάρχει τίποτα το περίεργο σ’ αυτό, γιατί από τα νεανικά μου κι’ όλας χρόνια, ο Κύριος με προόρισε για την υπέρτατη μορφή διακο­νίας σ’ Αυτόν και τους ανθρώπους.

Όταν τελείωσα το Γυμνάσιο, στη τελετή αποφοίτησης, έλαβα από τον Διευθυντή του σχολείου το απολυ­τήριο Γυμνασίου, το οποίο το είχε βάλει στο Ιερό βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Το είχα διαβάσει και πριν, αλλά τώρα, όταν διάβασα εκ νέου τα λόγια του Χριστού απευθυνόμενα στους Αποστόλους: «ο μεν θερι­σμός πολύς, οι δε εργάται ολίγοι» (Ματθ. 9, 37-38), η καρδιά μου σκίρτησε και αναφώνησα σιωπηλά:
«
Ω Κύριε! Σου λείπουν οι εργάτες;».

Πέρασαν χρόνια. Έγινα διδάκτωρ της Ιατρικής και σκέφθηκα να γράψω το βιβλίο «Δοκίμια για τη χει­ρουργική των πυογόνων λοιμώξεων».  Όταν πήρα τη απόφαση αυτή, μου ήρθε στο μυαλό η εξής περίεργη σκέψη: «Όταν θα ολοκληρωθή το βιβλίο αυτό, θα το υπογράφει το όνομα ενός επισκόπου». Δεν μπορούσα να καταλάβω από πού προερχόταν αυτή η σκέψη. Λίγα χρόνια αργότερα, όμως, κατάλαβα ότι ήταν μία σκέ­ψη που μου είχε υποβληθεί από τον Θεό, διότι μετά τη πρώτη μου σύλληψη, στο γραφείο του διοικητή των φυλακών, ολοκλήρωσα την πρώτη έκδοση του βιβλίου μου και στο εξώφυλλο έγραψα: «Επίσκοπος Λουκάς, Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων».

Πέρασαν ακόμη δύο χρόνια. Ήμουν στη πρώτη εξορία στη Σιβηρία, στην πόλη Γενισέϊσκ. Ήρθε τότε εντε­λώς ξαφνικά να με συναντήσει ένας μοναχός απ’ το Κρασνογιάρσκ. Στην πόλη αυτή όλοι οι ιερείς είχαν προσχωρήσει στους «νεωτεριστές» και ο πιστός στην κανονική Εκκλησία λαός, έστειλε αυτό το μοναχό να χειροτονηθεί ιερέας, όχι σε μένα στο Γενισέϊσκ, αλλά στο Μινουσίνσκ σε έναν άλλο ορθόδοξο επίσκοπο. Μία ανεξήγητη όμως δύναμη τον καθοδήγησε σε μένα στο Γενισέϊσκ. Όταν με αντίκρυσε, ξαφνιάστηκε, πάγωσε και βουβάθηκε. Αποδείχθηκε πως, όταν με είδε, αναγνώρισε ξεκάθαρα εκείνον τον αρχιερέα που είχε δει σε ένα αξέχαστο όνειρο, να τον χειροτονεί ιερέα δέκα χρόνια πριν, ενώ εγώ εκείνον τον καιρό ήμουν δημογιατρός στην πόλη Περεζλάβλ, Ζαλέσκι.

Ο Κύριος ο Θεός με προίκισε με διάφορα ταλέντα. Ταυτόχρονα με το Γυμνάσιο, τελείωσα και τη Σχολή Καλών Τεχνών του Κιέβου. Είχα μεγάλο ταλέντο στη ζωγραφική και αποφάσισα να δώσω στην Ακαδη­μία Καλών Τεχνών στην Αγία Πετρούπολη. Στα μισά των εξετάσεων όμως τις εγκατέλειψα, γιατί θεώ­ρησα πως πρέπει να υπηρετήσω τον Θεό και τους Ανθρώπους με έργο πιο ωφέλιμο απ’ ό,τι η ζωγραφική. Αν και κείνο το διάστημα είχε ξεκαθαρίσει μέσα μου η κατεύθυνση της ζωγραφικής δραστηριότητας την οποία θα ακολουθούσα εάν δεν εγκατέλειπα τη ζωγραφική: θα ήταν καθαρά θρησκευτική κατεύθυνση ή θα ακολουθούσα τα ίχνη των Β. Βασνετσώφ και Νέστερωφ.

Από τότε με απασχολούσαν πολύ και επίμονα τα δύσκολα ζητήματα της θεολογίας. Το βασικό στοιχείο του χαρακτήρα μου ήταν η έντονα έκδηλη επιθυμία να υπηρετώ τον Θεό και τους ανθρώπους, και μόνο χάρη σ’ αυτό, παρά την μεγάλη αντιπάθειά μου προς τις φυσικές επιστήμες, έδωσα εξετάσεις στην Ιατρι­κή Σχολή του Πανεπιστημίου του Κιέβου και τελείωσα με άριστα.

Από το Πανεπιστήμιο κιόλας εκδηλώθηκε το μεγάλο μου ταλέντο του ανατόμου και χειρουργού και οι συμφοιτητές μου δεν ήθελαν καν να ακούσουν πως προτίθεμαι να γίνω δημογιατρός. Είχαν αποφασίσει ομόφωνα πως θα γίνω καθηγητής ανατομίας ή χειρουργικής. Απ’ ό,τι γνωρίζετε, είχαν μαντέψει σωστά το μέλλον μου.

Μετά από δύο χρόνια και τέσσερεις μήνες, ο Κύριος με αξίωσε του μεγάλου αξιώματος του επισκόπου. Η μεγάλη θεία πρόνοια για μένα και σας τα παιδιά μου φάνηκε στο ότι ο Κύριος κάλεσε στην αιώνια ζωή τη μητέρα σας, επιτρέποντας ν’ ασθενήσει από καλπάζουσα φυματίωση, κι έτσι μου άνοιξε το δρόμο για τον μοναχισμό και την αρχιερατική διακονία. Όλες τις φροντίδες για σας τα παιδάκια μου, τις ανέθεσα στον Κύριο και βέβαια, δεν διαψεύστηκα, ελπίζοντας σ’ Αυτόν. Για την μέριμνα και ανατροφή σας μου έστειλε μια σχεδόν άγνωστη έως τότε γυναίκα, τη Σοφά Σεργκέεβνα Βελέτσκαγια, η οποία, στη διάρκεια των φυ­λακίσεών μου και των τριών εξοριών, με μεγάλη αυταπάρνηση και αγάπη σήκωσε το βαρύ σταυρό των φροντίδων για σας στα χρόνια του λιμού, σας ανέθρεψε εξαιρετικά και σας έδωσε σχολική μόρφωση.

Αργότερα όλοι σας, οι τρεις γιοί και η κόρη μου, με τις φροντίδες και την βοήθεια των αγγέλων προστα­τών σας, ολοκληρώσατε τις ανώτατες σπουδές σας. Ο Μιχαήλ εδώ και καιρό έχει γίνει καθηγητής, ενώ ο Αλιόσα και ο Βάλια είναι διδάκτορες των ιατρικών και βιολογικών επιστημών και σε λίγο θα γίνουν επί­σης καθηγητές.

Ο Κύριος δέχθηκε όλες τις θυσίες που του πρόσφερα, και όχι μόνο δέχθηκε, αλλά πολλά άλλαξε και διόρ­θωσε. Εγκατέλειψα τη χειρουργική, χάρη του κηρύγματος για τον Ιησού Χριστό. Δεν σκεφτόμουν καν τη δόξα του χειρουργού, που σίγουρα μου ανήκε, ενώ στον Θεό η δόξα αυτήν ήταν χρήσιμη, σε μεγάλο βαθμό αύξανε την δύναμη και τη σημασία του κηρύγματός μου. Το αναγνωρισμένο και φημισμένο βιβλίο μου «Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων» το ολοκλήρωσα στην εξορία, όταν ήμουν πια αρχιεπίσκοπος. Για την αποφασιστικότητα μου να θυσιάσω τα πάντα προς δόξαν Του, ο Κύριος μου έδω­σε ένα άλλο μεγάλο τάλαντο, του εκκλησιαστικού κηρύγματος, και οι εννιά τόμοι των κηρυγμάτων έχουν αναγνωριστεί από την πνευματική ακαδημία της Μόσχας ως «εξαιρετικό φαινόμενο στην σύγχρονη εκ­κλησιαστική ζωή και θεολογία» και «θησαυρός ερμηνείας της Αγίας Γραφής». Κι εγώ, ο αυτοδίδακτος στη θεολογία εξελέγην μέλος της πνευματικής Ακαδημίας της Μόσχας. Για την Εκκλησία, τα κηρύγματά μου θα έχουν ακόμη μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων».

Εκτός απ’ αυτά τα θαυμαστά γεγονότα, για τα οποία μίλησα παραπάνω και δια των οποίων ο Κύριος χωρίς να γνωρίζω πως, μυστικά, με οδηγούσε στην Αρχιερατική διακονία, βίωσα πολλές φορές ακόμη την παρουσία του Θεού. Αισθάνθηκα αρκετά και αισθητά την παρουσία κι επικοινωνία με τον Θεό στην πνευματική ζωή και στις προσευχές μου.

Όμως, εάν για κάποιον από σας, όλα όσα είπα παραπάνω δεν είναι αρκετά (για να πεισθεί), νομίζω πως η ενασχόλησή του με τις φυσικές επιστήμες τόσο τον έχουν μαγέψει, που δεν θέλει να ακούει αυτά που έ­χω ζήσει, στα όσα έχω βιώσει αρκετά αισθητά και αδιαμφισβήτητα. Άλλωστε θα σας πω, όπως και νάχει, πόσο εκπληκτικά και ξεκάθαρα αποκαλύπτει ο Κύριος ο Θεός το θέλημά Του σε όσους Τον φοβούνται και Τον αγαπούν. Όταν ήμουν στο Λένινγκραντ για εγχείρηση, κατά την τέλεση της παννυχίδας, ο Κύριος με θαυματουργικό τρόπο και συγκλονιστική δύναμη που μου προκάλεσε ρίγη τρόμου, μου έδωσε την εντολή: «Ποίμαινε τα πρόβατά μου, βόσκε τα αρνία μου». Πέρασαν τα χρόνια κι εγώ από ύπουλο διαβολικό πειρα­σμό, ξέχασα την εντολή αυτή του Θεού. Και ο σατανάς έβαλε και πάλι στην ψυχή μου την ασυγκράτητη ορμή για τη χειρουργική. Γι’ αυτό και ο Κύριος με τιμώρησε με αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς. Δύο φορές χειρούργησε το μάτι μου ο καθηγητής Οντιντσώφ, αλλά ανεπιτυχώς, γιατί η τιμωρία έπρεπε να μείνει πάνω μου.

Τη μέρα μετά τη δεύτερη εγχείρηση, όταν ήμουν ξαπλωμένος με τα μάτια δεμένα, με κυρίευσε και πάλι το πάθος για τη χειρουργική, ενώ ο Κύριος μου έστειλε ένα εκπληκτικό όνειρο: Ήμουν σε μία εκκλησία χωρίς φώτα. Το μόνο φωτισμένο σημείο ήταν το ιερό. Λίγο πιο πέρα απ’ το ιερό υπήρχε η λάρνακα ενός αγίου. Πάνω στην Αγία Τράπεζα είχαν βάλει μια σανίδα και είχαν ακουμπήσει πάνω ένα γυμνό ανθρώ­πινο πτώμα. Πίσω και δίπλα στο ιερό, είδα τους φοιτητές και τους γιατρούς να καπνί­ζουν τσιγάρα κι εγώ να τους κάνω μάθημα ανατομίας πάνω στο πτώμα. Ξαφνιάστηκα από ένα κρότο και, όταν γύρισα το κεφάλι μου, είδα ότι είχε πέσει το σκέπασμα από τη λάρνακα του αγίου. Ο άγιος ανακάθισε μέσα στη λάρνακα, γύρισε και με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα γεμάτο παράπονο και επίπληξη. Με τρόμο κατανόησα, τελικά, το τεράστιο βάρος της αμαρτίας μου, την παρακοή μου στη εντολή του Κυρίου Ιησού Χριστού, «ποίμαινε τα πρόβατά μου, ποίμαινε τα αρνία μου». Εδώ και δεκαπέντε χρόνια εκλιπαρώ τον Κύριο Ιησού Χριστό να με συγχωρήσει, επαναφέροντας στην μνήμη μου με σαφήνεια το τρομακτικό μου όνειρο και το σώμα του νεκρού που κείτονταν στην Αγία Τράπεζα. Πρόσφατα πληροφορήθηκα από τον Θεό πως η αμαρτία μου συγχωρήθηκε. Από μέρα σε μέρα, όλο και λιγότερο ξεκάθαρα έβλεπα το πτώμα στην Αγία Τράπεζα, ώσπου τελικά εξαφανίστηκε εντελώς.

Και τώρα, παιδιά μου, ας περάσω στα τελευταία λόγια των εντολών και διαθηκών μου προς εσάς.

Πιστεύω βαθειά στον Θεό και όλη την ζωή μου την έκτισα πάνω στις εντολές Του. Και σε σας κλη­ροδοτώ όλη τη ζωή σας να τη αφιερώσετε στον Θεό και να χτίζετε όλα και πάντα πάνω στις εντο­λές του Χριστού.

Για πολύ καιρό και με μεγάλη επιμονή έπλεα κόντρα στο ρεύμα και σε σας τα παιδιά μου κληροδο­τώ να πλέετε κόντρα στο ρεύμα, όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό. Να αποστρέψετε το βλέμμα σας και την καρδιά σας από εκείνη τη μεγάλη πλειοψηφία της ανθρωπότητας, που επιδιώκει όχι τους υψη­λούς στόχους, αλλά εκείνους που είναι πιο εύκολο να επιτευχθούν. Να μην προσχωρήσετε σε αυτή τη μεγάλη πλειοψηφία που ζει όχι με το δικό της νου, αλλά με το νου των ηγετών και χτίζει τη ζωή της, όχι με τις ιερές εντολές του Χριστού, αλλά με τις υποδείξεις εκείνων που έχουν τη εξουσία να καθοδηγούν τους ανθρώπους μόνον εκεί, όπου κατά τη γνώμη τους πρέπει να πηγαίνουν, όχι χάρη της βασιλείας των ουρανών, αλλά για χάρη της επίτευξης των αγαθών της επίγειας βασιλείας.

Σκοπό της ζωής να θέσετε την επιδίωξη της ύψιστης αλήθειας και να μην παρεκκλίνετε απ’ αυτό το δρόμο, αν σας αναγκάσουν να υπηρετήσετε τους σκοπούς της κατώτερης αλήθειας, καταπατώ­ντας την ύψιστη αλήθεια του Χριστού.

Να είσαστε έτοιμοι ακόμη και για το μαρτύριο, εφ’ όσο πλέετε κόντρα στο ρεύμα, να τηρείτε πλήρη πίστη ακόμη και στις σκέψεις, στους άντρες και τις γυναίκες σας, όπως τήρησα κι εγώ.

Στις επιστημονικές ενασχολήσεις και στο έργο σας πάνω στη μελέτη των μυστηρίων της φύσης, μην επιδιώκετε τη δόξα για τον εαυτό σας, αλλά μόνο το να ελαφρύνετε τον πόνο των ασθενών και αβοήθητων συνανθρώπων σας.

Να θυμάστε ότι σ’ αυτό έργο εγώ, ο πατέρας σας, αφιέρωσα όλη μου τη ζωή. Μιμηταί μου γίνεσθε, όπως κι εγώ του Απ. Παύλου και να μην εργάζεστε για την κοιλιά σας, αλλά πρωτ’ απ’ όλα και πάνω απ’ όλα να φροντίζετε εκείνους που δίχως την βοήθειά σας δεν μπορούν να απελευθερωθούν από τη μέγγενη της ανέχειας και του ψέμματος.

Εάν εκπληρώστε όλα, όσα κληροδοτώ σε σας, θα κατέβη σε σας η ευλογία του Θεού, σύμφωνα με τα αδι­άψευστα λόγια του προφητάνακτα Δαβίδ. «Το δε έλεος του Κυρίου από του αιώνος και έως του αιώνος επί τους φοβουμένους αυτόν, και η δικαιοσύνη αυτού επί τους φοβουμένους αυτόν, και η δικαιοσύνη αυτού επί υιοίς υιών τις φυλάσσουσι την διαθήκην αυτού και μεμνημένοις τω εντολών αυτού του ποιήσαι αυτάς» (Ψαλμ. 102).

Γι’ αυτή την ευλογία και τη χάρη του Θεού πάντα προσευχόμουν στη ζωή μου για σας τα παιδιά μου, τα εγγόνια και δισέγγονά μου και, βέβαια, πάντα θα προσεύχομαι στην αιώνια ζωή, όταν θα σταθώ εμπρός στο βήμα του Θεού μου και Θεού σας, Δημιουργού μου και Δημιουργού σας.

Και ο καιρός αυτός προφανώς είναι κοντά, γιατί εξασθένησαν η καρδιά μου και οι δυνάμεις μου.

Ο πατέρας σας

Αλούστα, 22 Ιουλίου 1956

 

Εκδόθηκε από την Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος,Σαγματά, Θηβών. 

http://dosambr.wordpress.com/2010/07/05/η-«πνευματική-διαθήκη-»-του-αγίου-λουκ/

http://hristospanagia3.blogspot.com/2010/07/blog-post_1110.html

Φώτης Κόντογλου – Ἀνέστη Χριστός, Ἡ δοκιμασία τοῦ λογικοῦ

 

Φώτης Κόντογλου – Ἀνέστη Χριστός, Ἡ δοκιμασία τοῦ λογικοῦ

Ἡ πίστη τοῦ χριστιανοῦ δοκιμάζεται μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν τὸ χρυσάφι στὸ χωνευτήρι. Ἀπ᾿ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πλέον ἀπίστευτο πράγμα, ὁλότελα ἀπαράδεκτο ἀπὸ τὸ λογικό μας, ἀληθινὸ μαρτύριο γιὰ δαῦτο. Μὰ ἴσια-ἴσια, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα πράγμα ὁλότελα ἀπίστευτο, γιὰ τοῦτο χρειάζεται ὁλόκληρη ἡ πίστη μας γιὰ νὰ τὸ πιστέψουμε. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι λέμε συχνὰ πὼς ἔχουμε πίστη, ἀλλὰ τὴν ἔχουμε μονάχα γιὰ ὅσα εἶναι πιστευτὰ ἀπ᾿ τὸ μυαλό μας. Ἀλλὰ τότε, δὲν χρειάζεται ἡ πίστη, ἀφοῦ φτάνει ἡ λογική. Ἡ πίστη χρειάζεται γιὰ τὰ ἀπίστευτα. 

Οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι ἄπιστοι. Οἱ ἴδιοι οἱ μαθητάδες τοῦ Χριστοῦ δὲν δίνανε πίστη στὰ λόγια τοῦ δασκάλου τους ὅποτε τοὺς ἔλεγε πὼς θ᾿ ἀναστηθῆ, μ᾿ ὅλο τὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ἀφοσίωση ποὺ εἶχαν σ᾿ Αὐτὸν καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στὰ λόγια του. Καὶ σὰν πήγανε οἱ Μυροφόρες τὴν αὐγὴ στὸ μνῆμα τοῦ Χριστοῦ, κ᾿ εἴδανε τοὺς δυὸ ἀγγέλους ποὺ τὶς μιλήσανε, λέγοντας σ᾿ αὐτὲς πὼς ἀναστήθηκε, τρέξανε νὰ ποῦμε τὴ χαροποιὰ τὴν εἴδηση στοὺς μαθητές, ἐκεῖνοι δὲν πιστέψανε τὰ λόγια τους, ἔχοντας τὴν ἰδέα πὼς ἤτανε φαντασίες: «Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος (τρέλα) τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς»…
Βλέπεις καταπάνω σὲ πόση ἀπιστία ἀγωνίσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; Καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς μαθητάδες του. Εἶδες μὲ πόση μακροθυμία τὰ ὑπόμεινε ὅλα; …Καὶ μ᾿ ὅλα αὐτὰ, ἴσαμε σήμερα οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς εἴμαστε χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ μ᾿ ἕνα τοῖχο παγωμένον, τὸν τοῖχο τῆς ἀπιστίας. Ἐκεῖνος ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη του καὶ μᾶς καλεῖ κ᾿ ἐμεῖς τὸν ἀρνιόμαστε. Μᾶς δείχνει τὰ τρυπημένα χέρια του καὶ τὰ πόδια του, κ᾿ ἐμεῖς λέμε πὼς δὲν τὰ βλέπουμε. Ἐμεῖς ψάχνουμε νὰ βροῦμε στηρίγματα στὴν ἀπιστία μας γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὸν ἐγωϊσμό μας, ποὺ τὸν λέμε Φιλοσοφία καὶ Ἐπιστήμη. Ἡ λέξη Ἀνάσταση δὲν χωρᾶ μέσα στὰ βιβλία τῆς γνώσης μας… Γιατὶ «ἡ γνώση τούτου τοῦ κόσμου, δὲ μπορεῖ νὰ γνωρίσει ἄλλο τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ ἕνα πλῆθος λογισμούς, ὄχι ὅμως ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζεται μὲ τὴν ἁπλότητα τῆς διάνοιας».
Ναί, ἐκείνους ποὺ ἔχουνε αὐτὴ τὴν εὐλογημένη ἁπλότητα τῆς διάνοιας, τοὺς μακάρισε ὁ Κύριος, λέγοντας: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Καὶ στὸν Θωμᾶ, ποὺ γύρευε νὰ τὸν ψηλαφήσῃ γιὰ νὰ πιστέψῃ, εἶπε: «Γιατὶ μὲ εἶδες Θωμᾶ, γιὰ τοῦτο πίστεψες; Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἴδανε καὶ πιστέψανε».
Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς δώσει αὐτὴ τὴν πλούσια φτώχεια, καὶ τὴν καθαρὴ καρδιά, ὥστε νὰ τὸν δοῦμε ν᾿ ἀναστήνεται γιὰ νὰ ἀναστηθοῦμε κ᾿ ἐμεῖς μαζί του.
Αὐτὴ ἡ ἀνηξεριὰ (ἡ ἄγνοια) εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ γνώση: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἄγνοια ἡ ὑπερτέρα τῆς γνώσεως». Καλότυχοι καὶ τρισκαλότυχοι ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἔχουνε.
Χριστὸς ἀνέστη!

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tribut … /index.htm

Ἰωάννης Χρυσόστομος – «Ἀληθῶς Ἀνέστη»

Ἰωάννης Χρυσόστομος – «Ἀληθῶς Ἀνέστη»

ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΠΟ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ
Ἐπιμέλεια: Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου

Προέλευση: Ἀντιαιρετικὸν Ἐγκόλπιον


Ἡ πλάνη πάντα αὐτοκαταστρέφεται καί, παρόλο ποὺ δὲν τὸ θέλει, στηρίζει σὲ ὅλα τὴν ἀλήθεια.
Πρόσεξε: Ἔπρεπε ν᾿ ἀποδειχθεῖ ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε καὶ τάφηκε καὶ ἀναστήθηκε. Ἔ, λοιπὸν ὅλα αὐτὰ τὰ κατοχυρώνουν οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί! Ἐφ᾿ ὄσoν ἔφραξαν μὲ τὸν βράχο καὶ σφράγισαν καὶ φρούρησαν τὸν τάφο, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ γίνει καμία κλοπή. Ἀφοῦ ὅμως δὲν ἔγινε κλοπὴ καὶ ἐν τούτοις ὁ τάφος βρέθηκε ἄδειος, εἶναι ὁλοφάνερο καὶ ἀναντίρρητο ὅτι ἀναστήθηκε. Εἶδες πὼς καὶ μὴ θέλοντας στηρίζουν τὴν ἀλήθεια;

Ἀλλὰ καὶ πότε θὰ τὸν ἔκλεβαν οἱ μαθηταί; Τὸ Σάββατο; Μὰ ἀφοῦ δὲν ἐπιτρεπόταν ἀπὸ τὸν νόμο νὰ κυκλοφορήσουν. Κι ἂν ὑποθέσουμε ὅτι θὰ παραβίαζαν τὸν νόμο τοῦ θεοῦ, πῶς θὰ τολμοῦσαν αὐτοὶ οἱ τόσο δειλοὶ νὰ βγοῦν ἔξω ἀπ᾿ τὸ σπίτι; Καὶ μὲ ποῖο θάρρος θὰ ριψοκινδύνευαν γιὰ ἕνα νεκρό; Προσμένοντας ποία ἀνταπόδοση; Ποία ἀμοιβή;
Καὶ στ᾿ ἀλήθεια, ποῦ στηρίζονταν; Στὴ δεινότητα τοῦ λόγου τους; Ἀλλὰ ἦταν ἀπ᾿ ὅλους ἀμαθέστεροι. Στὰ πολλά τους πλούτη; Ἀλλὰ δὲν εἶχαν οὔτε ραβδὶ οὔτε ὑποδήματα. Μήπως στὴν ἔνδοξη καταγωγή τους; Ἀλλὰ ἦταν οἱ ἀσημότεροι τοῦ κόσμου. Μήπως στὸ πλῆθος τους; Ἀλλὰ δὲν ξεπερνοῦσαν τοὺς ἕνδεκα, ποὺ κι αὐτοὶ σκόρπισαν.
Ἂν ὁ κορυφαῖος τους φοβήθηκε τὸν λόγο μιᾶς γυναίκας θυρωροῦ κι ὅλοι οἱ ἄλλοι, ὅταν εἶδαν τὸν Διδάσκαλό τους δεμένο, σκόρπισαν καὶ διαλύθηκαν, πὼς θὰ τοὺς περνοῦσε κἂν ἀπ᾿ τὸν νοῦ νὰ τρέξουν στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ νὰ φυτέψουν πλαστὸ κήρυγμα ἀναστάσεως; Ἀφοῦ φοβήθηκαν τὴ γυναικεία ἀπειλῆ καὶ τὴ θέα μόνο τῶν δεσμῶν, πῶς θὰ μποροῦσαν νὰ τὰ βάλουν μὲ βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες καὶ λαούς, ὅπου ξίφη καὶ τηγάνια καὶ καμίνια καὶ μύριοι θάνατοι κάθε μέρα, ἂν δὲν εἶχαν ἀπολαύσει καὶ οἰκειοποιηθεῖ τὴ δύναμη καὶ τὴν ἕλξη τοῦ Ἀναστάντος;
Ἀλλὰ γι᾿ αὐτὰ πρέπει νὰ ἐπανέλθουμε. Ἂς ξαναρωτήσουμε ὅμως τώρα τοὺς Ἑβραίους: Πῶς ἔκλεψαν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ οἱ μαθηταί, ὦ ἀνόητοι; Ἐπειδὴ ἡ ἀλήθεια εἶναι λαμπρὴ καὶ ὁλοφάνερη, τὸ ἰουδαϊκὸ ψέμα δὲν μπορεῖ οὔτε σὰν σκιά, νὰ σταθεῖ. Πῶς θὰ τὸ ἔκλεβαν, ποὺ εἶχαν τὴν ὑποψία καὶ ἀγρυπνοῦσαν καὶ πρόσεχαν; Μὰ καὶ γιὰ ποῖο λόγο θὰ τὸ ἔκλεβαν; Γιὰ νὰ πλάσουν τὸ δόγμα τῆς Ἀναστάσεως; Καὶ πῶς τοὺς ᾖρθε νὰ πλάσουν κάτι τέτοιο αὐτοὶ οἱ δειλοί; Καὶ πῶς κύλησαν τὸν ἀσφαλισμένο βράχο; Πῶς ξέφυγαν ἀπὸ τόσους ἄγρυπνους κι ἄγριους φρουρούς;

Πρόσεξε ὅμως πὼς μὲ ὅσα κάνουν οἱ Ἑβραῖοι πιάνονται πάντα στὰ ἴδια τους τὰ δίχτυα. Νά, ἂν δὲν πήγαιναν στὸν Πιλότο κι ἂν δὲν ζητοῦσαν τὴν κουστωδία, πιὸ εὔκολα θὰ μποροῦσαν νὰ λένε τέτοια ψεύδη οἱ ἀδιάντροποι. Μὰ τώρα ὄχι. (Ὑπῆρχε ἡ κουστωδία. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ γλιτώσει ἀπ᾿ τὴν ἄγρυπνη προσοχή της κι ἀπ᾿ τὰ ξίφη της). Κι ἔπειτα γιατί νὰ μὴν κλέψουν τὸ σῶμα νωρίτερα; Ἀσφαλῶς ἂν εἶχαν σκοπὸ νὰ κάνουν κάτι τέτοιο, θὰ τὸ ἔκαναν ὅταν δὲν ἐφρουρεῖτο ὁ τάφος, τότε ποὺ ἦταν καὶ ἀκίνδυνο καὶ σίγουρο, δηλ. τὴν πρώτη νύχτα- γιατὶ τὸ Σάββατο πῆγαν οἱ Ἑβραῖοι στὸν Πιλότο καὶ ζήτησαν τὴν κουστωδία καὶ φρούρησαν τὸν τάφο, ἐνῷ, τὴν πρώτη νύχτα δὲν ἦταν κανένας ἐκεῖ.

Καὶ τί γυρεύουν στὸ ἔδαφος τὰ σουδάρια ποτισμένα μὲ τὴ σμύρνα, ποὺ βρῆκαν, τυλιγμένα μάλιστα, ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι; Εἶχε πάει πρώτη ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία. Κι ὅταν γύρισε καὶ ἀνήγγειλε τὰ θαυμαστὰ συμβάντα στοὺς ἀπόστολους, ἐκεῖνοι χωρὶς καθυστέρηση τρέχουν ἀμέσως στὸ μνημεῖο καὶ βλέπουν κάτω τὰ ὀθόνια. Αὐτὸ ἦταν σημεῖο Ἀναστάσεως. Γιατί ἂν ἤθελαν κάποιοι νὰ τὸν κλέψουν, δὲν θὰ τὸν ἔκλεβαν βέβαια γυμνό. Αὐτὸ θὰ ἦταν ὄχι μόνο ἀτιμωτικὸ ἄλλα καὶ ἀνόητο. Δὲν θὰ κοίταζαν νὰ ξεκολλήσουν τὰ σουδάρια, νὰ τὰ τυλίξουν μὲ ἐπιμέλεια καὶ νὰ τὰ βάλουν τακτοποιημένα σ᾿ ἕνα μέρος. Ἀλλὰ τί θὰ ἔκαναν; θ᾿ ἅρπαζαν ὅπως-ὅπως τὸ σῶμα καὶ θἄφευγαν γρήγορα.
Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε προηγουμένως ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἶπε ὅτι τὸν ἔθαψαν μὲ πολλὴ σμύρνα ποὺ κολλάει τὰ ὀθόνια πάνω στὸ σῶμα, ὅπως τὸ μολύβι τὰ μέταλλα, καὶ δὲν ἦταν καθόλου εὔκολο νὰ ξεκολλήσουν ὥστε ὅταν ἀκούσεις ὅτι τὰ σουδάρια βρέθηκαν μόνα τους, νὰ μὴν ἀνεχθεῖς ἐκείνους ποὺ λένε ὅτι ἐκλάπη. θὰ πρέπει νὰ ἦταν βέβαια πολὺ ἠλίθιος ὁ κλέφτης, ὥστε νὰ σπαταλήσει γιὰ ἕνα περιττὸ πράγμα τόση προσπάθεια.
Γιὰ ποῖο σκοπὸ θ᾿ ἄφηνε τὰ σουδάρια; Καὶ πῶς ἦταν δυνατὸ νὰ ξεφύγει τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἔκανε αὔτη τὴν ἐργασία; Γιατὶ ἀσφαλῶς θὰ δαπανοῦσε πολὺ χρόνο καὶ ἦταν φυσικὸ καθυστερώντας νὰ συλληφθεῖ ἐπ᾿ αὐτοφώρῳ.
Ἀλλὰ καὶ τὰ ὀθόνια γιατί κείτονται χωριστὰ καὶ χωριστὰ τὸ σουδάριο, τυλιγμένο μάλιστα; Γιὰ νὰ βεβαιωθεῖς ὅτι δὲν ἦταν ἔργο βιαστικῶν οὔτε ἀνήσυχων κλεφτῶν τὸ νὰ τοποθετήσουν χωριστὰ ἐκεῖνα καὶ χωριστὰ τοῦτο τυλιγμένο. Κι ἀπὸ ἐδῶ λοιπὸν ἀποδεικνύεται ἀπίθανη ἡ κλοπή. Ἄλλωστε καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Ἑβραῖοι τὰ σκέφθηκαν ὅλα αὐτὰ καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔδωσαν χρήματα στοὺς φρουροὺς λέγοντας: «Πεῖτε σεῖς πὼς τὸν ἔκλεψαν, κι ἐμεῖς θὰ τὰ κανονίσουμε μὲ τὸν ἡγεμόνα».
Ὑποστηρίζοντας ὅτι οἱ μαθηταὶ τὸν ἔκλεψαν ἐπικυρώνουν καὶ μ᾿ αὐτὸ πάλι τὴν Ἀνάσταση, γιατὶ ἔτσι ὁμολογοῦν πάντως ὅτι τὸ σῶμα δὲν ἦταν ἐκεῖ. Ὅταν ὅμως αὐτοὶ οἱ ἴδιοι βεβαιώνουν ὅτι τὸ σῶμα δὲν ἦταν ἐκεῖ, ἐνῷ ἄπα τὴν ὅλη μεριὰ ἡ κλοπὴ ἀποδεικνύεται ψευδὴς καὶ ἀπίθανη ἀπὸ τὴ σχολαστικὴ φρούρηση καὶ τὶς σφραγίδες τοῦ τάφου καὶ τὰ ὀθόνια καὶ τὸ σουδάριο καὶ τὴ δειλία τῶν μαθητῶν, ἀναμφισβήτητα προβάλλει καὶ ἀπὸ τὰ δικά τους τὰ λόγια ἡ ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως.

Ρωτᾶνε ὅμως πολλοί: Γιατί μόλις ἀναστήθηκε νὰ μὴ φανερωθεῖ ἀμέσως στοὺς Ἰουδαίους; Αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι περιττός. Ἂν ὑπῆρχε ἐλπίδα νὰ τοὺς ἑλκύσει στὴν πίστη, δὲν θ᾿ ἀμελοῦσε νὰ φανερωθεῖ σὲ ὅλους. Ἀλλὰ ὅτι δὲν ὑπῆρχε τέτοια ἐλπίδα τὸ ἀπέδειξε ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου: Ἂν καὶ ἦταν ἤδη τέσσερις μέρες νεκρὸς καὶ εἶχε ἀρχίσει νὰ μυρίζει καὶ νὰ σαπίζει, τὸν ἀνέστησε μπροστὰ στὰ μάτια ὅλων. Παρὰ ταῦτα, ὄχι μόνο δὲν ἑλκύστηκαν στὴν πίστη, ἀλλὰ καὶ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ἤθελαν νὰ σκοτώσουν κι Αὐτὸν καὶ τὸν Λάζαρο.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὅλων ἀνάστησε καὶ ὄχι μόνο δὲν πίστεψαν, ἀλλὰ καὶ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον του, ἂν ὁ ἴδιος μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ τοὺς φανερωνόταν, δὲν θὰ ἐξαγριώνονταν πολὺ περισσότερο τυφλωμένοι ἀπὸ τὸ μίσος καὶ τὴν ἀπιστία τους;

Ἀλλὰ γιὰ ν᾿ ἀφοπλίσει τὸν ἄπιστο ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία, ὄχι μόνο σαράντα ὁλόκληρες ἡμέρες ἐμφανιζόταν στοὺς μαθητές του καὶ ἔτρωγε μάλιστα μαζί τους, ὅλα παρουσιάσθηκε καὶ σὲ πάνω ἀπὸ πεντακόσιους ἀδελφούς, δηλ. σὲ πλῆθος ὁλόκληρο. Στὸ Θωμᾶ μάλιστα πoὺ δυσπιστοῦσε, ἔδειξε τὰ σημάδια ἀπ᾿ τὰ καρφιὰ καὶ τὸ τραῦμα ἀπ᾿ τὴ λόγχη.
Καὶ γιατί, λένε, νὰ μὴν κάνει μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ μεγάλα κι ἐντυπωσιακὰ θαύματα, ὅλα μόνο ἔφαγε καὶ ἤπιε; Γιατὶ αὐτὴ καθ᾿ ἐαυτὴ ἡ Ἀνάσταση ἦταν τὸ μέγιστο θαῦμα, καὶ ἡ πιὸ ἰσχυρὴ ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως ἦταν ὅτι ἔφαγε καὶ ἤπιε.

Μά, γιὰ σκέψου, ἂν οἱ ἀπόστολοι δὲν ἔβλεπαν τὸν Χριστὸ Ἄνασταντα, πῶς τοὺς ᾖρθε νὰ φαντασθοῦν ὅτι θὰ κυριέψουν τὴν οἰκουμένη; Μήπως τρελάθηκαν ὥστε νὰ νομίζουν ὅτι θὰ κατόρθωναν κάτι τέτοιο; Ἂν ὅμως ἦταν στὰ λογικά τους, ὅπως ἔδειξαν καὶ τὰ πράγματα, πώς, χωρὶς ἀξιόπιστα ἐχέγγυα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ χωρὶς θεία δύναμη, πώς, πές μου, θ᾿ ἀποφάσιζαν νὰ βγοῦν σὲ τόσους πολέμους, νὰ τὰ βάλουν μὲ στεριὲς καὶ θάλασσες καί, δώδεκα ὅλοι κι ὅλοι, ν᾿ ἀγωνισθοῦν μὲ τόση γενναιότητα γιὰ νὰ μεταβάλουν ὅλης της οἰκουμένης τὰ ἔθνη, ποὺ ἦταν ἐπὶ τόσα χρόνια νέκρα ἀπ᾿ τὴν ἁμαρτία;
Καὶ ἂν ἀκόμη ἦταν ἔνδοξοι καὶ πλούσιοι καὶ δυνατοὶ καὶ μορφωμένοι, οὔτε τότε θὰ ἦταν λογικὸ νὰ ξεσηκωθοῦν γιὰ τόσο μεγαλεπήβολα σχέδια. Ἀλλὰ ἐπιτέλους θὰ εἶχε κάποιο λόγο ἢ προσδοκία τους. Αὐτοὶ ὅμως εἶχαν περάσει τὴ ζωὴ τοὺς ἄλλοι στὶς λίμνες, ἄλλοι κατασκευάζοντας σκηνὲς κι ἄλλοι στὰ τελωνεῖα. Ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ἐπαγγέλματα δὲν ὑπάρχει σχεδὸν τίποτε πιὸ ἄχρηστο καὶ γιὰ τὴ φιλοσοφία καὶ γιὰ νὰ πείσεις κάποιον νὰ σκέπτεται ἀνώτερα, ὅταν μάλιστα δὲν ἔχεις νὰ τοῦ ἐπιδείξεις ἀνάλογο προηγούμενο. Πόσο μᾶλλον ποὺ οἱ ἀπόστολοι, ὄχι μόνο δὲν εἶχαν ἀνάλογα παραδείγματα ἀπ᾿ τὸ παρελθόν, ὅτι θὰ ἐπικρατήσουν, ἀλλὰ ἀντίθετα εἶχαν παραδείγματα, καὶ μάλιστα πρόσφατα, ὅτι δὲν θὰ ἐπικρατήσουν.
Εἶχαν ἐπιχειρήσει πολλοὶ νὰ εἰσαγάγουν καινούργιες διδασκαλίες, ἀλλὰ ἀπέτυχαν. Κι ὄχι μὲ δώδεκα ἀνθρώπους, μὰ μὲ πολὺ πλῆθος. Ὁ Θευδᾶς κι ὁ Ἰούδας π.χ. ἔχοντας ὁλόκληρες μάζες ἀνθρώπων χάθηκαν μαζὶ μὲ τοὺς ὀπαδούς των.

Ὁ φόβος ἐκεῖνος θὰ ἦταν ἀρκετὸς νὰ τοὺς διδάξει. Ἀλλὰ ἂς ὑποθέσουμε ὅτι περίμεναν νὰ κυριαρχήσουν. Μὲ ποιὲς ἐλπίδες θὰ ἔμπαιναν σὲ τέτοιους κινδύνους, ἂν δὲν ἀπέβλεπαν στὰ μέλλοντα ἀγαθά; Τί κέρδος προσδοκοῦσαν μὲ τὸ νὰ ὁδηγήσουν ὅλους στὸν μὴ ἀναστάντα, καθὼς ἰσχυρίζονται οἱ ἐχθροί;
Ἂν τώρα ἄνθρωποι ποὺ πίστεψαν στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ στὰ ἀμέτρητα ἀγαθὰ δύσκολα δέχονται νὰ κινδυνέψουν, πῶς ἐκεῖνοι θὰ ὑπέμεναν τὰ πάνδεινα ματαίως ἢ μᾶλλον γιὰ κακό τους; Γιατί ἂν δὲν ἔγινε ἡ Ἀνάσταση, ποὺ ἔγινε, κι ὁ Χριστὸς δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, τότε προσπαθώντας νὰ τὰ πλάσουν ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ πείσουν τοὺς ἄλλους, ἔμελλαν ὁπωσδήποτε νὰ προκαλέσουν τὴν ὀργὴ τοῦ θεοῦ καὶ νὰ περιμένουν μύριους κεραυνοὺς ἀπ᾿ τὸν οὐρανό.
Ἄλλωστε κι ἂν ἀκόμη εἶχαν μεγάλη προθυμία ὅταν ζοῦσε ὁ Χριστός, θὰ ἔσβηνε μόλις πέθανε. Ἂν δὲν τὸν ἔβλεπαν Ἀναστημένο, τί θὰ ἦταν ἱκανὸ νὰ τοὺς βγάλει σ᾿ ἐκεῖνο τὸν πόλεμο; Ἂν δὲν εἶχε ἀναστηθεῖ, ὄχι μόνο δὲv θὰ ριψοκινδύνευαν γι᾿ αὐτόν, μὰ θὰ τὸν θεωροῦσαν ἀπατεῶνα: τοὺς εἶχε πεῖ «μετὰ τρεῖς ἡμέρες θ᾿ ἀναστηθῶ» καὶ τοὺς ὑποσχέθηκε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. τοὺς εἶπε ὅτι ἀφοῦ λάβουν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ κυριαρχήσουν στὴν οἰκουμένη κι ἀκόμη τόσα ἄλλα ὑπερφυσικὰ καὶ οὐράνια. Ἂν τίποτε ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν γινόταν, ὅσο κι ἂν τὸν πίστευαν ζωντανό, πεθαμένο δὲν θὰ τὸν ὑπάκουαν φυσικά, ἂν δὲν τὸν ἔβλεπαν Ἀναστάντα.
Καὶ μὲ τὸ δίκιο τους, γιατί θὰ ἔλεγαν: «Μετὰ τρεῖς ἡμέρες», μᾶς εἶπε, «θ᾿ ἀναστηθῶ», καὶ δὲν ἀναστήθηκε. Ὑποσχέθηκε νὰ μᾶς στείλει Πνεῦμα Ἅγιο, καὶ δὲν τὸ ἔστειλε. Πῶς λοιπὸν νὰ τὸν πιστέψουμε γιὰ τὰ μέλλοντα, ἀφοῦ διαψεύδονται τὰ παρόντα;
Ἀλλὰ γιὰ πές μου, σὲ παρακαλῶ, γιὰ ποῖο λόγο, χωρὶς ν᾿ ἀναστηθεῖ, κήρυτταν ὅτι ἀναστήθηκε; Γιατί, λέει, τὸν ἀγαποῦσαν. Μὰ τὸ λογικὸ θὰ ἦταν νὰ τὸν μισοῦν τώρα, ἐπειδὴ τοὺς ἐξαπάτησε καὶ τοὺς πρόδωσε. Ἐνῷ τοὺς ξεμυάλισε μὲ χίλιες δυὸ ἐλπίδες καὶ τοὺς χώρισε ἀπ᾿ τὰ σπίτια τους κι ἀπ᾿ τοὺς γονεῖς τους κι ἀπ᾿ ὅλα καὶ ξεσήκωσε κι ὁλόκληρο τὸ ἰουδαϊκὸ ἔθνος ἐναντίον τους, ὕστερα τοὺς πρόδωσε. Κι ἂν μὲν ἦταν ἀπὸ ἀδυναμία, θὰ τὸν συγχωροῦσαν. Τώρα ὅμως ἦταν σωστὸ κακούργημα: Ἔπρεπε νὰ τοὺς εἶχε πεῖ τὴν ἀλήθεια καὶ ὄχι νὰ τοὺς ὑποσχεθεῖ τὸν οὐρανό, ἀφοῦ ἦταν θνητός.
Ὥστε λοιπὸν ἦταν φυσικὸ νὰ κάνουν τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο: Νὰ κηρύττουν τὴν ἀπάτη καὶ νὰ τὸν λένε ἀπατεώνα καὶ μάγο. Ἔτσι θὰ γλίτωναν κι ἀπὸ τοὺς κινδύνους κι ἀπὸ τοὺς πολέμους τῶν ἀντίπαλων. Ὅλοι ξέρουν ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἀναγκάστηκαν νὰ δωροδοκήσουν τοὺς στρατιῶτες, γιὰ νὰ ποῦν ὅτι ἔκλεψαν τὸ σῶμα ἂν λοιπὸν πήγαιναν οἱ ἴδιοι οἱ μαθηταὶ κι ἔλεγαν, «ἐμεῖς τὸ κλέψαμε, δὲν ἀναστήθηκε», πόσες τιμὲς δὲν θ᾿ ἀπολάμβαναν; Ὥστε ἦταν στὸ χέρι τους καὶ νὰ τιμηθοῦν καὶ νὰ στεφανωθοῦν! Ἔ, λοιπὸν δὲν ἀναρωτιέσαι γιατί ν᾿ ἀνταλλάξουν ὅλα αὐτὰ μὲ τὶς ἀτιμίες καὶ τοὺς κινδύνους, ἂν δὲν ἦταν μία θεία δύναμη ποὺ τοὺς βεβαίωνε, δυνατότερη ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ γήινα ἀγαθά;

Κι ἂν μὲ ὅλα αὐτὰ δὲν σὲ πείσαμε, σκέψου καὶ τοῦτο: Ἔστω ὅτι δὲν εἶχε γίνει ἡ Ἀνάσταση. Κι ἂν ἀκόμη οἱ ἀπόστολοι ἦταν ἀποφασισμένοι νὰ διδάξουν τὸν κόσμο, ἐπ᾿ οὐδενὶ λόγῳ θὰ κήρυτταν στὸ ὄνομά του. Γιατὶ εἶναι γνωστό, πὼς ὅλοι μας δὲν θέλουμε οὔτε τὰ ὀνόματα ν᾿ ἀκούσουμε, ὅσων μᾶς ἐξαπάτησαν. Ἄλλωστε γιατί θὰ διατυμπάνιζαν τὸ ὄνομά του; Ἐλπίζοντας νὰ ἐπικρατήσουν μ᾿ αὐτό; Μὰ θὰ ἔπρεπε νὰ περιμένουν τὸ ἀντίθετο, γιατὶ κι ἂν ἔμελλαν νὰ κυριαρχήσουν θὰ χάνονταν φέρνοντας στὴ μέση τὸ ὄνομα ἑνὸς ἀπατεῶνα.
Ἃς θυμηθοῦμε ἐξ ὅλου ὅτι ἡ ἀγάπη τῶν μαθητῶν πρὸς τὸν Διδάσκαλο, ἐνῷ ζοῦσε ἀκόμη, μαραινόταν σιγὰ-σιγὰ ἀπ᾿ τὸν φόβο τοῦ ἐπικείμενου μαρτυρίου. Ὅταν τοὺς προανήγγειλε τὰ δεινὰ ποὺ θ᾿ ἀκολουθοῦσαν καὶ τὸν σταυρό, πάγωσαν ἀπ᾿ τὸν φόβο τους κι ἔσβησαν τελείως. Ἕνας μάλιστα δὲν ἤθελε οὔτε κἂν νὰ τὸν ἀκολουθήσει στὴν Ἰουδαία, ἐπειδὴ ἄκουσε γιὰ κινδύνους καὶ γιὰ θανάτους. Ἂν μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ φοβόταν τὸν θάνατο, χωρὶς αὐτὸν καὶ τοὺς ἄλλους μαθητάς, μόνος δηλαδή, πῶς θ᾿ ἀποτολμοῦσε;

Ἐπὶ πλέον: Πίστευαν ὅτι θὰ πεθάνει μέν, ἀλλὰ θ᾿ ἀναστηθεῖ κι ὅμως ὑπέφεραν τόσο. Ἂν δὲν τὸν ἔβλεπαν Ἀναστημένο, πῶς δὲν θὰ ἐξαφανίζονταν καὶ δὲν θὰ ζητοῦσαν ν᾿ ἀνοίξει ἡ γῆ νὰ τοὺς καταπιεῖ ἀπ᾿ τὴν ἀπελπισία τους γιὰ τὴν ἀπάτη κι ἀπ᾿ τὴ φρίκη γιὰ τὰ ἐπερχόμενα; Θ᾿ ἀντιμετώπιζαν τώρα τὴν κατακραυγὴ γιὰ τὴν ἀδιαντροπιά τους. Τί θὰ εἶχαν νὰ πoῦν; Τὸ πάθος τὸ ἤξερε ὅλος ὁ κόσμος: Τὸν κρέμασαν σὲ ψηλὸ ἰκρίωμα, ἦταν μέρα μεσημέρι, μέσα στὴν πρωτεύουσα καὶ στὴν πιὸ μεγάλη γιορτὴ ποὺ κανένας δὲν ἦταν δυνατὸ ν᾿ ἀπουσιάζει.
Τὴν Ἀνάσταση ὅμως δὲν τὴν εἶδε κανεὶς ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους. Κι αὐτὸ δὲν ἦταν μικρὸ ἐμπόδιο γιὸ νὰ τοὺς πείσουν. Πῶς λοιπὸν θὰ μποροῦσαν νὰ βεβαιώσουν στεριὰ καὶ θάλασσα γιὰ τὴν Ἀνάσταση; Καὶ γιατί, πές μου, ἀφοῦ σῴνει καὶ καλὰ ἤθελαν νὰ τὸ κάνουν αὐτό, δὲν ἐγκατέλειπαν τὴν Ἰουδαία ἀμέσως, νὰ πᾶνε στὶς ξένες χῶρες; Ἀλλὰ δὲν θαυμάζεις ὅτι ἔπεισαν πολλοὺς καὶ μέσα στὴν Ἰουδαία;

Εἶχαν τὴν τόλμη νὰ παρουσιάσουν τὰ τεκμήρια τῆς Ἀναστάσεως στοὺς ἴδιους τους φονεῖς, σ᾿ ἐκείνους ποὺ τὸν σταύρωσαν καὶ τὸν ἔθαψαν, στὴν ἴδια τὴν πόλη ὅπου ἀποτολμήθηκε τὸ φοβερὸ κακούργημα. Ὥστε καὶ ὅλοι οἱ ἔξω ν᾿ ἀποστομωθοῦν. Γιατὶ ὅταν οἱ «σταυρώσαντες» γίνονται «πιστεύσαντες», τότε καὶ ἡ παρανομία τῆς σταυρώσεως βεβαιώνεται καὶ λάμπει ἡ ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως.

Γιὰ νὰ ἑλκύονται ὅμως τὰ πλήθη σημαίνει πὼς οἱ μαθηταὶ ἔκαναν θαύματα. Ἂν ὅμως δὲν ἀναστήθηκε καὶ μένει νεκρός, πῶς οἱ ἀπόστολοι θαυματουργοῦσαν στὸ ὄνομά του; Πῶς πάλι, ἂν δὲν ἔκαναν θαύματα, ἔπειθαν; Καὶ ἂν μὲν ἔκαναν -καὶ βεβαίως ἔκαναν- εἶχαν θεοῦ δύναμη. Ἂν ὅμως δὲν ἔκαναν καὶ ἐν τούτοις κυριαρχοῦσαν παντοῦ, θὰ ἦταν ἀκόμη πιὸ ἀξιοθαύμαστο. θὰ ἦταν τὸ μέγιστο θαῦμα, ἂν χωρὶς θαύματα διέσχιζαν καὶ κυρίευαν τὴν οἰκουμένη δώδεκα φτωχοὶ καὶ ἀγράμματοι ἄνθρωποι. Ἀσφαλῶς οὔτε μὲ τὰ πλούτη οὔτε μὲ τὴ σοφία τους ἐπεκράτησαν οἱ ψαράδες. Ὥστε καὶ χωρὶς νὰ θέλουν κηρύττουν ὅτι μέσα τους ἐνεργοῦσε ἢ θεία δύναμη τῆς Ἀναστάσεως. Γιατὶ εἶναι τελείως ἀδύνατο ἀνθρώπινη δύναμη νὰ κατορθώσει ποτὲ τέτοια ἐκπληκτικὰ πράγματα.

Προσέξτε μὲ πολὺ ἐδῶ, γιατί αὐτὰ εἶναι ἀναμφισβήτητες ἀποδείξεις τῆς Ἀναστάσεως. Γι᾿ αὐτὸ καὶ θὰ ἐπαναλάβω πάλι: Ἂν δὲν ἀναστήθηκε, πῶς ἔγιναν ἀργότερα στὸ ὄνομά του μεγαλύτερα θαύματα; Κανεὶς βέβαια δὲν κάνει μετὰ τὸν θάνατό του μεγαλύτερα θαύματα ἀπ᾿ ὅσα ὅταν ζοῦσε. Ἐνῷ ἐδῶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ γίνονται θαύματα μεγαλύτερα καὶ κατὰ τὸν τρόπο καὶ κατὰ τὴ φύση: Κατὰ τὴ φύση ἦταν μεγαλύτερα, γιατί ποτὲ ἡ σκιὰ τοῦ Χριστοῦ δὲν θαυματούργησε. Ἐνῷ οἱ σκιὲς τῶν ἀποστόλων ἔκαναν πολλὰ θαύματα. Κατὰ τὸν τρόπο πάλι ἦταν μεγαλύτερα, ἐπειδὴ τότε μὲν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πρόσταζε καὶ θαυματουργοῦσε. Μετὰ τὴ Σταύρωση ὅμως καὶ τὴν Ἀνάστασή του οἱ δοῦλοι του ἐπικαλούμενοι ἁπλῶς τὸ σεβάσμιο καὶ ἅγιο ὄνομά του μεγαλύτερα καὶ ἐκπληκτικότερα ἐπιτελοῦσαν. Ἔτσι δοξαζόταν κι ἀκτινοβολοῦσε πιὸ πολὺ ἡ δύναμή του.

Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅρισαν νὰ διαβάζονται ἀμέσως μετὰ τὸν σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασή του, οἱ «Πράξεις» ποὺ περιγράφουν τὰ θαύματα τῶν ἀποστόλων καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν ἐπικυρώνουν τὴν Ἀνάσταση, γιὰ νὰ ἔχουμε σαφῆ καὶ ἀναμφισβήτητη τῆς Ἀναστάσεως τὴν ἀπόδειξη: Δὲν τὸν εἶδες Ἀναστάντα μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος; Ἀλλὰ τὸν βλέπεις μὲ τὰ μάτια τῆς Πίστεως. Δὲν τὸν εἶδες μὲ τὰ «ὄμματα» τοῦτα; Θὰ τὸν δεῖς μὲ τὰ θαύματα ἐκεῖνα. Τῶν θαυμάτων ἢ ἐπίδειξη σὲ χειραγωγεῖ στῆς Ἀναστάσεως τὴν ἀπόδειξη.

Θέλεις ὅμως νὰ δεῖς καὶ τώρα θαύματα; Θὰ σοῦ δείξω. Καὶ μάλιστα πιὸ μεγάλα ἀπ᾿ τὰ προηγούμενα: Ὄχι ἕνα νεκρὸ ν᾿ ἀνασταίνεται, ὄχι ἕνα τυφλὸ νὰ ξαναβλέπει, ἀλλὰ τὴ γῆ ὁλόκληρη νὰ ἐγκαταλείπει τὸ σκοτάδι τῆς πλάνης.
Μεγίστη ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ὅτι ὁ Ἐσφαγμένος Χριστὸς ἔδειξε μετὰ τὸν θάνατο τόση δύναμη, ὥστε ἔπεισε τοὺς ζωντανοὺς νὰ περιφρονήσουν καὶ πατρίδα καὶ σπίτι καὶ φίλους καὶ συγγενεῖς καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωή τους γιὰ χάρη του καὶ νὰ προτιμήσουν μαστιγώσεις καὶ κινδύνους καὶ θάνατο. Αὐτὰ δὲν εἶναι κατορθώματα νεκροῦ κλεισμένου στὸν τάφο, ἀλλὰ ἀναστημένου καὶ ζωντανοῦ.
Πρόσεξε παρακαλῶ: Οἱ ἀπόστολοι, ὅταν μὲν ζοῦσε ὁ Διδάσκαλος ἀπὸ τὸν φόβο τοὺς τὸν πρόδωσαν κι ἐξαφανίσθηκαν ὅλοι. Ὁ Πέτρος μάλιστα τὸν ἀρνήθηκε μὲ ὅρκο τρεῖς φορές. Ὅταν ὅμως πέθανε ὁ Χριστός, αὐτὸς ποὺ τὸν ἀρνήθηκε τρεῖς φορὲς καὶ πανικοβλήθηκε μπροστὰ σὲ μίαν ὑπηρετριούλα, τόσο ἀπότομα ἄλλαξε, ὥστε ν᾿ ἀψηφήσει ὁλόκληρο λαὸ καὶ μέσ᾿ στὴ μέση του Ἰουδαϊκοῦ ὄχλου νὰ διακηρύξει ὅτι ὁ σταυρωθεὶς καὶ ταφεὶς ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν τὴν τρίτη ἡμέρα καὶ ὅτι ἀνέβηκε στὰ οὐράνια. Καὶ τὰ κήρυξε ὅλα αὐτὰ χωρὶς νὰ ὑπολογίσει τὴ φοβερὴ μανία τῶν ἐχθρῶν καὶ τὶς συνέπειες.

Ποῦ βρῆκε αὐτὸ τὸ θάρρος; Ποῦ ἀλλοῦ, παρὰ στὴν Ἀνάσταση. Τὸν εἶδε καὶ συνομίλησε μαζί του καὶ ἄκουσε γιὰ τὰ μέλλοντα ἀγαθά, κι ἔτσι ἔλαβε δύναμη νὰ πεθάνει γι᾿ Αὐτὸν Καὶ νὰ σταυρωθεῖ μὲ τὴν κεφαλὴ πρὸς τὰ κάτω. Τὸ ἐξόχως σπουδαῖο εἶναι ὅτι ὄχι μόνο ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι, ἄλλα, καὶ ὁ Ἰγνάτιος, ποὺ οὔτε κὰν τὸν εἶδε οὔτε ἀπόλαυσε τὴ συντροφιά του, ἔδειξε τόση προθυμία γιὰ χάρη του, ὥστε γι᾿ Αὐτὸν πρόσφερε θυσία τὴ ζωή του. Καὶ μόνο ὁ Ἰγνάτιος καὶ οἱ ἀπόστολοι; Καὶ γυναῖκες καταφρονοῦν τὸν θάνατο, πού, πρὶν ἀναστηθεῖ ὁ Χριστός, ἦταν φοβερὸς καὶ φρικώδης ἀκόμη καὶ σὲ ἄνδρες καὶ μάλιστα ἁγίους.

Ποιὸς τοὺς ἔπεισε ὅλους αὐτοὺς νὰ περιφρονήσουν τὴν παροῦσα ζωή; Φυσικὰ δὲν εἶναι κατόρθωμα ἀνθρώπινης δυνάμεως νὰ πειστοῦν τόσες μυριάδες, ὄχι μόνο ἀνδρῶν, ἄλλα καὶ γυναικῶν καὶ παρθένων καὶ μικρῶν παιδιῶν, νὰ πειστοῦν νὰ θυσιάσουν τὴν παροῦσα ζωή, νὰ τὰ βάλουν μὲ θηρία, νὰ περιγελάσουν τὴ φωτιά, νὰ καταπατήσουν κάθε εἶδος τιμωρίας καὶ νὰ σπεύσουν πρὸς τὴ μέλλουσα ζωή!
Καὶ ποίος, παρακαλῶ, τὰ κατόρθωσε ὅλ᾿ αὐτά; Ὁ νεκρός; Ἀλλὰ τόσοι νεκροὶ ὑπῆρξαν καὶ κανένας δὲν ἔκανε τέτοια πράγματα. Μήπως ἦταν μάγος καὶ ἀγύρτης; Πλῆθος μάγοι καὶ ἀγύρτες καὶ πλάνοι πέρασαν, ἄλλα ξεχάστηκαν ὅλοι, χωρὶς ν᾿ ἀφήσουν τὸ παραμικρὸ ἴχνος μαζὶ μὲ τὴ ζωή τους ἔσβησαν κι οἱ μαγγανεῖες τους. Ἡ φήμη ὅμως κι ἡ δόξα κι οἱ πιστοί του Χριστοῦ κάθε μέρα αὐξάνουν κι ἁπλώνονται σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη.
Οἱ ἄπιστοι φρίττουν κι οἱ πιστοὶ διακηρύττουν:

Χριστὸς ἀνέστη! Ἀληθῶς ἀνέστη!

Η ελληνική ορθόδοξη Ανάσταση του Φώτη Κόντογλου

Η ελληνική ορθόδοξη Ανάσταση

 του Φώτη Κόντογλου
Ανάσταση - Μονή της Χώρας
Όλα όσα γίνουνται στον κόσμο, γίνουνται και ξαναγίνουνται πολλές φορές τα ίδια· μονάχα ένα πράγμα έγινε μόνο μια φορά και δεν θα ξαναγίνει πια, η Ανάσταση του Χριστού. Αυτό είναι το μοναδικό θαύμα των θαυμάτων, το «ἄφραστον θαῦμα», που αναποδογύρισε τον κόσμο, κ’ έδωσε ελπίδα στο απελπισμένο γένος των ανθρώπων. Με την Ανάσταση του Χριστού, μας προσκάλεσε να πιστέψουμε στην αφθαρσία ο Θεός ο «ζωοποιῶν τούς νεκρούς καί καλῶν τά μή ὄντα ὡς ὄντα». Κι’ όπως λέγει πάλι ο Παύλος: «πιστός ὁ καλῶν ὑμάς, ὅς καί ποιήσει». Όποιος δεν πιστεύει στην Ανάσταση του Χρίστου, ψέμματα λέγει πως πιστεύει σ’ αυτόν τον βασιλέα της αθανασίας, κατά τον απόστολο Παύλο που λέγει: «εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν τό κήρυγμα ἡμών, κενή δέ καί ἡ πίστις ἡμῶν».
Η βάση λοιπόν και το θεμέλιον της θρησκείας μας είναι η Ανάσταση του Χριστοῦ. Κι’ η ορθοδοξία που την έχει την Ανάσταση «ἑορτῶν ἑορτήν καί πανήγυριν πανηγύρεων» έχει την αληθινή και την απλή και την ασάλευτη πίστη, και δεν κατάντησε να γίνει ένα κοσμικό ηθικό σύστηστημα, όπως γίνηκε αλλού, και που κατά δυστυχία σ’ αυτό ξεπέφτει κ’ η δική μας Ορθοδοξία, όσο ολοένα λείπει η πίστη. Για τούτο, στην ορθόδοξη Εκκλησία μας γινήκανε λογής θρησκευτικά έργα για να τιμηθεί η Ανάσταση του Χριστού με κάθε τι έμορφο κι’ αγνό που έχει μέσα της η καρδιά τ’ ανθρώπου. Αυτά τα έργα είναι τα έργα της υμνωδίας, της αγιογραφίας και της ψαλμωδίας, τα μυρίπνοα άνθη, που όσο σιναχώνονται οι πνευματικές μας αισθήσεις, τόσο δεν νοιώθουμε τη μυρουδιά τους. Αυτά, τα λέγω και τα ξαναλέγω, τόσο που βαρέθηκα. Στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα. Λοιπόν ας σταθώ ίσαμε δω, κι’ ας γράψω, για τα έργα τα ίδα, κι’ όποιος βρεθεί κατά τύχη να τα νοιώθει, ας ευχαριστήσει τον Θεό που φώτισε εκείνους τους ευλαβείς ανθρώπους να τα κάνουνε.
Οι ύμνοι που λένε στην εκκλησία κατά την Κυριακή του Πάσχα είναι, θαρώ, από τα πιο υψηλά κι’ από τα πιο πνευματικά έργα της ορθοδοξίας. Ο κανόνας του Πάσχα είναι ποίημα του Ιωάννου Δαμάσκηνου, κι’ ο Ειρμός της α’ Ωδής είναι τούτος:
«Ἀναστάσεως ἡμέρα· λαμπρυνθῶμεν λαοί. Πάσχα, Κυρίου Πάσχα.
Ἐκ γάρ θανάτου πρός ζωήν καί ἐκ γῆς πρός οὐρανόν Χριστός ὁ Θεός ἡμᾶς διεβίβασεν, ἐπινίκιον ἄδοντας».
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ήτανε, όπως δείχνει τονομά του, από τη Δαμασκό, το γένος Σύρος, γεννήθηκε δηλαδή στην πολιτεία που φανερώθηκε ο Χριστός στον Παύλο οπού κατάτρεχε τη θρησκεία του, και στράβωσε τα σωματικά του μάτια για να του ανοίξει τα πνευματικά και να γίνει απόστολός του. Λοιπόν ο Ιωάννης μικρός είχε κλίση στα θρησκευτικά, μ’ όλο που ο πατέρας του ήθελε να τον κάνει άρχοντα, γιατί κι’ αυτός ήτανε επίσημος άνθρωπος κ’ είχε μεγάλο αξίωμα στο παλάτι του μωχαμετάνου αμιρά της Συρίας, τον καιρό που βασίλευε στη Κωνσταντινούπολη ο Λέοντας ο Ίσαυρος. Και για να πάρει ο γυιός του μεγάλη σπουδή, ήθελε να βρει κάποιον πολύξερο δάσκαλο να τον παραδώσει στα χέρια του. Μια μέρα έμαθε πως οι σαρακηνοί είχανε πάγει στη Δαμασκό κάμποσους χριστιανούς πιασμένους σκλάβους στον πόλεμο, και πως πούλησανε όσους μπορέσανε και πως τους άλλους θέλανε να τους σκοτώσουνε, αφού δεν τους αγόραζε κανένας. Πήγε λοιπόν για να γλυτώσει όσους μπορέσει, και φτάνοντας στο παζάρι είδε έναν σκλάβο δεμένον να κείτεται σαν πεθαμένος, και πήγε κοντά του και τον ρώτησε από πού είναι. Κι’ ο σκλάβος του είπε πως ήτανε από την Ιταλία και πως τον λέγανε Κοσμά και πως ήταν καλόγερος. Κ’ επειδή δάκρυσε, γύρισε κ’ είπε στον πατέρα του Ιωάννη: «Με βλέπεις πως δακρύζω· δεν το κάνω γιατί θα χάσω τούτον τον ψεύτικο τον κόσμο, αφού είμαι καλόγερος, πλην κλαίγω γιατί έμαθα την πάσα γνώση και φιλοσοφία, τη ρητορική, την αριθμητική, τη γεωμετρία κι’ απάνω απ’ όλα τη μουσική της εκκλησίας που κάνει την ψυχή να πετά στα ουράνια, και κοντά σ’ αυτά σπούδασα και τη θεολογία, και θλίβομαι γιατί θα τα πάρω μαζί μου δίχως να τα διδάξω σε κάποιον άξιο μαθητή». Τότες ο άρχοντας κατάλαβε πως ο Θεός του έστειλε κείνον τον Κοσμά για να γίνει δάσκαλος του γυιού του, και τον αγόρασε μαζί μ’ άλλους σκλάβους. Και τους μεν άλλους τους λευτέρωσε να πάνε όπου θέλανε, μα τον Κοσμά τον επήρε στο σπίτι του και τον έντυσε καλά ράσα και τον είχε σε κάθε τιμή και τον κατάστησε δάσκαλο του μοναχογυιού του Ιωάννη. Αλλά είχε κ’ ένα άλλο παιδί ψυχοπαίδι που το λέγανε Κοσμά, από τα Ιεροσόλυμα, και τ’ αγαπούσε όσα με το παιδί του και δεν το ξεχώριζε σε τίποτα από τον Ιωάννη. Λοιπόν τους δίδαχνε και τους δυό εκείνος ο άγιος άνθρωπος με πολύν πόθο, μα και κείνοι τύχανε κι’ οι δυό καλές και βλογημένες ψυχές, και ρουφούσανε από τα χείλια του όσα τους έλεγε, τόσο, που σε λίγα χρόνια γενήκανε τέλειοι σε όλα τα θεωρητικά, αλλά προπάντων στα θεολογικά, επειδή κ’ οι δυό αγαπούσανε οι καλότυχοι παραπάνω από όλα, τη θρησκεία του Χριστού. Για τούτο, μ’ όλο που θέλανε οι γονιοί τους να τους κάνουνε αφεντάδες, πήγανε στο μοναστήρι του αγίου Σάββα και καλογερέψανε, και ζήσανε μακρυά από τον κόσμο.
Το εργόχειρο τους ήτανε να καλλιγραφούνε βιβλία και να ταιριάζουνε ύμνους και τροπάρια, ψέλνοντας τα, επειδής ήτανε και μουσικοί άριστοι. Ανάμεσα σε άλλα, ο Ιωάννης σύνθεσε και την Οκτώηχον που τη ψέλνουμε σ’ όλες τις εκκλησιές της ορθοδοξίας ολόγυρις ο χρόνος. Πολλές υμνωδίες είναι συνθεμένες κι’ από τους δυό αντάμα, γιατί αυτό τ’ αγιασμένο ζευγάρι ζούσε πολύ αγαπημένα σαν νάτανε πουλιά του Θεού που κελαηδούσανε για τη δόξα Του. Μα ήρθε ώρα και χωρισθήκανε άθελά τους, γιατί ο Πατριάρχης των Ιεροσολύμων χειροτόνησε τον Κοσμά δεσπότη και τον έστειλε σε μία πολιτεία της Παλαιστίνης που τη λέγανε Μαϊουμά, κ’ εκεί κοιμήθηκε βαθύγερος. Ο δε Ιωάννης απόμεινε στο μοναστήρι του αγίου Σάββα, κ’ έζησε με άσκηση, γράφοντας πλήθος ορθοδοξώτατα βιβλία, αγρυπνώντας στο μικρό κελλί του που ήτανε σκαμμένο μέσα στον βράχο και που σώζεται ως τα σήμερα. Ανάμεσα λοιπόν στα πολλά που σύνθεσε, είναι κι’ ο κανόνας του Πάσχα που είπαμε παραπάνω, γραμμένος με εξαίσιο πνευματικόν οίστρο. Η ιστορία λέγει πως κι’ οι δυό τούτοι άγιοι υμνωδοί είχανε γραμμένον από έναν κανόνα για το Πάσχα, όπως συνειθίζανε να κάνουνε, αλλά σ’ αυτή την περίσταση δουλέψανε χωριστά, και σαν τελειώσανε το γράψιξο, πιάσανε και ψέλνανε ο καθένας τον δικό του κανόνα για να τον ακούσει ο άλλος και πως σαν έφτασε ο Ιωάννης στο δεύτερο τροπάρι της γ’ ωδής που λέγει: «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια…», ο Κοσμάς τον αγκάλιασε με δάκρυα λέγοντάς του: Αδελφέ μου Ιωάννη, νικήθηκα και το μολογώ! Κ’ έσκισε το χειρόγραφό του, κ’ απόμεινε ο κανόνας του Ιωάννη, κι’ από τότε ψέλνεται σ’ όλη την ορθόδοξη Χριστιανωσύνη.
Από τους άλλους ειρμούς εξαίσιος είναι κι’ ο ειρμός της δ’ ωδής, που είναι εμπνευσμένος από την προφητεία του Αββακούμ, και λέγει:
«Ἐπί τῆς θείας φυλακῆς ὁ θεηγόρος Ἀββακούμ στήτω μεθ ‘ ἡμῶν καί δεικνύτω φαεσφόρον ἄγγελον διαπρυσίως λέγοντα
Σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ ὅτι ἀνέστη Χριστός ὡς παντοδύναμος».
Ακόμα πιο συγκινητικός είναι ο ειρμός της ε’ ωδής που λέγει:
«Ὀρθρίσωμεν ὄρθρου βαθέος καί ἀντί μύρου τόν ὕμνον προσοίσωμεν τῷ Δεσπότῃ·
καί Χριστόν ὀψόμεθα, δικαιοσύνης ἥλιον, πᾶσι ζωήν ἀνατέλλοντα».
Ο υμνωδός παίρνει αφορμή από τις μυροφόρες γυναίκες που πήγανε ν’ αλείψουμε με μύρα το Χριστό και λέγει πως εμείς οι ανάξιοι δε μπορούμε να πάμε στον τάφο του Χριστού να αλείψουμε το άχραντο σώμα του με αλόη και με σμύρνα. Λοιπόν τουλάχιστο ας σηκωθούμε πρωί πρωί κι’ ας Τον δοξολογήσουμε με ύμνους: «καί ἀντί μύρου τόν ὕμνον προσοίσωμεν τῷ Δεσπότῃ». Το πρώτο τροπάρι της η’ ωδής λέγει:
«Δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματας, τῆς θείας εὐφροσύνης ἐν τῇ εὐσήμῳ ἡμέρᾳ τῆς ἐγέρσεως,
βασιλείας τε Χριστοῦ κοινωνήσωμεν, ὑμνοῦντες αὐτόν ὡς Θεόν εἰς τούς αἰῶνας».
Είναι εμπνευσμένο από τα λόγια που είπε ο Χριστός στους μαθητάδες του, κατά τον Μυστικό Δείπνο που έκανε μαζί τους το Πάσχα: «Καί λαβών τό ποτήριον εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς, καί ἔπιον ἐξ αὐτοῦ πάντες· καί εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο ἐστι τό αἷμα μου τό τῆς καινῆς διαθήκης τό περί πολλῶν ἐκχυνόμενον · ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐκέτι οὐ μή πίω ἐκ τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὅταν αὐτό πίω καινόν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ» ( Μαρκ. ιδ’, 25).’
Όσο και να τα νοιώσει κανένας αυτά τα λόγια, θαρώ πως δεν μπορεί να τα νοιώσει βαθειά, αν δε νοιώσει το μέλος που είναι τονισμένα απάνω στη μουσική που είναι πιο αρχαία, κ’ εμείς οι προκομένοι πετάξαμε τη μουσική, ήγουν τη ρίζα, και κρατήσαμε τα φύλλα που δίχως ρίζα είναι μαραμένα. Αυτό κάνουνε κάτι μοντέρνοι λεγόμενοι ψαλτάδες, που τραγουδάνε αυτά τα σοβαρά λόγια, οπού καταυγάζονται από φως πνευματικό, με κάποιες νερόβραστες μουσικές αισθηματολόγιες, κ’ είναι σαν να λέγανε οι παπαγάλοι την Ιλιάδα του Ομήρου!
Η ορθόδοξη Εκκλησία μας από τα τέσσερα Ευαγγέλια που ιστορούνε την Ανάσταση, διάλεξε για το Πάσχα το Ευαγγέλιο του Μάρκου που είναι γραμμένο με λόγια δυνατά και τρομαχτικά, όχι τρομαχτικά να σε πιάσει φόβος, τέτοιον που νοιώθουμε από τα άσκημα καθέκαστα της αμαρτωλής ζωής μας, μα κάποιος άλλος φόβος που μας φέρνει σε έκσταση και σε ενθουσιαστικό θάμπωμα και σε ταπείνωση και σε αγάπη. Καταπιάστηκα να το μεταφράσω, μα το παράτησα, γιατί τις αστραπές δε μπορείς να τις παραστήσεις με το τσακτάκι μήτε τα αστροπελέκια με τις μράκες, κι’ ούτε τον άνεμο που φυσά από τον κόσμο της αθανασίας να τον παραστήσεις με την πεθαμένη ανασαμιά σου· για τούτο το βάζω όπως είναι γραμμένο από το χέρι του Μάρκου· μοναχά που το αντιγράφει κανείς, θαρεί πως αγιάζει:
«Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου, Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί Μαρία τοῦ Ἰακώβου καί Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσι τόν Ἰησοῦν. Καί λίαν πρωί τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπί τό μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καί ἔλεγον πρός ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τόν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καί ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γάρ μέγας σφόδρα. Καί εἰσελθοῦσαι εἰς τό μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, καί ἐξεθαμβήθησαν. Ὁ δέ λέγει αὐταῖς· μή ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τόν ναζαρηνόν, τόν ἐσταυρωμένον; ἠγέρθη, οὐκ ἐστίν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὁποῦ ἔθηκαν αὐτόν. Ἀλλ ‘ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καί τῷ Πέτρω ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τήν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτόν ὄψεσθε, καθώς εἶπεν ὑμῖν. Καί ἐξελθοῦσαι ταχύ ἔφυγον ἀπό τοῦ μνημείου· εἶχε δέ αὐτάς τρόμος καί ἔκστασις, καί οὐδενί οὐδέν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ».
Δεύτερη αγιασμένη τέχνη για την ορθοδοξία, ύστερα από τη ψαλμωδία, είναι η αγιογραφία· γιατί η υμνογραφια κ’ η μουσική είναι ένα, όπως το δείχνει η λέξη υμνωδία. Η αγιογραφία είναι η ζωγραφική που κάνει θρησκευτικά ήγουν πνευματικά έργα, γι’ αυτό και ξεφεύγει από τη λεγόμενη φυσικότητα που είναι ένα μοιάσιμο μάταιο κι’ άσκοπο της φύσης, όπως κ’ η πίστη ξεφεύγει από τα φυσικά όντα, ένα χάρισμα υπερφυσικό. Οι πολλοί θαρούνε πως το φυσικό είναι ένα με τ’ αληθινό, ενώ δεν είναι η φυσικότητα είναι η ξώπετση και περαστική όψη σε κάθε πράγμα, ενώ η αληθινή και βαθειά ουσία του βρίσκεται παραμέσα, στα βαθειά και δεν ειμπορεί να παρασταθεί με το να βάζουμε στη ζωγραφιά με ελαφράδα τα σχήματα και τα χρώματα που βλέπει στη μηχανή το σαρκικό μάτι μας, αλλά με το να βρίσκουμε και να αποτυπώνουμε τα σχήματα και τα χρώματα που βλέπει το πνευματικό μάτι μας και που ξεσκεπάζουνται μοναχά στην ψυχή που ζει αληθινά πνευματικά, δηλαδή θρησκευτικά. Η πνευματική αίσθηση δεν είναι αυτή που λέμε για κάθε τι που είναι μεν σαρκικό, πλην εκλεπτυσμένο, αλλά είναι κάποια μυστική λειτουργία πολύ πιο σπάνια απ’ ό,τι θαρούμε κι’ ολότελα ακατανόητη για τον σαρκικό άνθρωπο, που είναι αναίσθητος στ’ αληθινά πνευματικά, ήγουν χωρίς μυστικισμό. Τα έργα της ανατολίτικης ζωγραφικής, που τη λένε βυζαντινή, είναι έργα πνευματικά, γιατί οι τεχνίτες που τα κάνανε είχανε αυτή την πνευματική αίσθηση, και μπορέσανε να εκφράσουνε με υλικά μέσα, με σχήματα και με χρώματα, κάποια πράγματα πνευματικά, για τούτο αυτά τα σχήματα και τα χρώματα κι’ ο τρόπος που είναι συνταιριασμένα δεν έχουνε τούτη τη στενή και μηχανική φυσικότητα, αλλά την βαθύτερη ουσία της αλήθειας, κ’ είνε όλα μυστικά, και αναγωγικά στην πνευματική, στην αληθινή αλήθεια. Αυτά τα έργα της ανατολίτικης αγιογραφίας δεν είναι άσκοπα και νεκρά αλλά δίνουνε τροφή πνευματική σ’ όποιον έχει αίσθηση πνευματική και νοιώθει την αλήθεια της θρησκείας του Χριστού που είναι κρυμμένη μέσα σε μυστήριο: για τούτο είναι απλά και σταθερά στον αιώνα. Ο νοών νοήτω.
Λοιπόν οι δικοί μας ορθόδοξοι αγιογράφοι ζωγραφίζουνε την Ανάσταση μ’ αυτόν τον πνευματικό τρόπο, ενώ οι δυτικοί ζωγράφοι τη ζωγραφίζουνε με τρόπο σαρκικό και αντιπνευματικό, γιατί τους λείπει η αίσθηση η πνευματική. Κι’ αυτοί που το νοιώθουνε χωρίζουνται σε πνευματικούς και σε σαρκικούς. Μα κ’ εμείς ξεπέσαμε εξ αιτίας της απιστίας, κ’ επειδή στομώθηκε μέσα μας ο πνευματικός άνθρωπος, κι’ από πνευματικοί γενήκαμε κ’ εμείς σαρκικοί, δηλαδή νεκροί, γιατί όποιος δεν ζει και δεν αισθάνεται πνευματικά, είναι πεθαμένος, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη. Η πνευματική αίσθηση βγαίνει από το συμμάζεμα της καρδίας, ή από τον πόνο της ψυχής κι’ από την ταπείνωση του νου. Μ’ αυτόν τον τρόπο η ψυχή βρίσκει το μυστικό μονοπάτι που πηγαίνει μέσα στα έγκατα του ανθρώπου. Αλλά πάλι ξεστράτισα από τη σειρά της ομιλίας μου.
Λοιπόν την Ανάσταση τη ζωγραφίζουνε οι βυζαντινοί αγιογράφοι χωρίς εκείνες τις θεαματικές φαντασμαγορίες που ζωγραφίζουνε οι δυτικοί ζωγράφοι. Αλλά με αυστηρότητα, με ταπεινό και σοβαρό πνεύμα που έχει ωστόσο κάποια θριαμβευτική πνοή, πλην ξένη ολότελα από την ανόητη ματαιοδοξία των κοσμικών θριάμβων. Την Ανάσταση την λένε τις περισσότερες φορές «εἰς Ἅδου κάθοδον». Κατά την Ερμηνεία των ζωγράφων, η υπόθεσις της Αναστάσεως παριστάνεται κατά τούτον τον τρόπο: «Όρη και βουνά και υπ’ αυτά σπήλαιον σκοτεινόν, και άγγελοι αστράπτοντες δένουσι με αλύσεις Βεελτζεβούλ τον άρχοντα του σκότους και τους μετ ‘ αυτών δαίμονας κατασχίζουν, τύπτουν και διώκουν και κλειδονίας πολλάς καταθλασμένας και αι πύλαι του Άδου ερριμέναι συν τοις μοχλοίς, και ο Χριστός επ’ αυτών κατακρατεί τον Αδάμ με την δεξιάν του και την Εύαν με την αριστεράν ο δε Πρόδρομος εκ δεξιών του Χριστού δεικνύει αυτόν· και ο Δαυίδ πλησίον αυτού ως και άλλοι βασιλείς με στέμματα και στέφανα· αριστερά δε οι προφήται Ιωάννης, Ησαΐας, Ιερεμίας και ο δίκαιος Άβελ και άλλοι διάφοροι εστεφανωμένοι· φως δε μέγα κύκλω αυτών και αγγέλων πλήθος». Ο Χριστός παριστάνεται τυλιγμένος με ένα ιμάτιον εύρυπτυχον ανεμιζόμενον απάνω από την κεφαλή του, πατώντας με ορμή απάνω στις καστρόπορτες του Άδου που κείτουνται σπασμένες. Τα χέρια του και τα πόδια του είναι τρυπημένα από τα καρφιά του σταυρού. Σε άλλες εικόνες της Ανάστασης, που είναι πιο αρχαίες, ο Χριστός βαστά με το δεξί χέρι τον σταυρό και με τ’ αριστερό τραβά τον Αδάμ από το μνήμα, ενώ η Εύα είναι γονατισμένη με τα χέρια της τεντωμένα στον λυτρωτή. Σε άλλες εικόνες ο Χριστός πατά απάνω στον Άδη που κοίτεται προύμιτος κι’ αλυσοδεμένος μέσα στα σκοτεινά καταχθόνια. Ανάμεσα στους δικαίους, που στέκουνται από τις δυό μεριές του Χρίστου, είναι κι’ ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, κατά τον υμνωδό που λέγει πως μαρτύρησε πριν από τον Χριστό «ἵνα καί τοῖς ἐν Ἅδῃ τοῦ Σωτήρος κηρύξη τήν ἔλευσιν», όπως κήρυξε τον ερχομό Του στον απάνω κόσμο. Κ’ οι προφήτες παραστέκουνται γιατί προφητέψανε την ανάσταση, κι’ ο Άβελ ωσάν που στάθηκε ο πρώτος αδικοσκοτωμενος μάρτυρας. Κι’ οι κλειδαριές οι σπασμένες και τα μάνταλα δείχνουνε τις καταραμένες αμπάρες που βαστούσανε σφαλισμένες τις ψυχές μέσα στο σκοτεινό βασίλειο του Χάρου, κατά το τροπάρι που λέγει: «Κατῆλθες ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς καί συνέτριψας μοχλούς αἰωνίους, κατόχους πεπεδημένων, Χριστέ». Βλέπεις πως οι αγιογράφοι παίρνανε έμπνευση από την αγιογραφία· γιατί στην ορθοδοξία τα έργα της κάθε τέχνης είναι υπομνήματα στο Ευαγγέλιο, κι’ όχι άσκοπα εφευρήματα της φαντασίας. Άλλο τροπάρι που θυμίζει την εικόνα της Ανάστασης είναι και τούτο: «Τήν ἄμετρόν σου εὐσπλαγχνίαν οἱ ταῖς τοῦ Ἅδου σειραῖς συνεχόμενοι δεδορκότες πρός τό φῶς ἠπείγοντο, Χριστέ, ἀγαλλομένῳ ποδί, Πάσχα κροτοῦντες αἰώνιον». Η ίδια η εικόνα της Ανάστασης, όπως τη ζωγραφίζανε οι ορθόδοξοι αγιογράφοι, θαρείς πως είναι με λόγια ζωγραφισμένη στο τροπάρι που ψέλνουνε μικροί μεγάλοι:
«Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
Που τις βρήκανε λοιπόν τις σημαίες και τα μπαϊράκια που βάζουνε να βαστά ο Χριστός; Αυτά τα εφεύρανε οι ζωγράφοι της δύσης που τα κάνανε όλα κατά τη μικρόλογη φαντασία τους και που αγαπούσανε αυτά τα θεατρικά, και βάλανε έναν κρίνο στο χέρι του αρχάγγελου Γαβριήλ που πήγε στην Παναγία, κάτι γύρους σαν τσέρκια καθισμένα απάνω στα κεφάλια των άγιων, μια καρδιά με αχτίνες κολλημένη στο στήθος του Χριστού, δαχτυλίδια στο χέρι της αγίας Αικατερίνας, μαντολίνα και κιθάρες στα χέρια των αγγέλων, κ’ ένα σωρό άλλα τέτοια φτηνά στολίδια, ανάξια για τη βαθεία θρησκεία του Χριστού, κι’ εμείς που δεν ξέρουμε τι μας γίνεται, τώρα τελευταία, που πολιτισθήκαμε τάχα κ’ ευρωπαϊσθήκαμε, βάλαμε στις εκκλησίες μας αυτές τις άνοστες χαλκομανίες μαζί με τις ανάλατες μοντέρνες μουσικές, (αυτά πάνε συνέχεια), κι’ αφήσαμε τα πατρογονικά μας που ήτανε βαθειά κι’ αληθινά, και γινήκαμε παπαγάλοι και μαϊμούδες, και καμαρώνουμε γιατί πετάξαμε τα διαμάντια και στολισθήκαμε με τις χάντρες που βάζουνε στα άλογα, φτάνει πως είνε καμωμένες στην Ευρώπη.
Οι δυτικοί ζωγράφοι ζωγραφίζουνε τον Χριστό να αναστήνεται από τον τάφο γυμνός και επιδειχτικός σαν να αλαλάζει, καλοχτενισμένος, με παχουλό και ροδαλδ κορμί όπως τον άνθρωπο που έκανε μπάνιο. Βαστά στο χέρι του μια σημαία και το άλλο το σηκώνει ψηλά ή σηκώνει και τα δυό του τα χέρια απάνω. Ένας άγγελος ασπροντυμένος κι’ ανέκφραστος, σαν νοσοκόμα, κάνει πως κυλά την ταφόπλακα. Πεντέξη στρατιώτες κάνουνε κάτι προσποιητές χειρονομίες σαν θεατρίνοι, πως τάχα τους έπιασε φόβος. Το πρόσωπο του Χριστού είναι γαλατένιο, με τριανταφυλλιά μάγουλα σαν καλοφαγωμένη γυναίκα, με κάτι ψεύτικα κι’ αταίριαστα γένεια. Πίσω ο ουρανός είναι σαν κάρτποσταλ με σύννεφα ζωγραφισμένα από κάποιο βασίλεμα εκ του φυσικού. Μ’ αυτά τα πράγματα θέλουνε να παραστήσουνε τον κόσμο της αθανασίας και της αλήθειας που μας έδειξε ο Χριστός, με καλοθρεμένα κορμιά, με αγγέλους να φοράνε κολλαρισμένα ρούχα, με θεατρίνους και με κρεπούσκουλα του κινηματογράφου.
Οι βυζαντινοί αγιογράφοι φιλοτεχνήσανε εξαίσιες εικόνες της Ανάστασης με την αποκαλυπτική απλότητα της αλήθειας, κι’ όχι θεατρικές σκηνοθεσίες. Απ’ αυτές τις εικόνες, άλλες είναι ζωγραφισμένες σε σανίδια κι’ άλλες στον τοίχο, και λιγοστές καμωμένες με ψηφία. Με ψηφία είναι του Δαφνιού, του Οσίου Λουκά και της Νέας Μονής της Χίου. Του Δαφνιού είναι μαστορική, μα του Οσίου Λουκά και της Νέας Μονής είνε πιο θρησκευτικές. Του Οσίου Λουκά, είναι δογματική και λιγοπρόσωπη. Απ’ όσες εικόνες είναι στον τοίχο ιστορημένες, ξεχωρίζει η Ανάσταση που είναι ζωγραφισμένη στην Περίβλεπτο του Μύστρα, μια άλλη που βρίσκεται στην Πόρτα Παναγιά της Θεσσαλίας, μια άλλη που ζωγράφισε ο Πανσέληνος, στο Πρωτάτο στ’ Άγιον Όρος, καθώς κ’ η Ανάσταση της μονής Βατοπεδίου στο Όρος, οι μεγάλες τοιχογραφίες που κάνανε οι φημισμένοι κρητικοί ζωγράφοι στα αγιορίτικα μοναστήρια της Λαύρας, του Διοχειαρίου, του Διονυσίου και στη Μολυβοκκλησιά, δυό τοιχογραφίες καμωμένες από τον Φράγκο Κατελάνο τον εκ Θηβών στο παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου της Λαύρας στ’ Άγιον Όρος και στα Μετέωρα στο μοναστήρι της Μεταμόρφωσης, το λεγόμενο του Μεγάλου Μετεώρου, έργο των ιδίων Κρητικών αγιογράφων που φτιάξανε τα έργα της μονής του Διονυσίου ή του Διοχειαρίου. Μια και σε κάθε παλιά εκκλησιά της Ελλάδας είναι ζωγραφισμένη η Ανάσταση στον ίδιο τύπο, κατά τα χρόνια που βασιλεύανε οι Τούρκοι, όπως στην Καισαριανή, στα ερημοκκλήσια του Μαρουσιού, του Λιόπεσι, του Μαρκόπουλου, στη Σαλαμίνα, τα περισσότερα έργα του Γεωργίου Μάρκου, στον Μοριά τα έργα των Μόσχων, του Κακαβά, του Παιδιώτη του Κρητός κ.ά. Στα νησιά δεν βρίσκουνται τοιχογραφίες αλλά βρίσκουνται εικονίσματα της Ανάστασης ζωγραφισμένα σε σανίδι, έργα του Δαμασκηνού στην Κρήτη, του Τζάνε, του Βίκτορος, του Λαμπάρδου κ.ά. στα Ερημόνησα, των Σκορδίληδων στη Μήλο και στη Σίφνο. Στην Εύβοια βρίσκουνται λαμπρές εικόνες της Ανάστασης ιστορημένες στον τοίχο, όπως στον Οξύλιθο, στο Μοναστήρι Γαλατάκι, στη Χρυσοκαστυλλιώτισσα κοντά στο κάστρο των Φύλλων, στον Άγιο Γιώργη τον Αρμά, στις Λεύκες κ.ά. Μαστορικές εικόνες της Ανάστασης βρίσκονται στορημένες και μέσα σε χειρόγραφα βιβλία στα μοναστήρια του Βατοπεδιού, της Λαύρας και των Ιβήρων, καθώς κ’ άλλες δουλεμένες στο ασήμι ή στο μάλαμα απάνω στα καπάκια τους στολισμένες.
Φ. Κόντογλου -5 μελετήματα για τον πεζογράφο καί τον καλλιτέχνη, 
εκδ. Κριτικών φύλλων, επιμ. Ι. Μ. Χατζηφώτη,
Αθήνα 1975, σελ. 45-51
Πηγή http://anestixristos.blogspot.com/2011/04/blog-post_26.html

Κυριακή των Βαΐων: Ευλογημένος ο Ερχόμενος (Φώτης Κόντογλου)

Κυριακή των Βαΐων: Ευλογημένος ο Ερχόμενος (Φώτης Κόντογλου)

Εκείνος που έχει θρόνο τον ουρανό και υποπόδιο τη γη, ο γυιός του Θεού και ο Λόγος του ο συναΐδιος, σήμερα ταπεινώθηκε και ήρθε στη Βηθανία απάνω σ’ ένα πουλάρι. Και τα παιδιά των Εβραίων τον υποδεχθήκανε φωνάζοντας: «Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος, ο βασιλιάς του Ισραήλ».

Οι πολέμαρχοι του κόσμου, σαν τελειώνανε τον πόλεμο και βάζανε κάτω τους οχτρούς τους, γυρίζανε δοξασμένοι και καθίζανε απάνω σε χρυσά αμάξια για να μπούνε στην πολιτεία τους. Μπροστά πηγαίνανε οι σάλπιγγες κι οι ση­μαίες κ’ οι αντρειωμένοι στρατηγοί και πλήθος στρατιώτες σκεπα­σμένοι με σίδερα άγρια και βαστώντας φονικά άρματα γύρω σ’ ένα αμάξι φορτωμένο με λογής λογής αρματωσιές και σπαθιά και κοντάρια παρμένα από το νικημένο έθνος.

Όλοι οι πολεμιστές ήτανε σαν άγρια θηρία σιδεροντυμένα, τα κεφάλια τους ήτανε κλειδωμένα μέσα σε φοβερές περικεφαλαίες, τα χοντρά και μαλλιαρά χέρια τους ήτανε ματωμένα από τον πόλεμο, τα γερά ποδάρια τους περπατούσανε περήφανα και τεντωμένα, σαν του λιονταριού που ξέσκισε με τα νύχια του το ζαρκάδι και τανύζεται με μουγκρητά και φοβερίζει τον κόσμο. Ύστερα ερχότανε το χρυσό τ’ αμάξι του πολεμάρχου, που καθότανε σ’ ένα θρονί πλουμισμένο μ’ ακριβά πετράδια, περήφανος, ακατάδεχτος, φοβερός, που δεν μπορούσε να τον αντικρίσει μάτι δίχως να χαμηλώσει και βαστούσε το τρομερό σκήπτρο του, που κάθε σάλεμά του ήτανε προσταγή, δίχως ν’ ανοίξει τα στόμα του αυτός που το κρατούσε.

Άλογα ανήμερα, ήτανε ζεμένα σ’ αυτά τ’ αμάξι, με λουριά χρυσοκεντημένα με γαϊτάνια και περπατούσανε κι αυτά καμαρωτά και περήφανα σαν τους ανθρώπους. Ένα κορίτσι έμορφο σαν νεράιδα, μεταξοντυμένο, βαστούσε ένα χρυσό στεφάνι απάνω από το κεφάλι του νικητή, κι άλλα κορίτσια κι αγόρια ρίχνανε λιβάνια κι άλλα μυρουδικά σε κάποια μεγάλα θυμιατήρια όμοια με μανουάλια.

Από πίσω ερχότανε οι σκλάβοι άντρες και γυναίκες κι όποιοι ήτανε άρρωστοι και λαβωμένοι, τους σέρνανε και τους χτυπούσανε οι στρατιώτες. Όση δόξα είχανε αυτοί που πηγαίνανε μπροστά, άλλη τόση καταφρόνεση και δυστυχία είχανε όσοι ακολουθούσανε από πίσω. Αυτοί ήτανε δεμένοι με σκοινιά και μ’ αλυσίδες, πολλοί πιστάγκωνα, κουρελιασμένοι, πληγιασμένοι, κίτρινοι σαν πεθαμένοι από τα μαρτύρια κι από την αγρύπνια. Πολλοί ήτανε μισόγυμνοι κ’ οι πλάτες τους ήτανε μελανιασμένες από το βούνευρο. Ανάμεσά τους ήτανε γυναί­κες, παρθένες ντροπιασμένες, κλαμένες μανάδες με αθώα μωρά στην αγκαλιά τους, γρηές που βαστούσανε τα εγγόνια τους από το χέρι, όλες κατατρομαγμένες σαν τα αρνιά που τα πάνε στον μακελάρη. Γύρω ο κόσμος έκανε σαν τρελλός και φώναζε και δόξαζε τον νικητή κι από πολλά στόματα τρέχανε αφροί. Αλαλαγμός έβγαινε σαν καπνός απ’ όλη την πολιτεία. Αυτή την παράταξη τη λέγανε «θρίαμβο».

Έναν τέτοιον θρίαμβο έκανε κι ο Χριστός σήμερα, ο άρχοντας της ειρήνης και της αγάπης. Μα, όπως τα άλλαξε όλα και τα έκανε ανάποδα απ’ ό,τι συνηθίζανε οι άνθρωποι, έτσι κι ο θρίαμβος που έκανε, ήτανε θρίαμβος της φτώχειας και της ταπείνωσης. Ο Ρωμαίος ύπατος ήτανε καθισμένος απάνω σε θρόνο και σε χρυσό αμάξι, μα ο Χριστός ήτανε καβαλικεμένος απάνω σ’ ένα πουλάρι, σ’ ένα γαϊδουρόπουλο, πούνε το πιο ταπεινό και καταφρονεμένο ανάμεσα στα ζώα.

Κι’ ο ίδιος ήτανε ταπεινός, πράος, ήσυχος, φτωχοντυμένος, κατά την προφητεία που έλεγε: «Είπατε τη θυγατρί Σιών· Ιδού ο βασιλεύς σου έρχεταί σοι πράος και επιβεβηκώς επί όνον και πώλον, υιόν υποζυγίου». Το χέρι του δεν βαστούσε σκήπτρο, αλλά βλογούσε τον κόσμο. Από πόλεμο ερχότανε και κείνος, μα έναν πόλεμο πολύ δυσκολοκέρδιστον, πόλεμο καταπάνω στην κακία και στην ψευτιά και στην υποκρισία και στη φιλαργυ­ρία. Και δεν πήγαινε να ξεκουραστεί απ’ αυτόν τον πόλεμο, αλλά πήγαινε ν’ αρχίσει άλλον, πιο σκληρόν, και να στεφανωθεί μ’ αγκαθένιο στεφάνι και να δαρθεί και να περιπαιχθεί και στο τέλος να καρφωθεί απάνω σ’ ένα ξύλο σαν κακούργος.

Δεν ήτανε τριγυρισμένος από αγριεμένους υποταχτικούς, αλλά από άκακους ψαράδες, καταφρονεμένους σαν και κείνον. Κι ούτε έσερνε από πίσω του σκλάβους τυραννισμένους, αλλά ανθρώπους που τους ελευθέρωσε από τη σκλαβιά του διαβόλου και πεθαμένους που αναστηθήκανε από τη φωνή του. Σάλπιγγες και τούμπανα δεν φωνάζανε για να τον δοξάσουνε, αλλά παιδιά αθώα που συμβολίζανε την απλότητα που έχουνε οι χριστια­νοί και που φωνάζανε «Ευλογη­μένος ο ερχόμενος» και κρατούσανε αντί για σημαίες και για μπαϊράκια κλαδιά πράσινα των δέντρων. Κλαδιά χλωρά και ρούχα στρώνανε χάμω για να πατήσει το γαϊδούρι και να περάσει. Κι αυτό το βλογημένο πήγαινε με σκυμμένο το κεφάλι, ταπεινό, ανήξερο, σηκώνοντας τον Χριστό που καθότανε πρωτύτερα απάνω στα τρομερά εξαφτέρουγα σεραφείμ που είναι από φωτιά. Δεν αξιώθηκε να τον σηκώσει κανένα χρυσό αμάξι, μητε άλογο άκριβοσελωμένο, μητε καμμιά κούνια που να τη βαστάνε αντρειωμένοι βαστάζοι, αλλά τον σήκωνε το γαϊδούρι. Ποιο μάτι δεν δακρύζει άμα συλλογιστεί αυτό το μυστήριο!

Ο Χριστός αναποδογύρισε όσα είχε για σωστά και για αληθινά ο αμαρτωλός ο άνθρωπος. Ποιος όμως είναι σε θέση να νοιώσει την ελευθερία που μας έφερε και να ακολουθήσει το πουλάρι με το σκοινένιο καπίστρι κι όχι τ’ αφρισμένα τ’ άλογα που χλιμιντράνε καμαρωτά και να μη μπει στη Ρώμη με τα πολλά τα είδωλα, παρά να μπει μαζί με τον βασιλιά της ειρήνης στην Απάνω Ιερουσαλήμ;

Πολλοί, που είναι σοβαροί άνθρωποι, θα πούνε πως δεν τα καταλαβαίνουνε αυτά και πως τα παιδιά παι­διακίζουνε κ’ οι άντρες αντρειεύουνται. Τα ίδια λέγανε κ’ οι αρχιερείς κ’ οι σπουδασμένοι. «Ιδόντες δε οι αρχιε­ρείς και γραμματείς τα θαύματα α εποίησε και τους παίδας κράζοντας εν τω ιερώ και λέγοντας: Ωσαννά τω υιώ Δαυίδ, ηγανάκτησαν και είπον αυτώ: Ακούεις τι ούτοι λέγουσιν; Ο δε Ιησούς λέγει αυτοίς: Ναι· ουδέποτε ανέγνωτε ότι «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον;» Και καταλιπών αυτούς εξήλθεν έξω της πόλεως». Οι αρχιερείς κ’ οι γραμματείς διαβάσανε τον ψαλμό του Δαυίδ που έλεγε πως θα προϋπαντήσουνε τον Χριστό τα νήπια και δεν πιστέψανε ωστόσο σ’ αυτόν που υμνολογούσανε. Αμή εμείς που διαβάσαμε στο σημερινό Ευαγγέλιο και τον ψαλμό κι αυτά που είπε ο Χριστός στους Εβραίους, δεν θα κριθούμε πιο αυστηρά αν δεν τον πιστέψουμε; Η ματαιότητα κ’ η περηφάνεια μάς κάνουνε να μην καταδεχόμαστε να πάμε μαζί με τη φτωχή συνοδεία του, ντρεπόμαστε να ακολουθήσουμε ένα αρχηγό που πάει καβαλικεμένος απάνω σ’ ένα γαϊδούρι. Τα ταπεινά, τα φτωχικά, δεν τα θέλουμε. Μα μπορεί να γίνει χριστιανός όποιος δεν αγαπά αυτά που αγάπησε ο Χριστός;

Χθες, Σάββατο, ανάστησε έναν πεθαμένο άνθρωπο, τον Λάζαρο. Ποιος ήτανε αυτός ο Λάζαρος; Κανένας επίσημος άνθρωπος, κανένας τρανός; Ο Λάζαρος ήτανε φτωχός, χωριάτης, κι όπως λέγει το Ευαγγέλιο, ήτανε φίλος του Χριστού, που είχε φίλους όλους τους ανθρώπους. Έναν φίλο σημειώνει το Ευαγγέλιο πως είχε ο Χριστός στον κόσμο, κι αυτός ήτανε φτωχός κι αγράμματος. Μα ποιος από μας αγαπά αυτή την πλούσια φτώ­χια του Χριστού; Απ’ όπου λείπει ο Χριστός, εκεί είναι η φτώχια η αληθινή, όπως απ’ όπου λείπει ο Χριστός λείπει κ’ η ζωή η αληθινή και βασιλεύει ο θάνατος. Αυτό θα το καταλάβεις καλώτατα αν γυρίσεις και δεις γύρω σου κι ακουμπήσεις το κεφάλι σου και συλλογιστείς. Πού είναι εκείνοι οι Ρωμαίοι κ’ οι παντοδύναμοι αφέντες που κάνανε τους θριάμβους οπού ιστορήσαμε πρωτύτερα; Τι γινήκανε κι αυτοί κι οι μυριάδες που τους προ­σκυνούσανε και που γονατίζανε μπροστά τους σαν τα καλάμια που τα γέρνει ο βοριάς; Ποιος τους φέρνει στον νου του εξόν κάποιοι που γράφουνε τα ιστορικά εκείνου του καιρού; Κορμιά, ψυχές, θρονιά, διαμαντόπετρες, άλογα, περηφάνειες, φοβέρες, φωνές, όλα πέσανε σ’ έναν λάκκο και χαθήκανε και σβύσανε σαν να μη γινήκανε ποτές. Και τι απόμεινε από όλα τούτα στις καρδιές των ανθρώπων; Τίποτα κι ακόμα πιο λίγο από τίποτα.

Πλην ο άνθρωπος είναι άπιστος ακόμη και σ’ αυτά που βλέπει και σ’ αυτά που πιάνει με τα χέρια του και τραβά τον δρόμο που τραβήξανε και κείνοι και σέρνει με ευχαρίστηση το άρμα του Νέρωνα, γιατί είναι «νεύρον σιδηρούν ο τράχηλός του». Τ’ αυτιά του είναι σφαλιχτά σε Κείνον που λέγει: «Εγώ ειμί Θεός πρώτος και εις τα επερχόμενα εγώ ειμί. Εγώ βοσκήσω τα πρόβατά μου και εγώ αναπαύσω αυτά». Εκείνος που καθό­τανε απάνω στο γαϊδούρι, εκείνος είναι ζωντανός μέσα στις απλές ψυχές στον αιώνα κ’ είναι για δαύτες θροφή, πηγή αθανασίας, χαρά και αγαλλίαση, κατά τον λόγο που λέγει: «Ευφρανθήσεται καρδία ζητούντων τον Κύριον». Ναι, όποιος ένοιωσε τη χαρά του Χριστού, είναι σαν τον πεθαμένο που αναστήθηκε. Στον κόσμο υπάρχουνε πονεμένοι λογής λογής. Όσοι πονάνε στο κορμί και στην ψυχή κι ο πόνος τους καθαρίζει και τους πηγαίνει στον Θεό, αυτοί είναι οι αγα­πημένοι του Χριστού και περπατάνε στη στράτα του με το φως του το παρηγορη­τικό. Οι άλλοι υποφέρουνε άγονα. Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος γράφει στους Κορινθίους: «Νυν χαίρω, ουχ ότι ελυπήθητε, αλλ’ ότι ελυπήθητε κατά Θεόν, ίνα εν μηδενί ζημιωθήτε εξ ημών. Η γαρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εις σωτηρίαν αμεταμέλητον κατεργάζεται· η δε του κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται». Γι’ αυτούς που ελπίζουνε στον Θεό, δεν μετάλλαξε ο Χριστός τον άγονον ίδρωτά τους σε ιδρώτα σωτηρίας, «ιδρώτα ιδρώτι», αλλά θρηνούνε και πονάνε παντοτινά σαν τους ειδωλολάτρες, σφαζόμενοι με τα μαχαίρι της μοίρας. Γι’ αυτούς δεν άλλαξε ο Χριστός τον ιδρώτα της αγωνίας τους σε ιδρώτα της προσευχής και της ελπίδας. Όποιος δεν πιστεύει στον Χριστό και στο Ευαγγέλιο, είναι πεθαμένος, αφού δεν υπάρχει αληθινή ζωή μέσα του. Γιατί ζωή δεν θα πει να ανασαίνεις και να περπατάς και να τρως και να πίνεις, αλλά να νοιώθεις τη χάρη της αθανασίας. Τότε θα μπορείς να ψάλεις μαζί με τον υμνωδό τούτο το εξαίσιο απολυτίκιο:

«Την κοινήν ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος,
εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός.
Όθεν και ημείς, ως οι παίδες, τα της νίκης σύμβολα φέροντες,
σοι τω νικητή του θανάτου βοώμεν.
Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».

 

ΚΙΒΩΤΟΣ, ΜΗΝΙΑΙΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ, ΕΤΟΣ Β’ ΜΑΡΤΙΟΣ 1953, ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 15

http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2238

ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2012/04/blog-post_3800.html#ixzz1re7P1vfj