Archive for the ‘Uncategorized’ Category
Μιὰ ὀρθόδοξη θεώρησι τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Θεόδωρο Ντοστογιέφσκυ
π. Ἀθανάσιος Γέφτιτς
Μιὰ ὀρθόδοξη θεώρησι τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Θεόδωρο Ντοστογιέφσκυ *
Τὸ παρὸν κείμενο ἀποτελεῖ ἕνα ἀπάνθισμα τῆς ὁμιλίας τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
πρώην Ἐρζεγοβίνης (τῆς Σερβίας) κ. Ἀθανασίου Γέφτιτς, μὲ θέμα:
«Παπαδιαμάντης – Ντοστογιέφκσυ», εἰς τὴν Ἀθήνα τὴν 26η Μαΐου τοῦ 2001
Μόλις εἶχε τελειώσει ὁ Α´ Παγκόσμιος Πόλεμος καὶ εἶχε καταρρεύσει ἡ Γερμανία, ἐνῷ οἱ Μπολσεβίκοι στὴν Ρωσσία εἶχαν νικήσει, ὁ γερμανὸς (λογοτέχνης) Χέρμαν Ἔσσε ἔγραφε, σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα κείμενά του (1919), γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκυ περίπου τὰ ἑξῆς: «Αὐτὸς εἶναι ἐπικίνδυνος γιὰ τὴν Δύσι. Οἱ ἥρωές του, οἱ Καραμαζώφ, εἶναι ἀνατολικοὶ τύποι, πολὺ ἐπικίνδυνοι, σκοτεινοί, μὲ ἀσιατικὸ βάθος καὶ ἀποτελοῦν ἄμεσο κίνδυνο γιὰ τὸν δυτικὸ ἄνθρωπο». Αὐτὴ ἡ πόλωση, «Ἀνατολικοὶ – Δυτικοί», ποὺ ἔβλεπε τότε ὁ Ἔσσε, τὴν ἔχουν λίγο-πολὺ καὶ σήμερα οἱ περισσότεροι, ποὺ γράφουν γιὰ μᾶς τοὺς ὀρθοδόξους λαούς…
Εἶναι, ὅμως, τραγικὴ εἰρωνεία τῆς ἱστορίας ὅτι ὁ Χ. Ἔσσε, ἀφοῦ πέρασε καὶ ὁ Β´ Παγκόσμιος Πόλεμος καὶ πάλι οἱ Γερμανοὶ ἠττήθησαν στὰ Βαλκάνια, ἔγινε βουδδιστής, δηλαδὴ ἄκρως Ἀνατολικός. Καὶ διερωτᾶται κανείς, μήπως οἱ λεγόμενοι Δυτικοὶ εἶναι πιὸ κοντὰ στοὺς ἄπω Ἀνατολίτες, παρὰ σὲ μᾶς ἐδῶ τοὺς κοντινοὺς Βαλκάνιους. Ὅμως, ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, ὄχι μόνο ποὺ δὲν εἴμαστε Δυτικοί, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ Ἀνατολικοί του Ἔσσε· δὲν εἴμαστε Εὐρωπαῖοι τοῦ Ἔσσε, ἀλλ᾿ ἀκόμη λιγότερο Ἀσιάτες του.
Οἱ ἥρωες τοῦ Ντοστογιέφσκυ καὶ τοῦ Παπαδιαμάντη δὲν κατατάσσονται στὰ σχήματα αὐτά, οὔτε ἐξηγοῦνται ἀπὸ αὐτά: «Ἀνατολὴ-Δύσι, Εὐρώπη-Ἀσία, Ἀνατολικοί-Δυτικοί». Ἡ γεωγραφικὴ καὶ πνευματικὴ πατρίδα τους, ἀλλὰ καὶ ἡ δική μας, εἶναι ἡ Ἀνατολικὴ Μεσογειακὴ λεκάνη μὲ τὰ περίχωρά της, ὅπου περιλαμβάνονται ἡ χερσόνησος τοῦ Αἴμου, τὰ Βαλκάνια (ἀλλὰ καὶ ἡ Ρωσσία), ἡ Μ. Ἀσία, ἡ Παλαιστίνη, ἡ Μεσοποταμία, ἡ Αἴγυπτος, ἡ Β. Ἀφρικὴ καὶ ἡ Ν. Ἰταλία, δηλαδὴ ἡ γεωγραφικὴ καὶ πνευματικὴ περιοχὴ τοῦ Βυζαντίου, ὅπου γεννήθηκε ὁ Χριστιανισμός, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς πολιτισμός, καὶ ὅπου γεννήθηκε καὶ ἀναπτύχθηκε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μὲ τὴν παράδοσί της τὴν ζωντανή.
Τὰ πρόσωπα, ποὺ βρίσκομε στὰ ἔργα τοῦ Ντοστογιέφσκυ καὶ τοῦ Παπαδιαμάντη, δὲν μπαίνουν καὶ δὲν ἐξηγοῦνται στὰ πλαίσια αὐτά: «Ἀνατολή-Δύσι», οὔτε στὴν πόλωσι αὐτήν: «Εὐρώπη-Βαλκάνια». Ὄχι πῶς δὲν εἶναι καὶ Ἀνατολικοὶ καὶ Δυτικοί, ἀλλὰ δὲν ἐξαντλοῦνται σ᾿ αὐτὸ τὸ σχῆμα, ὅπως δὲν ἐξαντλούμεθα ἐμεῖς σήμερα μὲ τὸ νὰ χωριζώμεθα σὲ Εὐρωπαίους καὶ Βαλκάνιους…
Ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Ντοστογιέφσκυ γεννήθηκαν καὶ ἀνατράφηκαν σ᾿ αὐτὸ τὸ ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ περιβάλλον. Εἶναι γνωστὴ ἡ σχέσι καὶ τῶν δυό με τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καὶ εἰδικὰ μὲ τὰ Μοναστήρια, καὶ διαπιστώνεται αὐτὴ ἡ σχέσι στὰ ἔργα τους, μὲ διαφορὲς βέβαια, ἀλλὰ καὶ μὲ μία ἐσωτάτη ταυτότητα. Οἱ Κολλυβάδες τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ οἱ Στάρετς (Γέροντες) τοῦ Ντοστογιέφσκυ ἦσαν φορεῖς τῆς ζωντανῆς αὐτῆς παραδόσεως τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Οἱ Στάρετς τῆς Ρωσίας –καὶ ὄχι μόνον τῆς Ὄπτινα στὰ μετέπειτα ἔργα τοῦ Ντοστογιέφσκυ, ἀλλὰ καὶ τοῦ (ἁγίου) Τύχωνος τοῦ Ζαντόνκ, ἐπισκόπου καὶ ἀσκητοῦ– καὶ οἱ Κολλυβάδες μαρτυροῦν προσωπικά, καὶ ὄχι μόνο με τὰ ἔργα τους ἣ τὰ γραπτά τους, ἐκεῖνο ποὺ βρίσκεται στὸ βάθος τῆς ἀνθρωπολογίας τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Ντοστογιέφσκυ: Τὸ ἀνθρώπινο πρόβλημα, ἡ ἀνθρώπινη μοίρα, ἂν θέλετε, ἢ τὸ πεπρωμένο του· ὄχι, ὅμως, μὲ τὴν ἐξωχριστιανικὴ ἔννοια τοῦ κρίματος ἢ τῶν κριμάτων τοῦ Θεοῦ. Κι ἑπομένως μαρτυροῦν γιὰ τὸ ἀνθρωπολογικὸ καὶ ἀνθρωπιστικὸ πρόβλημα.
Πόσα χρωστᾶ ὁ Ντοστογιέφσκυ στὰ Μοναστήρια, στὸν ἅγιο Τύχωνα καὶ στοὺς Στάρετς ἐν συνεχείᾳ καὶ πόσα χρωστᾶ ὁ Παπαδιαμάντης στὸν πατέρα του ἱερέα, ἀλλὰ καὶ στὴν παράδοση τῶν Κολλυβάδων στὴν Σκιάθο… Ἀπὸ τὰ παιδικά τους χρόνια ἦσαν πολὺ ποτισμένοι μὲ τὶς ἐμπειρίες αὐτὲς καί, ὅπως λένε καὶ οἱ δυό, ἀλλὰ τὸ ἐκφράζω μὲ τὰ λόγια του Κ. Παλαμᾶ, ὅτι ἦσαν παιδιά: «Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πάντα αὐτό, ποὺ ἦταν παιδί». Ἴσως δὲν τὸ ξέρομε ἀκριβῶς, ἀλλὰ ξέρομε ὅτι μένει πάντα μέσα του, καὶ στὸν πλέον ἀλλαγμένο ἄνθρωπο –ἀλλαγμένο ἀπὸ τὴν ἡλικία, ἀπὸ τὰ πάθη, ἀπὸ τὴν σκέψι– μένει κάτι ἀπὸ τὸ παιδί. Καὶ ἦσαν παιδιὰ ὅταν ἔζησαν τὴν βαθειὰ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν βαθειὰ ἐμπειρία τῶν ἡρῴων της Βίβλου, ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ ἔτσι νὰ πῶ.
Ὁ Ντοστογιέφσκυ τὸ περιγράφει βάζοντας τὸν στάρετς Ζωσιμᾶ, ποὺ ὡς μικρὸς βρέθηκε στὸν ναὸ τὴν Μ. Ἑβδομάδα, ὅταν διαβαζόταν τὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ. Καὶ εἶναι γνωστό, πὼς ἐκεῖ ἔζησε ὁ στάρετς Ζωσιμᾶς, δηλαδὴ ὁ ἴδιος ὁ Ντοστογιέφσκυ, τὸ μεγάλο μυστήριο, κατὰ τὸ ὁποῖον ἡ πεπερασμένη γήινη μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ αἰώνια Ἀλήθεια, ἡ μορφὴ τοῦ Θεοῦ, συναστήθηκαν, ἀγγίχτηκαν μαζί. Καὶ ἡ γήινη δικαιοσύνη –μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀληθείας, διότι τὸ ῥωσσικὸ «πράβδα» ἔχει καὶ τὴν ἔννοια τῆς ἀληθείας– συναντήθηκε μὲ τὴν αἰώνια ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Ἰὼβ ἀπήντησε: «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας».
Ὁ Παπαδιαμάντης, στὸ καταπληκτικὸ κείμενό του: «Φωνὴ αὔρας λεπτῆς», γραμμένο τὸ 1901, (σχολιάζοντας) ἕνα εἱρμὸ ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τοῦ προφήτου Ἠλιοῦ, γράφει: «Ὁ Θεὸς ἐφανερώθη εἰς τὸν Προφήτην ὄχι ἐν τῷ πνεύματι τῷ βιαίῳ, ὄχι ἐν τῷ συσσεισμῷ, ὄχι ἐν πυρί, ἀλλ᾿ ἐν φωνῇ αὔρας λεπτῆς. Καὶ ἡ φωνὴ τῆς αὔρας τῆς λεπτῆς εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ πράου Ἰησοῦ, εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου».
Ἐν συνεχείᾳ τελειώνει τὸ πολὺ μικρὸ καὶ πολὺ χαρακτηριστικὸ αὐτὸ ἄρθρο –γιὰ νὰ ποῦμε ὅτι δὲν εἶναι ὅλα τὰ διηγήματα, οὔτε ἀκόμη λιγότερο ὅλα τὰ ἄρθρα τοῦ Παπαδιαμάντη τῆς ἴδιας ἀξίας, οὔτε τοῦ Ντοστογιέφσκυ, στὸ ἴδιο ἐπίπεδο, ἀφοῦ ὡς ἄνθρωποι πάλευαν καὶ ἀποτύπωναν– τελειώνει ἀναφέροντας τὸ ποίημα τοῦ Πινδάρου, ὅπου «οἰονεὶ (:σὰν νὰ) προφητεύει» γιὰ τὸν Χριστό, ἀφοῦ «τοιοῦτος Θεός, ἥρως καὶ ἄνθρωπος οὐδεὶς ἄλλος ὑπάρχει, εἰ μὴ ὁ Ἰησοῦς Χριστός».
Φαίνεται μία μεγάλη ἀγάπη τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Ντοστογιέφσκυ γιὰ τὸν Χριστό. Εἶναι γνωστὸ τὸ γράμμα τοῦ Ντοστογιέφσκυ στὸν Φονβίζιν (τὸ 1854), ποὺ λέει παράδοξα: «Ἂν ἡ ἀλήθεια, ἂς ὑποθέσωμε, θὰ ἀπέκλειε τὸν Χριστό, ἐγὼ θὰ ἔμενα μὲ τὸν Χριστὸ κι ὄχι μὲ τὴν ἀλήθεια». Παράδοξο, παραδοξότατο, (ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ὁ ἴδιος εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ἡ Αὐτοαλήθεια, Ἰωάν. ιδ´ 6), ἀλλ᾿ ἀληθηνέστατο. Ὁ Τ. Χρυσάφης, σ᾿ ἕνα βιβλίο του, γράφει γιὰ τὴν θεολογικὴ σκέψι τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ λέει: «Σπάνια συναντοῦμε τὴν λέξι Θεός. Στὰ γραπτά του μιλάει γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἀπευθύνεται στὸν Χριστό». Ὁ Τέσλαν Μίλος ἔχει γράψει ἕνα ἄρθρο γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκυ καὶ λέει: «Δὲν βρῆκε τὸν Θεό, ἔχασε τὸν Θεὸ καὶ πιάστηκε ἀπὸ τὸν Χριστό». Καὶ τὸ θεωρεῖ κατάντημα τοῦ Ντοστογιέφσκυ αὐτό. Ὅμως, τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ γράψη ἕνας καθολικὸς καὶ ποῦ ἀλλοῦ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ὁδηγήση ἡ θρησκεία του; Πῶς νὰ καταλάβη γιατί ὁ Ντοστογιέφσκυ πιάστηκε ἀπὸ τὸν Χριστό…
Ὁ Παπαδιαμάντης τὴν ἴδια ὁμολογία δίνει ὅταν λέῃ: «Ἐν ὅσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ δὲν θὰ παύσω πάντοτε νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου…». Διότι δὲν ἀρκεῖ κάποιος θεός, οὔτε κάποια θρησκεία. Ὁ Θεός μας εἶναι Θεὸς ἐνσαρκωμένος στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Θεὸς ποὺ δὲν ἔλαβε σάρκα, ποὺ δὲν ἔζησε τὸν πόνο μας τὸν ἀνθρώπινο, τὴν ὕπαρξί μας, τὰ βάσανά μας, τί νὰ τὸν κάνωμε; Ἔτσι καὶ οἱ θεοὶ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, ποὺ ὁ Πλήθων στὴν «Γυφτοπούλα» (τοῦ Παπαδιαμάντη) θέλει νὰ τοὺς ἀποκαταστήσῃ, ὅπως ὁ Ἰουλιανὸς ὁ παραβάτης πρίν, εἶναι νεκροί.
Ὁ Ντοστογιέφσκυ πέρασε ἀπὸ τὸν μεγάλο πειρασμὸ (τῆς Εὐρώπης) καὶ μπολιάστηκε πάρα πολὺ ἀπὸ τὴν Δύσι, καὶ δὲν μποροῦσε (ἴσως) νὰ μὴ μπολιαστῇ. Διότι «ἀνένδεκτον (:ἀδύνατον) ἐστι τοῦ μὴ ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα», τοὺς πειρασμοὺς (Λουκ. ιζ´ 1). Ἀλλὰ πρέπει νὰ ξέρωμε ὅτι «πειρασμὸς ἡμᾶς οὐκ εἴληφεν (:κατέλαβε) εἰ μὴ ἀνθρώπινος» (Α´ Κορ. Ι´ 12). Εἶναι ἀναπόφευκτο νὰ περάσωμε κι ἐμεῖς (τέτοιο πειρασμό), διότι εἶναι ὄχι γεωγραφικές, ἀλλὰ πνευματικὲς κατηγορίες αὐτές. Ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος εἶναι μέσα μας, εἶναι ὁ παλαιὸς Ἀδάμ. Καὶ παλεύουμε μέσα μας νὰ βγοῦμε, ἂν ὄχι Ἀνατολίτες, νὰ βγοῦμε τουλάχιστον ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, ἄνθρωποι ὀρθόδοξοι, πέστε τὸ Βαλκάνιοι, Βυζαντινοί, Ἕλληνες, Σέρβοι, Ῥῶσσοι, κτλ, πάντως μὲ διαφορετικὴ γεῦσι ζωῆς, μὲ πείρα ἀνθρώπου διαφορετικὴ ἀπὸ ὅ,τι εἶναι ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος.
Αὐτὸ ποὺ λέμε «δυτικὸς ἄνθρωπος», ἐμφωλεύει πάντα μέσα μας. Ἤξερε ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Ντοστογιέφσκυ τὴν χριστιανικὴ ἀλήθεια, ὅτι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεότητος ῥέπει πρὸς τὸ πονηρό. «Ἐκ νεότητός μου πολλὰ πολεμεῖ με πάθη». Γράφει τὸ 1875 σὲ μία ἐπιστολή του ὁ Παπαδιαμάντης: «Εἰς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ὑπάρχει μία ῥοπή, μία τάσις πρὸς τὴν διαφθοράν. Θέλει κανεὶς νὰ χαλασθῇ καὶ διὰ τούτου χαλνιέται». Στὸν «Χρῖστο Μηλιώνη» μὲ ἄλλα λόγια γράφει: «Τὰ ὅρια τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας εἶναι τοσοῦτον δυσδιάκριτα ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει, ὥστε οἱ νεώτεροι ἐκ τῶν φιλοσοφούντων ἔχουν δίκαιον νὰ ἀνακηρύξουν ὡς ὅλως ἀνωφελῆ καὶ αὐτὴν ταύτην τὴν ψυχολογίαν, ὅπως ἀνεκήρυξαν καὶ τὴν μεταφυσικήν».
Λέει κι ἄλλα ὁ Παπαδιαμάντης γιὰ τὸ σκοτεινὸ ἄντρο τῆς συνειδήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ἀλλοῦ πάλι: «Ἡ αἰωνία τάσις τῆς ἀνθρωπίνης καρδίας εἰς τὸ νὰ ἀγαπᾷ πᾶν τὸ μισητόν». Καὶ μιλάει γιὰ αὐτολατρεία: «Ἐπέστη ὁ καιρὸς τῆς αὐτολατρείας καὶ πᾶσαι αἱ ἄλλαι θρησκεῖαι κατηργήθησαν». Ὁ κ. Μπαστιᾶς, (στὸ ὡραῖο βιβλίο του γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη), μιλάει γιὰ αὐτολατρεία τοῦ οὐμανισμοῦ, τοῦ ἀνθρωπισμοῦ. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης τὸ εἶχε πῆ πολὺ πρὶν στὸν Μεγάλο Κανόνα του: «Αὐτείδωλον ἐγενόμην». Αὐτὸ εἶναι ἡ Δύσι: αὐτείδωλον. Καὶ αὐτὸ εἶναι μέσα μου…
Ὁ Ντοστογιέφσκυ εἶχε πολὺ μπολιαστεῖ ἀπὸ τὴν Εὐρώπη κι ἔλεγε: «Εἶναι χώρα τῶν θαυμάτων, ἀλλ᾿ εἶναι νεκροταφεῖο. Εἴμαστε εὐγνώμονες, πήραμε πάρα πολλὰ ἀπὸ τὴν Εὐρώπη καὶ θὰ πάρωμε καὶ τὴν εὐχαριστοῦμε, ἀλλ᾿ εἶναι πλέον καιρὸς νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν “αἰχμαλωσία τῆς Αἰγύπτου”, ἀπὸ τὴν Εὐρώπη». Αὐτὸ ἔχει πολλὴ σημασία ἂν τὸ μετρᾶμε μὲ τὶς διαστάσεις ἑνὸς Ντοστογιέφσκυ. Νομίζω πὼς καὶ ὁ Παπαδιαμάντης πέρασε κι αὐτὸς ἀπὸ τὸν βαθὺ πειρασμὸ τῆς Δύσεως. Ἦταν ἄνθρωπος εὐρωπαῖος, σύγχρονος, μορφωμένος, διαβασμένος, μετέφρασε (δυτικὰ ἔργα), ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὴν μέτρησε…, δὲν εἶπε ἀνάθεμα στὴν Εὐρώπη, ἀλλὰ τὴν ζοῦσε μέσα του.
Αὐτὸ εἶναι τὸ δράμα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ δράμα τῶν λαῶν, ποὺ σήμερα ζοῦμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι λαοί. Γιατί τόσο δὲν θέλουν τοὺς Ῥώσσους, τοὺς Σέρβους καὶ τοὺς Ἕλληνες; Γιατὶ εἶναι ἀπρόβλεπτοι, ἀπροσδόκητοι. Αὐτοὶ θέλουν τὸ σίγουρο, θέλουν τὸ καλούπι, θέλουν νὰ ἐλέγχουν. Αὐτὸ εἶναι φιλαρχία δαιμονικὴ στὸ βάθος τῆς στάσεως τῆς Εὐρώπης, γιὰ γνῶσι καὶ γιὰ κυριαρχία καὶ γιὰ ὅ,τι φαίνεται. Ὁ π. Ἰουστίνος (Πόποβιτς) ἐμμένοντας στὸν Ντοστογιέφσκυ –δὲν ξέρω ἂν διάβασε τὸν Παπαδιαμάντη, δὲν τὸν ἀναφέρει– ἔλεγε ὅτι Παπισμὸς κατὰ βάθος εἶναι στὴν Εὐρώπη ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής. Ἡ νοοτροπία αὐτὴ νὰ κατέχῃς τὸν ἄλλον, νὰ τὸν γνωρίζῃς, νὰ τὸν κάνῃς εὐτυχισμένο, ἀλλὰ κατὰ τὰ μέτρα σου.
Κι ἐδῶ ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς, ὁ πράος, ὁ ταπεινός, ὁ ἀδύναμος, ποὺ φανερώνεται στὰ πρόσωπα τῶν ἡρῴων του Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Ντοστογιέφσκυ, ἀλλὰ δὲν σῴζει βίαια, σῴνει καὶ καλά. Δὲν ἔσωσε τὴν «Φραγκογιαννοῦ τὴν φόνισσα», ποὺ δὲν μετάνοιωσε, δὲν ἔσωσε τὴν «κα Αὐγούστα», ποὺ κι ἐκείνη δὲν μετάνοιωσε. Γιατὶ ἡ αὐτομεμψία ἀπὸ μόνη της δὲν σῴζει. Σῴζει ὁ Θεὸς βλέποντας τὸν ἄνθρωπο νὰ ξεχύνεται, νὰ καταγκρεμίζη τὰ εἴδωλα καὶ αὐτείδωλά του, τὴν αὐτοθρησκεία του, τὴν αὐτολατρεία του καὶ νὰ προσφέρῃ λατρεία στὸν Θεό.
Τὸ καλὸ καὶ χαρακτηριστικό του Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Ντοστογιέφσκυ εἶναι ὅτι αὐτοὶ δὲν φτιάχνουν πρόσωπα, ἀλλὰ περιγράφουν, παριστάνουν. Στὸν Ντοστογιέφσκυ βλέπει κανεὶς μία πολυφωνία καὶ μία διαλογικότητα, δηλαδὴ τὸν πλοῦτο τῆς καθολικότητας τῆς Ἐκκλησίας, τὸν πλοῦτο τῆς ἰδιοφορφίας, τῆς ἰδιοπροσωπίας. Καὶ σ᾿ ὅλα τὰ ἱστορήματα τοῦ Παπαδιαμάντη (εἶναι) μαζεμένος ὁλόκληρος λαός, ἕνα ἑλληνικὸ πανηγύρι, κι ἁπλώνεται μία ὁμοαλήθεια. Αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ ἔλεγε ὁ Ντοστογιέφσκυ μὲ τὴν «σόμπορνοστ» (:ἑνότητα ἐν τῇ ποικιλίᾳ), ὄχι ἐπιβαρυμένη μὲ τὴν ἔννοια τῶν Σλαβοφίλων του Σολόβιεφ, ἀλλὰ μ᾿ ἐκείνη ποὺ τῆς ἔδωσε στὴν ὁμιλία του γιὰ τὸν (μεγάλο ῥῶσσο ποιητή) Πούσκιν, ὅπου εἶπε ὅτι ὁ Πούσκιν εἶναι «πανάνθρωπος», ἀντὶ τοῦ εὐρωπαίου «ὑπερανθρώπου».
Στὴν ὁμιλία αὐτὴ τοῦ 1880 ὁ Ντοστογιέφσκυ εἶπε: «Ταπεινώσου ὑπερήφανε ἄνθρωπε…». Καὶ σὲ λίγο ἐκοιμήθη († 1911) μὲ τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως, μὲ τὴν Θ. Κοινωνία, ἀλλὰ κυρίως μὲ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀνθρώπους…
Ὁ Μηδενισμὸς τοῦ Ἀνθρώπου
Ὁ Μηδενισμὸς τοῦ Ἀνθρώπου
τοῦ Ἐπισκόπου πρώην Ἐρζεγοβίνης π. Ἀθανασίου Γέφτιτς
ἀπὸ ὁμιλία στὴν Ἀθήνα τὸ 1968 μὲ τίτλο
«Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεανθρώπου καὶ ὁ μηδενισμὸς τοῦ ἀνθρώπου»
Τὸ ὅλο πρόβλημα γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀκριβῶς αὐτό: νὰ εὑρεθεῖ ἐν τῷ Χριστῷ καὶ νὰ μὴ ἐκπέσει Αὐτοῦ, ἢ ἀφοῦ ἐξέπεσε (ὁ Ἀδὰμ καὶ ἐμεῖς) νὰ εὑρεθεῖ καὶ πάλι ἐν Αὐτῷ ὡς Θεῷ του καὶ ἀνθρώπῳ του, διότι ὁ Λόγος Χριστὸς διὰ τοῦτο ἀκριβῶς καὶ ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, διὰ νὰ τὸν ἑνώσει μεθ᾿ Ἑαυτοῦ, νὰ τὸν «ἐνυποστήσει» ἐν Ἐαυτῷ, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, καὶ ἔτσι νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν πληρότητά του ὡς ἀνθρώπου καὶ νὰ τὸν θεώσει, δηλαδὴ μὲ μία λέξη νὰ τὸν θε-ανθρωποποιήσει.
Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, δημιουργηθεὶς ἔβλεπε τὸν Θεὸ καὶ εἶχε κοινωνία μαζί Του, καὶ ἔπρεπε ἐν συνεχείᾳ ἐλευθέρως καὶ ἀγαπητικῶς νὰ φθάσει ἐν τῷ Θεῷ Λόγω στὴν πλήρη ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴ θέωσή του. Διότι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ὁ σκοπὸς ὁλόκληρης τῆς θείας δημιουργίας, καὶ ἡ θέωση εἶναι ἡ τελικὴ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ θέωση δὲ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δυνατὴ καὶ κατορθωτὴ μόνον ἐν τῷ Θεῷ Λόγῳ, ἐν τῷ Θεανθρώπῳ Χριστῷ, δυναμικὴ εἰκὼν τοῦ Ὁποίου εἶναι δημιουργικῶς ἐναποτεθειμένη στὸν ἄνθρωπο καὶ βάσει αὐτῆς καὶ μόνο πραγματοποιεῖται ἡ αὐθεντικὴ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ κατὰ χάριν θέωσή του. Ἡ πρὸς θέωσιν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ δεδομένη δυνατότης καὶ δυναμικότης τῆς θεώσεως δὲν εἶναι ἕνας «εὐσεβὴς πόθος» τοῦ «θρησκευτικοῦ» ἀνθρώπου, ἀλλὰ μία ἀνθρωπολογικὴ (=χριστολογική, θεανθρώπινη) ἀλήθεια, ἡ ὁποία μαρτυρεῖται ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὴν ταύτη τὴν τραγωδία τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὁ πατὴρ τοῦ ψεύδους, ὁ διάβολος, ἦλθε καὶ εἶπε στοὺς πρώτους ἀνθρώπους νὰ τὸν ἀκούσουν καὶ θὰ γίνουν καὶ χωρὶς τὸν Θεὸ «θεοί», αὐτὸ ἦταν ἕνα μεγάλο ψεῦδος. Ἕνα ψεῦδος ὅμως προϋποθέτει πάντοτε μία ἀλήθεια, τῆς ὁποίας τὸ ψεῦδος αὐτὸ τυγχάνει ἡ κατάχρηση, ἢ διαστρέβλωση, ἢ «λήθη», ἢ ἀναίρεση, ἢ στέρηση. Ὁ διάβολος ἐψεύδετο συμβουλεύων τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἄνευ Θεοῦ «θέωση» (τὴν ψευδῆ, ἐπειδὴ ἀ-θεο «θέωση»), καὶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι «ψευδοῦς ὀρεχθέντες θεώσεως» (Ἰω. Δαμασκηνοῦ, P.G. 725) δεχθήκαμε καὶ ἀκολουθήσαμε τὴν προτροπὴ τοῦ διαβόλου, ἡ ὁποία μας ὁδηγοῦσε πρὸς μία κατάχρηση τῆς θεοσδότου, ἐν ἡμῖν, δυναμικῆς ἐφέσεως πρὸς ἀληθινὴ θέωση. Ἀλλὰ διὰ τῆς καταχρήσεως αὐτῆς ὄχι μόνο δὲν ἐπιτύχαμε τὴν θέωση, ἀλλὰ καὶ καταστρέψαμε τὴν ὕπαρξή μας τὴν αὐθεντικὴ καὶ «τοῖς ἀνοήτοις συμπαρεβλήθημεν κτήνεσιν» (Ψαλμ. 68, 2). Ἡ «ὄρεξις» τῆς θεώσεως μποροῦσε νὰ ὑπάρχει, ἐπειδὴ προϋπῆρχε ἡ πρὸς τὴν ἀληθινὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ ἡ προδεδωρημένη ἔφεση ἢ δυνατότης ἢ δυναμικότης μέσα στὸν ἄνθρωπο πρὸς αὐτὴ τὴν θέωση, τὴν ὁποία ἔφεση δύναται μὲν ὁ ἄνθρωπος ἐλευθέρως νὰ καταχρᾶται καὶ νὰ διαστρεβλώνει, δὲν δύναται ὅμως νὰ τὴν ἀποβάλλει ἐντελῶς.
Ἡ δημιουργικὴ αὐτὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ ἡ δοσμένη στὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου κτιστῆ «εἰκών» (ἢ «ἐνέργημα») Του μὲ τὶς δυνάμεις καὶ ἐφέσεις της ἀποτελοῦν ἀκριβῶς τὸν «λόγο» τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, τὸ τελικὸ βάθος τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως καὶ ἐδῶ καὶ στὴν αἰώνιο ζωή. Ὁ ἅγιος τοῦ Χριστοῦ Ὁμολογητής, ὁ θεῖος Μάξιμος, ὅταν ὁμιλεῖ περὶ τοῦ ἀνθρώπου ὁμιλεῖ γιὰ τὸν «λόγο» (ἢ τοὺς «λόγους») τῆς φύσεώς του, τὸν ὁποῖο ὀνομάζει καὶ «λογιότητα». Ἀλλὰ εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ «λογιότης» αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου (ἢ «ὁ λόγος», ἢ «τὸ λογικόν») καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ Λόγο, ποὺ εἶναι ἡ Αὐτολογιότης, καὶ τὸν συνδέει πάλι μὲ τὸν Θεάνθρωπο Λόγο. Δὲν σημαίνει ἐδῶ ὁ «λόγος» τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου (ἢ «τὸ λογικόν», ἢ «ἡ λογιότης») κάτι τὸ μόνο «διανοητικόν» (ratio) ἐντὸς τοῦ ἄνθρωπου, οὔτε πάλι σημαίνει κάτι τὸ «αὐτόνομον» τοῦ ἀνθρώπου, τὴν «αὐτονομία» ἢ τὴν «αὐτάρκειά» του, ἀλλὰ σημαίνει τὴν καθολικὴ (ἄρα καὶ «λογική» καὶ «ὑπαρξιακή») ἐν ἀγάπῃ σχέση καὶ μετοχὴ καὶ κοινωνία αὐτοῦ μετὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἐν τῷ Ὁποίῳ εὑρίσκεται ὁ θεῖος «λόγος» τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ θεῖος προορισμός του, ἡ «ἀρχή» καὶ τὸ «τέλος» του, τὸ Α καὶ τὸ Ω του, ὅπως καὶ «οἱ λόγοι» πάντων τῶν ὄντων, διότι ὁ Θεάνθρωπος Λόγος εἶναι «ἡ ἀλήθεια πάντων τῶν ὄντων», κατὰ τοὺς Ἁγίους (πρβλ. Κολ. 1, 15-20, Ἀποκ. 1, 8, 20, 5-6. Ἁγίου Μαξίμου, P.G. 91, 1081). Χωρὶς αὐτὴ τὴν ἐν ἀγάπῃ καὶ ἐλευθερίᾳ «λόγιον» ἢ «λογικήν» (logosni) σχέση καὶ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Λόγο Χριστὸ ὁ ἄνθρωπος εἶναι μόνο «γῆ καὶ σποδός», «γῆ πάσχουσα», εἶναι μία πτῶσις καὶ μία ἁμαρτία, «ἀποτυχία», ἀποτυχία δὲ διότι ἀποτυγχάνει τοῦ σκοποῦ του, καὶ ὑπάρχει μὲν τραγικῶς, ἀλλὰ δὲν ζεῖ, μὴ ἔχων οὔτε κἂν σωστὴ ἀνθρώπινη «φύση» καὶ «ὑπόσταση», οὔτε κἂν σωστὸ «σχέδιο» ἀνθρώπου, ἀλλ᾿ εἶναι μία «ἔκπτωσις» καὶ ἐκ τῶν δυό. Καὶ εἶναι «πτῶσις» καὶ «ἔκπτωσις» καὶ «ἀποτυχία» ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὸν Χριστό, διότι ἡ ψυχή του καὶ ὅλη ἡ ὕπαρξή του εἶναι κατὰ φύσιν χριστιανὴ (ὅπως ἔλεγαν οἱ Ἀπολογητές), χριστοκεντρικὴ καὶ χριστολογική, διότι δημιουργήθηκε κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ Λόγου, καὶ ἡ κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὕπαρξή του ὑπάρχει καὶ ζεῖ τὴν ἀληθινὴ ζωή της μόνο ἐν τῇ συνεχεῖ καὶ ἀδιακόπῳ ἀγαπητικῇ σχέσει μὲ τὸν Χριστό, Αὐτὸν ποὺ εἶναι «ἀρχή, μεσότης καὶ τέλος» τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν τὴν εἰκόνα αὐτὴ ἐν τῇ σχέσει της μὲ τὸν Χριστὸ ἀρνεῖται ὁ ἄνθρωπος, αὐτὴ καὶ τότε δὲν ἐξαφανίζεται ἐντελῶς (ἀλλ᾿ εἶναι ὡς «λίνον τυφόμενος») (Ματθ. 12, 20), ὅμως ὁ ἄνθρωπος τότε ἀρνεῖται τὸν ἑαυτό του ὡς ἄνθρωπο καὶ ἐρημώνει τὴν ὕπαρξή του ἀπὸ τὴν «λογιότητά» του, ἀπὸ τὴν αὐθεντικὴ «ἀνθρωπότητά» του, βλάπτει καίρια καὶ ζημιώνει τὸν ἑαυτό του, πάσχει ὁ ἴδιος ὡς ἄνθρωπος, γίνεται «πάθος», γίνεται ἕνα «αὐτοείδωλον», ὅπως τὸ διαπιστώνουν στὴν ἐμπειρία τοὺς οἱ ἄνθρωποι ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ὅταν ἐπιστραφοῦν πρὸς τὸν Σωτήρα Χριστό: «Αὐτοείδωλον ἐγενόμην τοῖς πάθεσι τὴν ψυχήν μου βλάπτων, Οἰκτίρμων· ἀλλ᾿ ἐν μετανοίᾳ με παράλαβε καὶ ἐν ἐπιγνώσει ἀνακάλεσαι· μὴ γένωμαι κτῆμα, μὴ βρῶμα τοῦ ἀλλοτρίου (τοῦ διαβόλου), Σωτήρ, αὐτός με οἴκτειρον» Μέγας Κανών, Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης, ᾠδὴ δ´).
Ἡ ἐμπειρία τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ συνεχίζεται ὡς βαθειὰ ἀνθρώπινη καὶ βαθειὰ τοῦ ἀνθρώπου ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διὰ τῶν αἰώνων, μαρτυρεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ γίνει καὶ νὰ ὑφίσταται «αὐτόνομος», δηλαδὴ μόνος του καὶ ἀνεξαρτήτως τοῦ Θεοῦ Λόγου, μὲ τὴν «αὐτάρκειά» του, τὴν δῆθεν ἀνεξάρτητη ἀπὸ ὁποιονδήποτε «ἐλευθερία» του. Διότι ἡ διεκδίκηση ἑνὸς «αὐτόνομου» ἀνθρώπου, ἑνὸς «χωρὶς Χριστοῦ» ἀνθρώπου (Ἐφ, 2, 12, 4, 18), χάριν μίας «ἐλευθερίας» (σφετερισμένης καὶ αὐτῆς), καταντᾶ ἀναπόφευκτα στὸ ἀντίθετο: στὴν τραγικὴ ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου σὲ ἀλύτους καὶ παρα-λόγους καὶ παρα-νόμους «νόμους» (ἢ ἀπρόσωπα «στοιχεῖα» καὶ «δυνάμεις») τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου, μὲ ἀποτέλεσμα τὸν ἀπ-ανθρωπισμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ὑπαρξιακὸς «οἶκος» τοῦ ἀνθρώπου χωρὶς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν χάρη τοῦ Πνεύματός Του μὲ τοὺς καρπούς της δὲν δύναται νὰ παραμείνει ἐπὶ πολὺ ἢ καὶ καθόλου ἄδειος («σχολάζων καὶ σεσαρωμένος», Ματθ. 12, 44), διότι, ἐπειδὴ δὲν «συνάγει» καὶ δὲν συνάγεται μετὰ τοῦ Χριστοῦ, ἕνεκα τούτου «σκορπίζεται» (Λουκ. 11, 23) καὶ διασκορπίζεται ἀπὸ τὸ «ἀκάθαρτον πνεῦμα» καὶ τὰ «ἑπτὰ ἕτερα πνεύματα πονηρότερα αὐτοῦ», καὶ γίνονται «τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα τῶν πρώτων» (Λουκ. 11, 26). Ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὴν συνεκτικὴ καὶ ἑνοποιὸ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, φθείρεται καὶ ἀποσυντίθεται καὶ «λεγεωνοποιεῖται», ὅπως λέγει τὸ Εὐαγγέλιο (Μαρκ. 5, 9, 15), καὶ ὅπως ἀναγκάζεται ἀπὸ τὴν τραγικὴ πραγματικότητα νὰ τὸ ὁμολογήσει ἀκουσίως ἡ ψυχανάλυση καὶ ὁ σύγχρονος ὑπαρξισμός. Ἡ διεκδίκηση τῆς «αὐτονομίας» καὶ τῆς «ἐλευθερίας» τοῦ ἀνθρώπου ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ (καὶ συχνὰ ἡ ἀναζήτηση τῆς «ἐλευθερίας» στὸ «Μηδέν») καταντᾶ νὰ εἶναι πλέον ἐλευθερία ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο (καὶ ὄχι γιὰ τὸν ἄνθρωπο), ἐκφυλισμὸς δηλαδή, ἢ μᾶλλον ἀνθρωποκτονία καὶ αὐτοκτονία τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως καὶ ὁ διάβολος ὑποσχεθεὶς στοὺς ἀνθρώπους τὴν «θέωση» ἀπέβη ἀνθρωποκτόνος ἐξ ἀρχῆς (Ἰω. 8, 44).
ἀπὸ τὸ βιβλίο «Χριστός, ἀρχὴ καὶ τέλος»
ἔκδοση τοῦ Ἱδρύματος Γουλανδρῆ–Χόρν
Ἀθήνα 1983, σελ. 40-44
Η κλίμακα του Αγ. Ιωάννου του Σιναϊτου
Η κλίμακα του Αγ. Ιωάννου του Σιναϊτου
Γιώργος Μπάρλας Θεολόγος, Φιλόλογος
Το θέμα μας είναι η πνευματική κλιμάκωση με αφορμή το έργο του Αγίου Ιωάννη του Σιναΐτη «Κλίμακα». Θα προσπαθήσουμε να αντλήσουμε από την κλίμακα αυτή ό,τι θα μπορούσε να αφορά τα δεδομένα και τις απαιτήσεις της πνευματικής ζωής ενός χριστιανού που ζει στον κόσμο, κι αυτό διότι η Κλίμακα αναφέρεται στα κατορθώματα της μοναχικής ζωής και, κατά τούτο, ξεπερνά τις δυνατότητες της δικής μας πνευματικής προσπάθειας. Πρέπει λοιπόν να το πούμε εξαρχής: η Κλίμακα είναι ένα δύσκολο βιβλίο. Δεν διαβάζεται εύκολα. Είναι πιθανό, κατά τη γνώμη μου, να μην προκύψει κανένα σπουδαίο πνευματικό όφελος από τη μελέτη της αν δε ληφθεί υπόψη ότι αναφέρεται κατεξοχήν σε μοναχούς –και δεν ξέρω μάλιστα πόσοι από αυτούς θα ωφελούνταν πραγματικά. Κι αυτό εξαρτάται από τα πνευματικά μέτρα των τελευταίων. Αν λοιπόν για τους μοναχούς είναι ένα δύσκολο βιβλίο, τι να πούμε κι εμείς οι εν τω κόσμω χριστιανοί; Ωστόσο, την Κλίμακα τη διαβάζουμε, όπως διαβάζουμε κι ένα σωρό άλλα βιβλία. Τα βιβλία οι χριστιανοί κανονικά τα διαβάζουμε για να ωφεληθούμε κι όχι απλά για να περάσουμε ευχάριστα την ώρα μας. Παρόλα αυτά με τη μελέτη της Κλίμακας ούτε την ώρα μας μπορούμε να περάσουμε ευχάριστα, όπως λ.χ. γίνεται με την ανάγνωση ενός βιβλίου που μιλάει για τη ζωή και τη διδασκαλία ενός σύγχρονου ή παλαιότερου γέροντα.
Ας κρατήσουμε λοιπόν αρχικά αυτό: δεν είναι όλα τα βιβλία για όλους. Πρέπει να ξέρουμε για ποιο σκοπό γράφτηκαν και για ποιους γράφτηκαν. Σήμερα, που εύκολα μπορούμε να βρούμε όλα τα βιβλία, το να αγνοείται το παραπάνω είναι πάρα πολύ επικίνδυνο. Τι θέλω να πω; Με την αδιάκριτη μελέτη βιβλίων που αφορούν ασκητές βάζουμε στους εαυτούς μας μεγαλεπήβολους, μαξιμαλιστικούς στόχους, τους οποίους δεν μπορούμε να φτάσουμε και τότε ή απογοητευόμαστε και εγκαταλείπουμε κάθε προσπάθεια ή πιέζουμε τους εαυτούς μας μέχρι συντριβής. Νά λοιπόν το πρώτο σκαλοπάτι που πρέπει να ανέβουμε στην πνευματική κλίμακα: να διακρίνουμε τη μοναχική ζωή από τη χριστιανική ζωή στον κόσμο και ταυτόχρονα να μην ξεχνάμε ότι ο σκοπός είναι κοινός: ο αγιασμός. Οι τρόποι όμως διαφέρουν. Όσο παράδοξο θα ήταν για έναν μοναχό να ζει σαν χριστιανός που πορεύεται μέσα στον κόσμο, άλλο τόσο παράδοξο είναι για έναν χριστιανό που ζει μέσα στον κόσμο να συμπεριφέρεται σα να είναι μοναχός. Αλλά δεν πρόκειται μόνο γι΄ αυτό. Ο χριστιανός που μάχεται να κατορθώσει στον κόσμο τη μοναχική ασκητική ζωή ίσως νομίζει ότι με την άσκησή του θα μπορεί να καυχηθεί ενώπιον του Θεού ή να απαιτήσει εξαιτίας αυτής της άσκησης από τον Θεό τη σωτηρία του. Έτσι ξεχνάει όμως ότι η σωτηρία παρέχεται πάντα ως δωρεά από τον Θεό και ότι η άσκηση δεν την εξασφαλίζει. Απλά δείχνει την προαίρεσή μας απέναντι στο Θεό για να μας σώσει. Πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Σιναΐτης αναφέρεται σε έναν κόσμο σιωπής, μονήρους βίου και εργοχείρου, στον αντίποδα του κόσμου στον οποίο ζούμε και της καθημερινότητας μέσα στις πόλεις. Χριστιανισμός, λέει κάποιος, δεν είναι η μαξιμαλιστική στρατηγική «ή όλα ή τίποτε», ούτε η ισοπεδωτική «τι λάχνα, τι μπρόκολα», ούτε η ξαφνική έφοδος αλλά η στρατηγική της κλιμάκωσης των αναβαθμών, των σταδίων. Τότε γιατί διαβάζουμε τέτοιου είδους βιβλία σαν την Κλίμακα και γιατί η εκκλησία μας μάς θέτει τέτοιου είδους πρότυπα όπως ο άγιος Ιωάννης; Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι από κάποια στιγμή και έπειτα η μοναχική ζωή αποτέλεσε το κατεξοχήν πρότυπο της χριστιανικής ζωής και επιβλήθηκε στη ζωή της εκκλησίας. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ταυτόχρονα και πέρα από αυτό -που δεν είναι της ώρας να αναλύσουμε- ότι οι άγιοί μας είναι πρότυπα και έχουμε πολλά να κερδίσουμε ακολουθώντας τους αλλά ταυτόχρονα διακρίνοντας τα πράγματα ως προς τις πραγματικές μας δυνατότητες και τον τρόπο ζωής των χριστιανών στον κόσμο και όχι στο μοναστήρι. Αν αδιάκριτα μιμηθούμε τη ζωή ενός μεγάλου ασκητή μάλλον δεν θα καταφέρουμε τίποτα. Από τη μελέτη τέτοιων βιβλίων μπορούμε να αποκομίσουμε, πρώτα απ΄ όλα ταπείνωση. Όχι επειδή δεν φτάνουμε στα μέτρα των τελείων -αυτό δεν είναι σκοπός μας-, αλλά μάλλον επειδή δεν έχουμε καν ξεκινήσει τον πνευματικό αγώνα.
Από τη μελέτη της Κλίμακας μπορούμε να πάρουμε την αγωνιστική διάθεση που θα μας εμπνεύσει για τους δικούς μας αγώνες, στα δικά μας πνευματικά μέτρα. Η χριστιανική ζωή είναι ένας πόλεμος εναντίον του Σατανά και της αμαρτίας, πόλεμο που βλέπουμε να διεξάγει πρώτος ο Χριστός στο ευαγγέλιο. Στον αγώνα αυτό και οι μικρές νίκες, τα μικρότερα κατορθώματα είναι σημαντικά και σε αυτά πρέπει ο χριστιανός να στοχεύει και όχι στα μεγάλα. Το κατώτατο όριο για τον χριστιανό είναι μάλιστα να μην κάνει κακό σε άνθρωπο και το ανώτατο να αγαπά και τους εχθρούς του. Και είπα προηγουμένως ότι δεν μπορούμε να περάσουμε ευχάριστα με την Κλίμακα διότι ασυναίσθητα ίσως μας υποδεικνύει ποιο είναι ακριβώς το πνευματικό μας ανάστημα. Κι αν είμαστε ειλικρινείς θα δούμε ότι ενδεχομένως να μην έχουμε ανέβει καν στο πρώτο σκαλοπάτι της πνευματικής κλίμακας. Μπορεί δηλαδή να μην έχουμε αποφασίσει να μην κάνουμε κακό στο συνάνθρωπο ούτε καν με τα λόγια ή με την έκφραση του προσώπου μας.
Στην Κλίμακα λοιπόν αναφέρεται ότι οι χριστιανοί, και οι ασκητές, διακρίνονται στους αρχάριους, τους μεσαίους και τους προχωρημένους. Η πνευματική ζωή έχει «αναβάσεις». Οι αναβάσεις ξεκινούν από την πράξη (που είναι η τήρηση των εντολών, η άσκηση στην υπακοή, η τήρηση της τάξης της μονής, η νίκη και αποφυγή των παθών της ατιμίας [Λόγοι Α΄- ΚΕ΄]. Οι αναβάσεις αυτές λέγονται συνολικά «το μαρτύριον της υποταγής», και είναι η προβαθμίδα των θείων αναβάσεων ή «επίβαση», το βάθρο, επάνω στο οποίο θα θεμελιωθεί και θα εποικοδομηθεί η «θεωρία» και οι «αναβάσεις» της, οι «θείες αναβάσεις» (Νικηφόρου κ΄ Καλλίστου Ξανθοπούλου, Εισαγωγή σύντομος εις την Κλίμακα του Ιωάννη). Πρέπει να υποθέτουμε για τους εαυτούς μας ότι στην καλύτερη περίπτωση είμαστε στην κατάσταση των αρχαρίων, μια κατάσταση που ασφαλώς είναι ήδη πολύ απαιτητική. Ας πούμε λ.χ. ότι η κατάσταση των αρχαρίων απαιτεί να σκεπτόμαστε με τη νοητική μας δύναμη για να καταλάβουμε σε τι πνευματική κατάσταση βρισκόμαστε. Στο κεφάλαιο «Περί διακρίσεως των λογισμών και παθών και αρετών» η Κλίμακα αναφέρει: «Διάκρισις, στους μεν αρχαρίους είναι η ορθή επίγνωσις του εαυτού τους. Στους μεσαίους είναι η νοερά αίσθηση η οποία διακρίνει αλάνθαστα το πραγματικό αγαθό από το φυσικό αγαθό και από το αντίθετό του κακό. Στους δε τελείους είναι η γνώση που έχουν από θεϊκή έλλαμψη και η οποία έχει τη δύναμη να φωτίζει πλήρως με την λάμψη της και όσα σκοτεινά υπάρχουν μέσα στους άλλους. Ή ομιλώντας κατά τρόπο γενικό, τούτο αναγνωρίζεται ως διάκρισις και τούτο είναι: η αλάνθαστη γνώση και αντίληψη του θείου θελήματος σε κάθε καιρό και τόπο και περίπτωση, η οποία συνήθως υπάρχει στους καθαρούς κατά την καρδιά και το σώμα και το στόμα. Διάκριση σημαίνει συνείδηση αμόλυντη και καθαρότητα των αισθήσεων». Για τους αρχάριους απαιτείται λοιπόν η αληθινή επίγνωση των πραγμάτων που αφορούν την πνευματική τους κατάσταση. Αν ο απρόσεκτος αναγνώστης θεωρήσει ότι όλα όσα διαβάζει, από αυτό λ.χ. το κεφάλαιο, αφορούν τον ίδιο και απαιτήσει από τον εαυτό του να φτάσει σε άλλο επίπεδο από αυτό που πραγματικά είναι, όντως θα συνθλιβεί. Λέει λίγο παρακάτω λοιπόν το κείμενο που πριν λίγο διάβασα ότι «Διάκριση σημαίνει συνείδηση αμόλυντη και καθαρότητα των αισθήσεων». Πώς είναι δυνατόν αυτό να επιτευχθεί στον κόσμο; Και τι σημαίνει αν ο αναγνώστης θεωρήσει ότι δεν απέχει πολύ από αυτό; Νά γιατί είναι απαραίτητη η γνώση των βασικών γνωρισμάτων της πνευματικής ζωής: Αυτός που έχει συνείδηση αμόλυντη είναι αυτός που έχει καθαρή καρδιά. Κι αυτός που έχει καθαρή καρδιά είναι αυτός που γνωρίζει αληθινά πως δεν έχει αθετήσει καμιά θεϊκή εντολή, δεν κατηγορείται καν για αμέλεια ή έλλειψη στην τήρηση των εντολών, είναι ελεύθερος από κρυφά πάθη και έχει μόνο καθαρούς λογισμούς, αυτός που θεωρεί όλους τους ανθρώπους καλούς, σύμφωνα με την ερμηνεία της Κλίμακας από τους Νικηφόρο και Κάλλιστο Ξανθόπουλο. Υπάρχει επομένως μια τεράστια διαφορά μεταξύ της πρώτης και της τρίτης βαθμίδας. Και ασφαλώς οι κατώτερες βαθμίδες όχι μόνο δεν υποτιμώνται αλλά αντιθέτως θεωρούνται απολύτως αναγκαίες για την ανάβαση στις επόμενες. Πρέπει ο χριστιανός να τις αποδεχτεί βαθιά και να μην τις καταφρονήσει. Χωρίς αυτό το θεμέλιο δεν μπορεί να ανέβει παραπάνω. Ας δούμε ποια πράγματα της Κλίμακας μπορεί να αφορούν περισσότερο εμάς τους χριστιανούς που ζούμε στον κόσμο και που ταυτίζονται με τη χριστιανική ζωή γενικά και που χωρίς αυτά δε νοείται αυτή. Για την Κλίμακα η ζωή του μοναχού αλλά και κάθε χριστιανού είναι χριστοκεντρική. Είναι αφιερωμένη στο Χριστό, είναι μια βαθιά δέσμευση ενώπιον του Χριστού και των εντολών του. Η ζωή του μοναχού σε όλες της τις λεπτομέρειες πρέπει να ενωθεί με τον Χριστό και τη μνήμη του Θεού. Όλες οι πράξεις, τα λόγια, οι σκέψεις, τα ενδιαφέροντα, σύμφωνα με την Κλίμακα, πρέπει να είναι σύμφωνα με τον Χριστό και το θέλημά του. Αυτός που καταξιώνει την πνευματική, εσωτερική ζωή του μοναχού είναι ο Χριστός και τίποτα άλλο. Αν λείψει ο Χριστός τότε όλες οι ασκητικές προσπάθειες είναι ένα μεγάλο μηδέν, ένα τίποτα. Σαν πρώτο θεμέλιο δεν μπορεί λοιπόν παρά να είναι η πίστη στον Χριστό. Πρέπει να φρονεί ο χριστιανός ότι η σωτηρία προέρχεται αποκλειστικά από τον Χριστό και το σωτηριώδες έργο του. Η πίστη βέβαια φαίνεται από τα καλά έργα, τους καρπούς της πίστης. Και τότε η πίστη γίνεται πράξη που αποτελεί το βάθρο για να ανέλθει ο χριστιανός και παραπάνω. Επικρατεί βέβαια η άποψη ότι ο μοναχός ή ο ιερέας είναι αφιερωμένοι στον Θεό. Αλλά κάθε χριστιανός είναι αφιερωμένος στον Θεό. Και ο ιερέας και ο μοναχός και ο λαϊκός είναι ή καλούνται να γίνουν μαθητές του Χριστού. Και ποιο είναι το κύριο γνώρισμα ενός μαθητή του Χριστού; Μα ασφαλώς η απόφασή του να απαρνηθεί τη ζωή του σηκώνοντας τον σταυρό του Χριστού. Μέχρι να το κάνει αυτό είναι στην πορεία να γίνει μαθητής του Χριστού. Ε λοιπόν όλοι οι χριστιανοί και όχι μόνο οι μοναχοί ή οι ιερείς, καλούνται να γίνουν μαθητές του Χριστού.
Όλη η ασκητική προσπάθεια που περιγράφεται στην Κλίμακα αποσκοπεί στο να μάθει ο χριστιανός -εδώ κατεξοχήν ο μοναχός- να σηκώνει το σταυρό του, να αποδεχθεί τον θάνατο, έναν θάνατο που γεύθηκε ο ίδιος ο Χριστός και που τον νίκησε με την ανάστασή του. Έτσι η αποδοχή αυτού του θανάτου, αυτού του σταυρού, γίνεται τελικά πηγή ζωής. «Χριστιανός είναι η απομίμησις του Χριστού, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο, και στα λόγια και στα έργα και στη σκέψη». Δεν μιλάει εδώ για μια ηθική-εξωτερική προσπάθεια μίμησης του Χριστού, αλλά κυρίως για τη διαρκή συναίσθηση ότι ο Χριστός είναι αυτός που με τον σταυρό και την ανάστασή του έσωσε τον άνθρωπο και κατά τούτο αποτελεί το υπόδειγμα του ανθρώπου, ο οποίος καλείται να εγχριστωθεί. Το πρώτο σκαλοπάτι της Κλίμακας είναι το Περί αποταγής ή Διά την αποταγήν του ματαίου βίου, και νομίζω ότι με την προϋπόθεση της πίστης, για την οποία μόλις κάναμε λόγο, μπορούμε να μείνουμε σε αυτό. Λέει εκεί ο άγιος Ιωάννης: «αυτού του Θεού άλλοι είναι γνήσιοι φίλοι Του και άλλοι γνήσιοι δούλοι Του. Άλλοι είναι αχρείοι δούλοι Του και άλλοι τελείως αποξενωμένοι απ΄ Αυτόν. Υπάρχουν τέλος και αυτοί που είναι εχθροί Του». Αν φίλοι Του είναι οι άγιοι άγγελοι, γνήσιοι δούλοι είναι εκείνοι που «εξετέλεσαν και εκτελούν το πανάγιο θέλημά Του ακούραστα και χωρίς καμία παράλειψη». Αχρείοι δούλοι είναι οι βαπτισμένοι που «δεν εφύλαξαν τις προς τον Θεόν υποσχέσεις τους». Ξένοι και εχθροί του Θεού είναι οι αβάπτιστοι, και αντίπαλοι όσοι πολεμούν κιόλας αυτούς που τηρούν το θέλημα του Θεού. «Ο Θεός είναι, για όσους θέλουν, η ζωή και η σωτηρία τους• όλων, και των πιστών και των απίστων, και των δικαίων και των αδίκων, και των ευσεβών και των ασεβών κλπ. Είναι κάτι παρόμοιο με την ακτινοβολία του φωτός, με την θέα του ηλίου και με την εναλλαγή των εποχών τα οποία προσφέρονται εξίσου σε όλους τους ανθρώπους».
Και για τον άγιο Ιωάννη ο άνθρωπος δε νοείται χωρίς τον Θεό. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι αποκομμένος από τον Θεό και ριγμένος στον κόσμο απομονωμένος απ΄ Αυτόν. Αν ο άνθρωπος είναι εικόνα Θεού, η ουσία του έγκειται ακριβώς στο να αντανακλά αυτήν τη θεϊκή εικόνα. Δεν μπορεί με τίποτα να βρει τη χαρά και την ευτυχία στη ζωή χωρίς τον Θεό. Είναι σα να θέλουμε να ταξιδέψουμε με ένα αυτοκίνητο στο οποίο αντί για βενζίνη έχουμε βάλει σ΄ αυτό νερό. Έξω από τη σχέση του με τον Θεό, ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να είναι αυτό που δημιούργησε ο Θεός. Και ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ως εικόνα Του. Χωρίς την ιδιότητα αυτή τελικά ο άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος, δεν υπάρχει, είναι νεκρός. Ο άνθρωπος, κάθε άνθρωπος, διεκδικείται από τον Θεό και έτσι ο Θεός περιμένει την ανταπόκριση του ανθρώπου στο διαρκές κάλεσμά Του. Αν ο άνθρωπος δεν ανταποκριθεί, τότε αμαρτάνει, αποκόπτεται από τον Θεό, πορεύεται προς την ανυπαρξία. «Άνθρωπος ασεβής είναι μία ύπαρξις λογική και θνητή, η οποία θεληματικά αποφεύγει τη ζωή». Η ασέβεια δεν έγκειται καταρχήν στην ανηθικότητα, αλλά στην απιστία, στην απροθυμία του ανθρώπου να δοξάσει τον Θεό. Ο ασεβής και άπιστος είναι τελικά ο επηρμένος άνθρωπος, αυτός που νομίζει ότι μπορεί να κατοχυρώσει και να εξασφαλίσει την ύπαρξή του όντας μακριά από τον Θεό. Εκείνος που συνειδητά ή ασυνείδητα μπορεί να καυχιέται απέναντι στον Θεό για τα προσόντα του, την καταγωγή του, την εργασία του, ακόμη και την αρετή του. Σαρκικά ζει όποιος έχει την εμπιστοσύνη του σε οτιδήποτε εμπειρικό και όχι στον Θεό. Σαρκικά ζει όποιος ταυτίζει τα πρόσκαιρα με τα αιώνια, ενώ ο πιστός έχει την ελπίδα του στα αιώνια και όχι σε όσα παρέρχονται. «Είναι -όμως- θεοφιλής εκείνος που απολαμβάνει όλα τα φυσικά και αναμάρτητα δώρα του Θεού». Μέσα από αυτά ο πιστός βλέπει τον δωρητή Θεό και γι΄ αυτό μπορεί να τα απολαμβάνει. Διαφορετικά και αυτά θα αποτελούσαν αμαρτία, αφορμή αποκοπής από τον Θεό. Για τον μοναχό βέβαια και ως προς αυτό τα πράγματα είναι απόλυτα: «Αναχώρησις από τον κόσμο είναι το να μισήσης με τη θέλησή σου πράγματα επαινετά και να αρνηθής τη φύση, για να επιτύχης τα υπέρ φύσιν». Επί της ουσίας πάντως, και ο χριστιανός που ζει στον κόσμο, μόνο ως δώρα του Θεού μπορεί να απολαμβάνει τα πράγματα και καθόλου να μην έχει την ελπίδα του σε αυτά. Είναι κι αυτό μια μορφή αποταγής. Συνοψίζοντας: είπαμε αρχικά ότι είναι εντελώς απαραίτητη η επίγνωση της πνευματικής βαθμίδας στην οποία βρισκόμαστε και η επίγνωση των δυνατοτήτων μας. Οι στόχοι που θέτουμε δεν πρέπει να υπερβαίνουν αυτές τις δυνατότητες διότι τότε ματαιοπονούμε ή συνθλιβόμαστε. Ακολούθως μείναμε σε δύο βασικές αρχές οι οποίες αφορούν και τη ζωή των χριστιανών που ζούμε στον κόσμο: στην πίστη στον Θεό και μαζί στην αποταγή του κόσμου, ως την άρνηση να εμπιστευθούμε τη ζωή μας σε οτιδήποτε εμπειρικό και εγκόσμιο και αφιέρωση στον Χριστό ως τη μόνη ελπίδα της ζωής μας. Με αυτές τις αρχές, δηλαδή μαζί με τον Χριστό, μπορεί κανείς να ανέβει και τα υπόλοιπα σκαλοπάτια της νοητής Κλίμακας.-
Λίγα λόγια για την αληθινή εξομολόγηση
του Μητροπολίτη Άντονυ (Μπλουμ) του Σουρόζ
Όταν ένα παιδί έρχεται για εξομολόγηση μου μεταφέρει, από μνήμης ή σε γραπτό, μία σύντομη ή μακριά λίστα “αμαρτιών”. Όπως ανακαλύπτω στη συνέχεια, έχει συνήθως συνταχθεί χωρίς τη συμμετοχή του ίδιου του παιδιού και αντανακλά μόνο τα παράπονα και την κριτική των γονέων του. Παρόμοια εμπειρία έχει κανείς με ενήλικες ανθρώπους που εμφανίζονται με λίστες που ανακάλυψαν σε σχετικά βιβλία ή συνέταξαν με τη συνδρομή των πνευματικών τους γερόντων. Έτσι, το επόμενο βήμα είναι να θέσω τον άνθρωπο μπροστά στον προβληματισμό να διερευνήσει τη δική του, προσωπική σχέση με τον Χριστό. Οι περισσότεροι δεν έχουν παρά μία επιφανειακή, εξ ακοής γνωριμία μαζί Του γι’ αυτό και τους ενθαρρύνω να Τον γνωρίσουν καλύτερα μέσα από την ανάγνωση του Ευαγγελίου. Από μία τέτοια προσέγγιση αρχίζει κανείς να καταλαβαίνει αν το πρόσωπο του Χριστού τον ελκύει, εάν επιθυμεί να γίνει όμοιος με τον Χριστό και να κτίσει με Εκείνον μία σχέση φιλίας.
Ας αναρωτηθούμε λοιπόν αν το στοιχείο της φιλίας υπάρχει στη δική μας σχέση με τον Χριστό. Ας ρωτήσουμε τον εαυτό μας εάν προσπαθήσαμε με κάποιο τρόπο να Του δώσουμε χαρά και να συμπαρασταθούμε στο έργο Του. Αν το συμπέρασμα είναι ότι η σχέση αυτή μας αφήνει αδιάφορους, θα χρειαστεί να επανεξετάσουμε τι σημαίνει τελικά να είμαστε Χριστιανοί. Εάν όμως νιώθουμε ειλικρινά τον Χριστό ως φίλο, ας αρχίσουμε να ρωτούμε τον εαυτό μας καθημερινά: Τι έκανα, τι είπα, τι σκέφτηκα και αισθάνθηκα, που μπορεί να Του δώσει χαρά ή θλίψη;
Κι αυτό ακριβώς το βίωμα ας μεταφέρουμε στην Εξομολόγηση: “Ανάμεσα στην τελευταία και τη σημερινή εξομολόγηση υπήρξα ένας άπιστος, ένας αδιάφορος, ένας δειλός σύντροφος ή αντιθέτως, παραστάθηκα ως φίλος… ”
Όταν προσερχόμαστε στην εξομολόγηση σπεύδουμε πρόσωπο με πρόσωπο προς έναν φίλο. Δεν πρόκειται να μας κρίνει και να μας καταδικάσει κανείς. Ας πολεμήσουμε τον φόβο που μας διακατέχει γι’ αυτό που πρόκειται να συμβεί. Ερχόμαστε στον Ένα της Τριάδος που όντας Θεός επέλεξε από αγάπη για μας να γίνει Άνθρωπος, ν’ αναλάβει πάνω Του την ανθρώπινη φθορά και να δώσει τη ζωή Του για μας. Η ζωή και ο θάνατός Του είναι η απόδειξη ότι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο είναι τόσο μεγάλη ώστε να μπορούμε να τον πλησιάσουμε χωρίς δισταγμό, με την προσδοκία ότι σε κάθε περίπτωση θα αγκαλιάσει την αδυναμία μας, πέρα από ηθικές αξιολογήσεις. Ας είμαστε βέβαιοι ότι, εάν κάποιος πρόκειται να θρηνήσει για την αναξιότητα και την αμαρτία μας με συμπόνια, έλεος, αγάπη δεν είναι παρά Εκείνος – που θα ήταν πρόθυμος να σαρκωθεί και να πεθάνει έστω και για έναν μόνο αμαρτωλό, γιατί δεν μπορεί να υπομείνει την απώλεια κανενός. Αυτός λοιπόν είναι ο Χριστός, στον οποίο προσερχόμαστε κατά την εξομολόγηση. Προσδοκά την ίαση, την παραμυθία, την στήριξή μας – όχι την κρίση και καταδίκη μας.
Και τότε ποιος είναι ο ρόλος του ιερέως; Στην ευχή που διαβάζει ο κληρικός πριν το μυστήριο ονομάζεται “μάρτυρας”. Καλείται από τον Κύριο να παραβρίσκεται ενώπιον του αμαρτωλού για να μαρτυρήσει το γεγονός της αγάπης του Χριστού για εκείνον, να βεβαιώσει ότι ο Κύριος είναι παρών και η μόνη επιθυμία και πρόθεσή Του είναι η σωτηρία και η αιώνια ευφροσύνη του μετανοούντος. Επίσης, ο ιερέας παρευρίσκεται στο όνομα του αμαρτωλού, για να ικετεύσει και να μεσιτεύσει στον Κύριο για την συμφιλίωση του ανθρώπου με την Εκκλησία.
Ας αλλάξουμε, λοιπόν, τον τρόπο της εξομολόγησης: ας διώξουμε τον φόβο της τιμωρίας ή της απόρριψης κι ας βρούμε το θάρρος να ελαφρώσουμε την καρδιά μας από κάθε αμφιβολία. Ο Χριστός δεν πρόκειται να μας αρνηθεί. Ίσως η εξομολόγησή μας να είναι για Εκείνον ένας νέος σταυρός, αλλά θα τον δεχθεί, αφού μας αγαπά πέρα από κάθε κρίση, μέχρι θανάτου: Ο θάνατός του έγινε η δική μας ζωή – ζωή μέσα στο χρόνο και ζωή στην αιωνιότητα.
Η εξομολόγηση πριν από όλα είναι συνάντηση και συμφιλίωση. Είναι συνάντηση με τον Χριστό που ποτέ δεν μας στρέφει τα νώτα, αν κι εμείς φεύγουμε μακριά. Μερικές φορές μία τέτοια συνάντηση μπορεί να γίνει έμπνευση για ολόκληρη τη ζωή και να μας δώσει δύναμη και κουράγιο να διάγουμε το υπόλοιπο του βίου.
Συχνά αμαρτάνουμε σοβαρά ενώπιον του Θεού. Υπάρχουν κάποιες στιγμές της ζωής που μας χωρίζουν από Εκείνον με έναν ιδιαίτερα βίαιο τρόπο, στιγμές μεγάλης απιστίας. Θυμηθείτε το περιστατικό με την προδοσία του Πέτρου. Όταν αργότερα μετά την Ανάσταση η Μαρία Μαγδαληνή συναντά τον Άγγελο Κυρίου στον τόπο του μνημείου, αυτός της παραγγέλλει: “Υπάγετε, είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω…”, γιατί ο Πέτρος όντας προδότης δεν λογάριαζε πλέον τον εαυτό του ως ένα των μαθητών. Είχε απαρνηθεί τον Χριστό κι αυτός είναι ο λόγος που ο Κύριος τον ονοματίζει ιδιαιτέρως θέλοντας να τον βεβαιώσει ότι η φιλία τους διατηρείται αλώβητη κι ότι παραμένει το ίδιο αγαπητός όσο και τότε που ήταν έμπιστος.
Και τέλος υπάρχουν φορές που προσερχόμαστε στην εξομολόγηση γιατί θέλουμε να ανανεώσουμε την εγγύτητα της σχέσης που έχει τραυματιστεί. Ας έχουμε κατά νου, ότι για να επανασυνδέσουμε τη φιλία μας χρειάζεται ν’ ανοίξουμε με ειλικρίνεια την καρδιά μας και να φανερώσουμε τις αστοχίες και τα λάθη που έχουν πληγώσει αυτή τη σχέση. Δεν χρειάζεται να καταφεύγουμε σε λίστες αμαρτιών, ούτε να ερευνούμε τα βιβλία για ν’ ανακαλύψουμε την αμαρτία μας. Αλλά μόνο να σκύψουμε μέσα μας και να εξετάσουμε τη συνείδησή μας.
Ας χρησιμοποιήσουμε απλούς τρόπους γι’ αυτού του είδους την αυτογνωσία. Τι ήταν αυτό που προτιμήσαμε στη θέση του Χριστού; Τι είναι αυτό που μας κράτησε σε αδράνεια, ώστε να παραμείνουμε χωρίς καρπό; Ας προσπαθήσουμε μέσα από τις γραμμές του Ευαγγελίου να επισημάνουμε όχι εκείνα που μας κρίνουν, αλλά τα λόγια που μιλούν στην καρδιά μας, όπως έγινε με τους μαθητές: “ουχί η καρδία ημών καιομένη ήν εν ημίν, ως ελάλει ημίν εν τη οδώ και ως διήνοιγεν ημίν τας γραφάς;” Ας ανακαλύψουμε κι εμείς τον λόγο που μας θερμαίνει την καρδιά, που αγγίζει τα βάθη της ύπαρξης και μας φέρνει σε κοινωνία με τον Κύριο. Αυτό είναι το κριτήριο. Στην πραγματικότητα δεν έχει τόση σημασία αν αθετήσαμε κάποιους κανόνες. Αυτό που μας ζημιώνει είναι, ότι απομακρυνόμαστε από την ευλογημένη κοινωνία της χάριτός Του.
Ας ερευνήσουμε λοιπόν από την αρχή, όχι με τη στείρα λογική της ενοχής, αλλά με απώτερο σκοπό να σταθμίσουμε πώς χάσαμε την εμπιστοσύνη και την αγάπη που προς στιγμήν γευθήκαμε. Ας θυμηθούμε εκείνα τα λόγια που πύρωσαν την καρδιά μας κι έδωσαν καθαρότητα στο λογισμό μας, που κίνησαν τη θέλησή μας στο αγαθό και έφεραν γαλήνη στα μέλη μας και τα μεταμόρφωσαν από σάρκινα σε σώμα ιερό: ιερό γιατί μέσα από το βάπτισμα ενωθήκαμε με τον σαρκωμένο Χριστό, μέσα από το Χρίσμα γίναμε δοχείο του Πνεύματος και με τα άχραντα μυστήρια γινόμαστε Σώμα Χριστού. Αυτή την εμπειρία ας μεταφέρουμε στην εξομολόγηση, μετανοώντας όχι για κάτι αφηρημένο, που βρίσκεται σε κάποια λίστα αμαρτιών, αλλά για κείνες τις επιλογές που διέρρηξαν τη φιλία και κοινωνία μας με τον Σωτήρα Χριστό.
Ζούμε συχνά μέσα στο ψέμα. Κατασκευάζουμε γύρω μας έναν κόσμο όπου μόνο ο θάνατος μπορεί να θριαμβεύσει. Αρνούμαστε τον πλησίον μας και κλείνουμε μόνοι μας το δρόμο που οδηγεί στη Βασιλεία του Θεού. Ζητούμε από τον Κύριο συγχώρεση αμαρτιών, αλλά δεν έχει νόημα να αναζητούμε μία τυπική άφεση. Πρέπει να διψούμε για αληθινή συμφιλίωση, στο πλαίσιο της οποίας θα αναθέσουμε στον Θεό την αναξιότητα και την απιστία μας – όχι μόνο προς Εκείνον αλλά και προς τον πλησίον, τον φίλο, τον γνωστό και συγγενή μας.
Ας έχουμε εμπιστοσύνη ότι μόνο η δική Του ακλόνητη φιλία μπορεί να μας παρακινήσει σε αλλαγή. “Εγώ και φίλος και μέλος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ. Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης διά σε και αλήτης διά σε, επί σταυρού διά σε, επί τάφου διά σε. Πάντα μοι συ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος. Τι πλέον θέλεις;” “Μπορείς ν’ ανταποκριθείς με λίγη εμπιστοσύνη; Δεν ζητώ ολοκληρωτική, άμεση αλλαγή. Αλλά πορεία βήμα προς βήμα. Θα σε στηρίξω, θα σε προστατεύσω, θα οδηγήσω τα βήματά σου – μόνον άλλαξε στάση. Κι όταν λάβεις συγχώρεση στο όνομά μου, μη σκεφτείς ότι το παρελθόν έχει πάψει να υπάρχει. Αλλά τότε μόνο θα έχεις απαλλαχτεί από τις πληγές, όταν γίνεις τόσο ξένος προς αυτές, ώστε να μη τις λογαριάζεις πια για δικές σου”.
Όταν τα παλιά μας πάθη ζωντανεύουν ενώπιόν μας, καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι δυνατόν μέσα σε μια στιγμή να ελευθερωθούμε από το παρελθόν. Χρειάζεται χρόνο για να βαδίσουμε στο δρόμο της ελευθερίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Χριστός μας αρνείται τη συγχώρεση. Η συγχώρεση του Θεού εκδηλώνεται μέσα από τη συμπάσχουσα αγάπη του, την αποδοχή και την διαρκή πρόνοιά Του που δεν επιτρέπει να οδηγηθούμε ανυπεράσπιστοι στον ίδιο πειρασμό. Έτσι, η συγχώρεση του Κυρίου, μπορεί να λύνει την αποξένωση, αλλά χρειάζεται επίπονος αγώνας και μετάνοια για να γίνουμε καινοί με τη χάρη Του. Η άφεση δεν σβήνει το παρελθόν. Το θεραπεύει μέσα από τη συνέργεια τη δική μας με τον Θεό.
Ας εμπιστευόμαστε, λοιπόν, καθημερινά τον λογισμό μας στον Θεό με ειλικρίνεια. Κι όταν προσερχόμαστε στην Εξομολόγηση, η ευχή της συγχωρήσεως θα έχει αληθινό, πραγματικό νόημα: την επανασυγκρότηση μιας φιλίας, που όσον αφορά τον Θεό παραμένει αναλλοίωτη, αλλά ως προς το δικό μας μέρος χρειάζεται να την επιδιώξουμε. Κι αυτή μας η πρόθεση πρέπει να στηρίζεται από αποφασιστικότητα, κι η αποφασιστικότητα από πράξη και καινότητα ζωής.
ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2012/02/blog-post_9648.html#ixzz1mm4DsLPW
Μεγάλη Σαρακοστή: να μην ξεχάσω…
…να προσπαθήσω γερά να εφαρμόσω όσο γίνεται τις εντολές του Χριστού μου. Αυτές (όπως γράφει ο άγιος Γέροντας Σωφρόνιος του Essex) δεν είναι εντολές, αλλά αποκάλυψη του τρόπου ζωής του Θεού (που είναι η αγάπη) και πρόσκληση για μίμηση αυτού του τρόπου. Και είναι δύο:
«Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· 38 αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. 39 δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.» (κατά Ματθαίον, κεφ. 22, στίχ. 37-39).
Και, για να μην απομένει αμφιβολία για το τι εννοεί ο Κύριος ως αγάπη στον πλησίον, υπάρχει ανάλυση στο κατά Λουκάν, κεφ. 6, στ. 27-45:
«27 Ἀλλὰ ὑμῖν λέγω τοῖς ἀκούουσιν· ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς, 28 εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμῖν, προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς. 29 τῷ τύπτοντί σε ἐπὶ τὴν σιαγόνα πάρεχε καὶ τὴν ἄλλην, καὶ ἀπὸ τοῦ αἴροντός σου τὸ ἱμάτιον καὶ τὸν χιτῶνα μὴ κωλύσῃς. 30 παντὶ δὲ τῷ αἰτοῦντί σε δίδου, καὶ ἀπὸ τοῦ αἴροντος τὰ σὰ μὴ ἀπαίτει. 31 καὶ καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως. 32 καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι. 33 καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. 34 καὶ ἐὰν δανείζητε παρ’ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα. 35 πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς. 36 Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστίν. 37 Καὶ μὴ κρίνετε, καὶ οὐ μὴ κριθῆτε· μὴ καταδικάζετε, οὐ μὴ καταδικασθῆτε· ἀπολύετε, καὶ ἀπολυθήσεσθε· 38 δίδοτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· […]» κ.τ.λ.
…να τηρήσω τη νηστεία, όπως την έχουν καθορίσει οι άγιοι Πατέρες κι όχι τροποποιώντας την όπως μου λέει ο εγωισμός μου ή η πνευματική μου τεμπελιά. Τη Μεγάλη Σαρακοστή δεν τρώμε ούτε ψάρι, παρά μόνο δύο φορές: τη γιορτή του Ευαγγελισμού (25 Μαρτίου) και την Κυριακή των Βαΐων. Μπορούμε όμως να τρώμε καλαμαροχτάποδα και ταραμά.
Για τη νηστεία προσθέτω μερικές επεξηγήσεις, από άλλο άρθρο:
(http://o-nekros.blogspot.com/2010/09/blog-post_7534.html).
Ο αθλητής, όταν προετοιμάζεται για τους αγώνες, πρέπει να προσέχει τη διατροφή του. Συχνά πρέπει να στερείται πολλά και μάλιστα πράγματα που του αρέσουν. Και ο χριστιανός, που είναι κι αυτός αθλητής, προσέχει επίσης τη διατροφή του. Συχνά στερείται πολλά και μάλιστα πράγματα που του αρέσουν. Αυτό δε σημαίνει ότι είναι «κακό» να τρως ή ότι «το φαγητό είναι αμαρτία», ούτε ότι ο Θεός «μας τιμωρεί» επειδή απολαμβάνουμε κάτι νόστιμο. Η απόλαυση δε είναι αμαρτία. Αυτό δε θα έλεγε και η Κίρκη στον Οδυσσέα;
Εδώ και λίγα χρόνια, τουλάχιστον στην Ελλάδα, νομίζω πως παρατηρείται μια επιστροφή αρκετών ανθρώπων στη συνήθεια της νηστείας. Αυτό το συμπεραίνω από την προσφορά νηστίσιμων εδεσμάτων ή και γευμάτων στα καταστήματα έτοιμου φαγητού. Η νηστεία, κατά τη γνώμη μου, είναι καλή για τον άνθρωπο, ακόμη κι αν δεν ξέρει το βαθύτερο νόημά της. Αυτό το βαθύτερο νόημα θα προσπαθήσουμε να δώσουμε με συντομία εδώ.
Κατ’ αρχάς, η ορθόδοξη νηστεία δεν είναι θέμα μόνο είδους αλλά και ποσότητας φαγητού. Όταν δηλαδή τρώγω μέχρι σκασμού φαγητό που θεωρείται νηστίσιμο (πράγμα που κάνω κατά κανόνα), δε νηστεύω. Επίσης, αν νηστεύω το φαγητό, αλλά συγχρόνως αμαρτάνω με την καρδιά, τις πράξεις ή τις αισθήσεις μου, δε νηστεύω. Τέλος, αν ακολουθώ νηστίσιμο διαιτολόγιο για λόγους αποτοξίνωσης και σωματικής υγείας, ενώ δεν αισθάνομαι ορθόδοξος χριστιανός αλλά πιστεύω «όλες τις θρησκείες» ή καμία, είμαι μάλλον σε λάθος δρόμο – παρόλο που ο Θεός κάθε λάθος δρόμο μπορεί να βρει τρόπο να τον κάνει σωστό δρόμο. Άνθρωποι απ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να σωθούν, ωστόσο αυτό που κάνουν δεν είναι ορθόδοξη νηστεία.
Το νόημα της νηστείας θα μπορούσαμε ίσως να το συνοψίσουμε στα εξής:
α) αποσύρεις τις αισθήσεις σου από τις γήινες απολαύσεις, για να τις στρέψεις προς την απόλαυση της επαφής με το Θεό˙ δε νηστεύεις για να στερηθείς, αλλά για να απολαύσεις, σε ένα άλλο, ανώτερο επίπεδο απόλαυσης˙ γι’ αυτό τις περιόδους νηστείας αυξάνονται οι εκκλησιαστικές ακολουθίες και πυκνώνει η συμμετοχή στη θεία Μετάληψη˙ εμείς βέβαια τις ακολουθίες τις νιώθουμε σαν αγγαρείες, επειδή είμαστε πνευματικά αναλφάβητοι, όσο προχωρεί όμως κάποιος στην πνευματική ζωή τόσο αισθάνεται «ανέκφραστη ηδονή» από την παρουσία του στην εκκλησία˙
β) αρνείσαι κάποιες απολαύσεις, για να πάψουν να σου είναι αναγκαίες, για να μάθεις να επιβιώνεις χωρίς αυτές˙ με δυο λόγια, ασκείσαι στη στέρηση, για να μάθεις να απορρίπτεις και «αμαρτωλές» απολαύσεις (π.χ. την ξένη γυναίκα) ή και αμαρτωλή ικανοποίηση αναγκών (π.χ. τα ξένα χρήματα, ακόμα κι αν τα έχεις ανάγκη), αλλά και για να μπορείς να θυσιάσεις την άνετη ζωή σου, αν σου ζητηθεί να προδώσεις τον αδελφό σου ή ν’ αρνηθείς το Χριστό και τη διδασκαλία Του˙
γ) νηστεύεις για να μάθεις να είσαι ταπεινός, όχι για να υποτάσσεσαι εύκολα αλλά, αντίθετα, για να είσαι ελεύθερος από το παραπλανητικό διογκωμένο Εγώ σου˙ έτσι, ενώ έχεις το δικαίωμα να φας ό,τι θες, αποποιείσαι αυτό το δικαίωμα και τρως αυτό που σου λένε κάποιοι άλλοι, οι παπάδες, η Εκκλησία, τα βιβλία των αγίων (αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο πολλοί δεν νηστεύουν – οι παπάδες θα Μου πούνε Εμένα τι θα φάω;)˙ γι’ αυτό, δε νηστεύουμε όταν, όπως και όσο θέλουμε, αλλά όταν, όπως και όσο ορίζει η Εκκλησία και, για να τροποποιήσουμε τη νηστεία, χρειαζόμαστε ευλογία απ’ τον πνευματικό μας. Αν π.χ. νηστεύω διπλές σαρακοστές, μπορεί να θεωρήσω πως είμαι άγιος κι αυτό να κλείσει εντελώς την καρδιά μου απέναντι στο Θεό και σε σένα, αδελφέ μου. Τότε η νηστεία μπορεί να λειτουργήσει σε βάρος της σωτηρίας, αυξάνοντας τον εγωισμό μας.
Σημειωτέον, ότι η νηστεία προβλέπεται στην Αγία Γραφή: ο Χριστός νήστεψε σαράντα μέρες μετά τη βάφτισή Του στον Ιορδάνη (Ματθ. 4, 1), και, παρόλο που τόνισε πως ο άνθρωπος μολύνεται απ’ αυτό που βγαίνει απ’ το στόμα κι όχι απ’ αυτό που μπαίνει (Ματθ. 15, 10-20), είπε για το διάβολο: «αυτό το γένος δε φεύγει, παρά μόνο με προσευχή και νηστεία» (Ματθ. 17, 21).
Δες κι ένα πολύ σημαντικό άρθρο του μεγάλου Ρώσου θεολόγου π. Αλέξ. Σμέμαν για την ηθική πλευρά της νηστείας, στο http://o-nekros.blogspot.com/2011/03/blog-post_07.html.
…να προσπαθήσω με νύχια και δόντια (και με μεγάλη ταπείνωση και πολλή προσευχή) ν’ αλλάξω τις κακές μου συνήθειες, αυτές που με αποκόβουν από το Θεό και το συνάνθρωπό μου, όποιος κι αν είναι.
Για παράδειγμα, αν κλέβω την εφορία ή τους πελάτες μου ή ξεγελάω τους συνεταίρους μου, να σταματήσω (όχι μόνο κατά τη διάρκεια της σαρακοστής, αλλά να το πολεμήσω για όσο κρατάει η σαρακοστή, με σκοπό να το σταματήσω για πάντα!!). Αν είμαι νευρικός και βίαιος, να γλυκάνω το χαρακτήρα μου, να βάλω αγάπη και τρυφερότητα στο φέρσιμό μου, να μειώσω τα ξεσπάσματά μου και να μάθω να ζητάω συγγνώμη (και να το εννοώ) όταν πληγώνω τον άλλο, ακόμα κι αν είμαι σίγουρος πως έχω δίκιο. Ιδίως αν ξεσπάω στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου, να το κόψω μαχαίρι – είναι έγκλημα που καταστρέφει ζωές και μεγάλη αμαρτία, από τις χειρότερες.
Αν απατάω το σύζυγο ή τη σύζυγό μου, να φροντίσω σήμερα κιόλας να σταματήσω. Λέγεται «μοιχεία» και δεν έχω καμιά δικαιολογία γι’ αυτό. Να χωρίσω χωρίς δεύτερη κουβέντα από τον εραστή ή την ερωμένη μου. Δεν είμαι ηλίθιος για να γίνω μοιχός και δεν παντρεύτηκα για να γίνω προδότης!
Αν βλαστημάω, να το πολεμήσω όσο σκληρά χρειάζεται. Αν πρέπει να παλέψω μια φορά ενάντια στο κάπνισμα, δέκα φορές πρέπει ενάντια στις βλαστήμιες. Όταν μου ’ρχεται να βλαστημήσω, να μάθω να λέω (αντί για ό,τι έλεγα πριν) «ήμαρτον, Κύριε», «Κύριε, ελέησον», «Παναγία, βόηθα» και τέτοιες φράσεις, που με πλησιάζουν στο Θεό αντί να με απομακρύνουν ανόητα.
Πολύ περισσότερο, αν το επάγγελμά μου είναι αντίθετο απ’ το θέλημα του Θεού, όπως φανερώνεται στο ευαγγέλιο. Αν είμαι κακοποιός, αν είμαι πόρνη ή εκπορνεύω γυναίκες, αν πουλάω ναρκωτικά… να σταματήσω αμέσως και να τρέξω να εξομολογηθώ. Τι κερδίζω; Λεφτά, ηδονή, εξουσία; Σκουπίδια μπροστά στη χαρά του να αγαπάς και στην αιώνια απόλαυση του παραδείσου. Σκουπίδια και μπροστά στην οδύνη της κόλασης. Τις δικαιολογίες, ότι δεν υπάρχει κόλαση κι ότι ο παράδεισος είναι πολύ μακριά και ίσως δεν υπάρχει, να τις αφήσω για άλλους. Ξέρουμε πολύ καλά ότι υπάρχει παράδεισος και κόλαση, από τις εμπειρίες των αγίων και πολλών κοινών ανθρώπων όλων των εποχών, που είδαν τη μετά θάνατον πραγματικότητα ενώ ακόμα ζούσαν. Άλλωστε, το κακό δεν πρέπει να το σταματάμε από φόβο για την κόλαση ή από σκοπιμότητα για τον παράδεισο, αλλά από αγάπη στο Θεό και στον πλησίον.
…να εξομολογηθώ τουλάχιστον μία φορά κατά τη διάρκεια της σαρακοστής και να κοινωνήσω (να μεταλάβω) τουλάχιστον δύο φορές…
Αν δεν έχω εξομολογηθεί ποτέ μέχρι τώρα, να μια καλή ευκαιρία ν’ αρχίσω. Φέτος, όχι του χρόνου, σήμερα, όχι αύριο – γιατί δεν ξέρω αν θα ζω του χρόνου ή αύριο, και μπορεί να φύγω χωρίς να έχω καθαρίσει καμιά αμαρτία από την ψυχή μου, καταλεκιασμένος και καταλερωμένος! Όχι, δεν πρέπει να πάθω τέτοιο κακό από την ανοησία μου.
Για να δώσεις αίμα χρειάζεται θάρρος, και για να εξομολογηθείς το ίδιο. Άμα φτάσεις εκεί θα δεις ότι όχι μόνο δεν είναι τίποτα, αλλά αντίθετα είναι μια πράξη πάρα πολύ ευχάριστη, που αναπαύει την ψυχή και τη βοηθάει να λυτρωθεί ακόμη κι από το άγχος της καθημερινότητας.
Για την εξομολόγηση παραθέτω μερικές επεξηγήσεις, πάλι από το άλλο άρθρο:
Ένα από τα μεγαλύτερα αγκάθια στον εγωισμό μας, που μας σκανδαλίζει αφάνταστα, είναι ότι η Εκκλησία μας ζητάει να βρούμε έναν άνθρωπο αμαρτωλό σαν εμάς και να του αποκαλύψουμε τις αμαρτωλές πράξεις και σκέψεις μας. Φυσικά ήδη καταλάβατε το σκοπό αυτής της πράξης, που είναι το να γίνουμε ταπεινοί. Η «εξομολόγηση στην εικόνα» ή «απευθείας στο Θεό» ή «στην Παναγία» δεν μας ταπεινώνει, εκτός αν είμαστε ήδη ταπεινοί. Μπορεί να μας βοηθήσει, κάτω από ειδικές συνθήκες (π.χ. αν δεν υπάρχει ιερέας), όμως δεν υποκαθιστά την πραγματική εξομολόγηση.
Εκτός όμως από την καλλιέργεια της ταπείνωσης (που είναι τόσο οδυνηρή στα πρώτα στάδια, ώστε να καθυστερούμε για χρόνια το μεγάλο βήμα, ακριβώς όπως δυσκολευόμαστε να πάμε στον οδοντίατρο ή να δώσουμε αίμα), υπάρχουν και οι εξής σοβαροί λόγοι, που κάνουν την εξομολόγηση απαραίτητη:
α) Ο ιερέας διαβάζει στον εξομολογούμενο τη «συγχωρητική ευχή», με την οποία οι εξομολογημένες αμαρτίες του συγχωρούνται και δε θα τον βαραίνουν κατά την ώρα του θανάτου και κατά την ημέρα της κρίσεως. Οι απόστολοι είχαν λάβει από το Χριστό την εξουσία να συγχωρούν αμαρτίες, εξουσία που ανήκει μόνο στο Θεό («όσα εάν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ, και όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ», Ματθ. 18, 18)˙εκείνοι κληροδότησαν αυτή τη χάρη στους μαθητές τους (τους πρώτους επισκόπους), κι έτσι, από ιερέα σε ιερέα, έφτασε ώς τις μέρες μας. Έτσι ο ιερέας γίνεται χοάνη που δέχεται μέσα της κάθε αμαρτία και την αδειάζει στο κενό. Αυτό δεν μπορεί να το κάνει ο λαϊκός (ο μη ιερέας), παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (αν είναι άγιος και αν δεν υπάρχει ιερέας κοντά, επειδή π.χ. βρισκόμαστε σε διωγμό και το καθεστώς έχει κατασφάξει τους ιερείς, ή δεν προλαβαίνει να πάει σε ιερέα εκείνος που επιθυμεί να εξομολογηθεί, επειδή π.χ. είναι ετοιμοθάνατος, τότε θα μπορούσε να του δώσει άφεση αμαρτιών και λαϊκός).
β) Η εξομολόγηση δεν είναι μια «ανάκριση θρησκευτικού τύπου», αλλά μια βαθιά και διαρκής σχέση πνευματικής πατρότητας, στην οποία ο «πνευματικός» ή «γέροντας» (δηλαδή ο πνευματικός δάσκαλος) καλείται να στηρίξει τον άνθρωπο που τον πλησιάζει και θέτει τον εαυτό του στα χέρια του ως παιδί προς το γονιό, να τον βοηθήσει να ξεπεράσει τα πάθη του (δηλαδή να νικήσει την αμαρτία εντός του) και όσο το δυνατόν πιο καθαρός να πλησιάσει το Θεό.
Αυτή η πνευματική πατρότητα δεν είναι επίσημος «θεσμός» και μπορεί να την ασκήσει και λαϊκός, άντρας ή γυναίκα, με την προϋπόθεση ότι διαθέτει σοφία Θεού: ή είναι άγιος –αυτό θα ήταν το ιδανικότερο– ή έχει την ταπείνωση και τη σύνεση να μελετά του βίους και τα έργα των αγίων και να διδάσκει από τα υποδείγματά τους και όχι μόνο λέγοντας την ανθρώπινη γνώμη του. Τότε αυτός ο γέροντας ή η γερόντισσα μπορεί να διδάσκει ανθρώπους, και να τους στέλνει σε ιερέα για την (ας την πούμε έτσι) «συγχωρητική εξομολόγηση», αυτήν που περιλαμβάνει την ευχή της άφεσης των αμαρτιών. Τέτοιοι λαϊκοί γέροντες συνήθως κατοικούν στα μοναστήρια ή τις ερήμους (είναι δηλαδή απλοί μοναχοί, χωρίς χειροτονία ιερέα, που δε μπορούν να λειτουργήσουν, ή μοναχές), αλλά μπορεί να ζουν και δίπλα μας, να είναι μορφωμένοι ή αμόρφωτοι, πλούσιοι ή φτωχοί, πιθανόν παραμελημένοι γέροι ή φαινομενικά αλλοπρόσαλλοι, αλλά οπωσδήποτε ευσεβείς, ταπεινοί και γεμάτοι αγάπη για το συνάνθρωπό τους. Επίσης μπορεί να είναι στην ηλικία νέοι ή και παιδιά («παιδαριογέροντες»), αν και συνήθως έχουν κάποια ηλικία, αφού η πρόοδος στην πίστη, την αγάπη και τη σοφία μπορεί να προϋποθέτει χρόνια.
Η πνευματική πατρότητα είναι η ανώτερη εκδοχή του μυστηρίου της εξομολόγησης, την οποία χρειάζεται απαραίτητα κάθε άνθρωπος, όπως χρειάζεται τον προσωπικό και τον οικογενειακό του γιατρό. Αυτή η σχέση, όταν λειτουργεί σωστά, απελευθερώνει, δυναμώνει, εξισορροπεί, ειρηνεύει, προλαμβάνει συμφορές, και τελικά θεραπεύει. Αυτή η σχέση, μια ιδιαίτερα εξελιγμένη θεραπευτική επιστήμη του ορθόδοξου χώρου, είναι που αντικαταστάθηκε με την ψυχοθεραπεία δυτικού τύπου στις σύγχρονες κοινωνίες (κι όχι το αντίθετο, όπως νομίζουν κάποιοι), παρόλο που οι επιδιώξεις τους δεν είναι κοινές˙ ο ψυχίατρος ή ο ψυχολόγος αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ψυχικής υγείας, ενώ ο πνευματικός στη θεραπεία από την αμαρτία, δηλαδή στην αιώνια σωτηρία.
Εννοείται ότι ψάχνεις για τον κατάλληλο πνευματικό, όπως ψάχνεις για τον κατάλληλο γιατρό, μπορεί να διανύσεις χιλιόμετρα για να τον βρεις, δοκιμάζεις, πιθανώς απορρίπτεις, προσεύχεσαι και προσέχεις. Αρκεί να μην εξαπατάς τον εαυτό σου, λέγοντας στη συνείδησή σου πως είναι ανάξιος για πνευματικός σου κάποιος που σου λέει την αλήθεια χωρίς να σε κολακεύει. Και φυσικά είναι δικαίωμά σου να μην αναζητήσεις ποτέ πνευματικό και να μην προσέλθεις ποτέ για εξομολόγηση (ιδίως αν «δεν αισθάνεσαι αμαρτωλός»), όπως και να μην πας ποτέ σε γιατρό και να μην κάνεις εξετάσεις, ιδίως αν «δεν αισθάνεσαι άρρωστος». Μπορείς να κάνεις ο ίδιος διάγνωση στον εαυτό σου διαβάζοντας βιβλία, περιφρονώντας τη ζεστή πραγματική επικοινωνία μ’ έναν άλλο άνθρωπο και χωρίς ν’ ανοίγεσαι σε μια «δεύτερη γνώμη».
Μπορεί έτσι να μην αρρωστήσεις ποτέ και να ζήσεις μέχρι βαθύ γήρας˙ το πιθανότερο όμως είναι ότι θα υποφέρεις και θα πεθάνεις πρόωρα. Στην περίπτωση του πνευματικού, μπορεί να πλησιάσεις «μόνος σου» το Θεό και να σωθείς˙ το πιθανότερο όμως είναι πως θα περιπλανηθείς σε άγνωστα μονοπάτια και μάλιστα ίσως –το χειρότερο– να νομίζεις ότι Τον βρήκες ή και ότι Εσύ είσαι ο κατάλληλος πνευματικός άλλων ή ακόμη και ότι, με κάποιο παράξενο τρόπο, είσαι ο Θεός ή ένας θεός. Κανείς δε μπορεί να είναι βέβαιος, όταν είναι μόνος˙ χρειάζεται τη συμβουλή έμπειρων, που δεν τον κολακεύουν. Και, για να τη ζητήσει, κάνει το πρώτο βήμα προς την ταπείνωση.
…να παρακολουθήσω (πιο σωστά: να συμμετάσχω) στην προηγιασμένη και να πάω ν’ ακούσω τους Χαιρετισμούς, έστω κι αν χρειαστεί να κλείσω το μαγαζί μου, ν’ αφήσω τη δουλειά μου, ν’ αναβάλω ένα ραντεβού ή να λείψω απ’ το φροντιστήριο (αν είμαι μαθητής) για κανα-δυο ωρίτσες. Αξίζει!
Η «προηγιασμένη» είναι μια σύντομη λειτουργία, που τελείται στο ναό συνήθως κάθε Τετάρτη βράδυ και κάθε Παρασκευή πρωί όλη τη Μεγ. Σαρακοστή. Η βραδινή προηγιασμένη είναι μια πανέμορφη λειτουργία, με χαμηλό φωτισμό, τον ιερέα στα μαύρα και γενικά ατμόσφαιρα γεμάτη συγκίνηση («κατάνυξη»). Σ’ αυτή τη λειτουργία δεν τελείται η θεία Μετάληψη, αλλά ο ιερέας φέρνει και προσφέρει σε όποιον θέλει να μεταλάβει θεία Μετάληψη από την προηγούμενη Κυριακή – γι’ αυτό λέγεται «προ-ηγιασμένη» ή θεία λειτουργία «των προηγιασμένων Δώρων» [=θεία Μετάληψη], επειδή δεν αγιάζεται εκείνη την ώρα, αλλά έχει αγιαστεί από πριν.
Τη Μεγ. Σαρακοστή δεν γίνεται κανονική λειτουργία, παρά μόνο Σάββατο, Κυριακή και κάποιες μεγάλες γιορτές (π.χ. του Ευαγγελισμού). Τις άλλες μέρες γίνεται μόνο προηγιασμένη. [Σημείωση: “λειτουργία” ονομάζεται ΜΟΝΟ εκείνη η τελετή, στην οποία μεταλαβαίνουμε, ΟΧΙ κάθε τελετή που γίνεται στην εκκλησία]. Ο λόγος; Η ορθόδοξη λειτουργία έχει κεντρική αναφορά στην ανάσταση του Χριστού, ενώ η Μεγ. Σαρακοστή είναι μια περίοδος με κεντρική αναφορά στη σταύρωση. Έτσι, δεν ταιριάζει η κανονική λειτουργία. Την Κυριακή όμως ταιριάζει, γιατί κάθε Κυριακή όλο το χρόνο είναι πάντα γιορτή της ανάστασης του Χριστού, ενώ το Σάββατο γίνεται λειτουργία για τις ψυχές των νεκρών, γιατί το Σάββατο είναι η μέρα των νεκρών στην Ορθοδοξία (δε λέμε «νεκρών», αλλά «κεκοιμημένων», γιατί δεν υπάρχει θάνατος, όλοι είναι ζωντανοί στον ουρανό και περιμένουν την ανάστασή τους στη Δευτέρα Παρουσία, για την οποία μίλησε πολλές φορές ο Ιησούς).
Οι Χαιρετισμοί σίγουρα ξέρεις τι είναι: ένα μεγάλο ποίημα, από τα ωραιότερα παγκοσμίως, που απευθύνεται στην Παναγία και το έχει γράψει μάλλον ο άγιος Ρωμανός ο Μελωδός, ένας μεγάλος ποιητής και μουσικός του 7ου αιώνα μ.Χ. Έχει 24 στροφές, που αρχίζει κάθε μία και με ένα γράμμα της αλφαβήτου, κατά σειρά. Το κόβουμε σε 4 μέρη και λέμε ένα κάθε Παρασκευή βράδυ τη Μεγ. Σαρακοστή, ενώ την 5η Παρασκευή το λέμε όλο μαζί (είναι ο Ακάθιστος Ύμνος). Τους Χαιρετισμούς τους λέει ο παπάς (κάνει μια μουσική απαγγελία, όπως γινόταν στο Βυζάντιο), αλλά, πριν βγει να τους απαγγείλει μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, οι ψάλτες ψάλλουν ένα άλλο υπέροχο μουσικό και ποιητικό έργο, γραμμένο από τον άγιο Ιωσήφ τον Υμνογράφο (μεγάλο ποιητή και μουσικό του 9ου αιώνα), τον «κανόνα των Χαιρετισμών» (κανόνας ας πούμε ότι είναι ένα είδος της κλασικής μουσικής του Βυζαντίου).
…να πάω στην εκκλησία ν’ ακούσω το Μεγάλο Κανόνα την Τετάρτη της 5ηςεβδομάδας της Σαρακοστής. Ο Μεγ. Κανόνας είναι ένα μεγάλο και σπουδαίο μουσικό και ποιητικό έργο του αγίου Ανδρέα Κρήτης (έζησε ανάμεσα στον 6ο και τον 7ο αι. μ.Χ.), που, με πολλά παραδείγματα από την Αγία Γραφή (που τα έχει κάνει ποίημα), κάνει εξαιρετικές αναλύσεις της ανθρώπινης ψυχής και μιλάει για το πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος, τι μορφές παίρνουν τα πάθη (οι πνευματικές εξαρτήσεις που οδηγούν στην αμαρτία) και πώς μπορεί να πλησιάσει ξανά το Θεό και ν’ απαλλαγεί από τα πάθη του. Είναι ένα ποίημα με μεγάλο ενδιαφέρον όχι μόνο για τους πιστούς, αλλά και για τους ψυχολόγους, γιατί εμβαθύνει πολύ σ’ αυτά που έχει κάθε άνθρωπος στην ψυχή του.
Σημείωση: Ο Μεγάλος Κανόνας (από http://www.monipetraki.gr/kanon.html)
Στην αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής, στο μεγάλο απόδειπνο των τεσσάρων πρώτων ημερών της Α΄ Εβδομάδας των Νηστειών, διαβάζεται χωρισμένος σε τέσσερα μέρη ο Μεγάλος Κανόνας και ολόκληρος την Πέμπτη της Ε΄ εβδομάδας των Νηστειών. Ψάλλεται σε ήχο πλ. β΄ που είναι ιδιαίτερα κατανυκτικός, εκφραστικός του πένθους και της συντριβής της καρδιάς.
Μπορούμε να περιγράψουμε το κανόνα αυτό σαν ένα θρήνο μετάνοιας που μας μεταφέρει στο βάθος και στο πεδίο δράσης της αμαρτίας, κλονίζοντας τη ψυχή μας με την απόγνωση, τη μετάνοια και την ελπίδα. Με μια μοναδική τέχνη ο Άγιος Ανδρέας συνυφαίνει τα μεγάλα βιβλικά θέματα: Αδάμ και Εύα, Παράδεισος και Πτώση, Πατριάρχες, Νώε και κατακλυσμός, Δαβίδ, Χώρα της Επαγγελίας και τελικά Χριστός και Εκκλησία, ομολογία των αμαρτιών και μετάνοια. Τα γεγονότα της ιερής ιστορίας παρουσιάζονται σαν γεγονότα της ζωής μου. Οι ενέργειες του Θεού στο παρελθόν αποβλέπουν σε μένα και στη σωτηρία μου, η τραγωδία της αμαρτίας και η προδοσία παρουσιάζονται σαν προσωπικά δική μου τραγωδία. Η ζωή μου παρουσιάζεται σαν ένα κομμάτι της μεγάλης πάλης ανάμεσα στο Θεό και τις δυνάμεις του σκότους που επαναστατούν εναντίον του.
Η πνευματική ιστορία του κόσμου είναι επίσης και δική μου ιστορία. Γίνονται για μένα μια πρόκληση με τα αποφασιστικά γεγονότα και τις πράξεις από το παρελθόν, που το νόημά τους και η δύναμή τους είναι αιώνια, γιατί κάθε ανθρώπινη ψυχή – μοναδική και ανεπανάληπτη – συγκινείται από το ίδιο δράμα, αντιμετωπίζει την ίδια τελικά εκλογή, ανακαλύπτει την ίδια πραγματικότητα.
Το έργο και ο σκοπός του Μεγάλου Κανόνα είναι να ξεσκεπάσει την αμαρτία και έτσι να μας οδηγήσει στη μετάνοια. Η αποκάλυψη αυτή, δεν γίνεται με ορισμούς και απαριθμήσεις, αλλά με μια βαθειά ενατένηση στη μεγάλη βιβλική ιστορία που είναι η ίδια η ιστορία της αμαρτίας, της μετάνοιας και της συγγνώμης.
Καταλαβαίνουμε ότι αμαρτία είναι, πρώτα απ’ όλα, η άρνηση ότι η ζωή είναι προσφορά ή θυσία στο Θεό, με άλλα λόγια δηλαδή, η άρνηση ότι η ζωή έχει θεϊκό προσανατολισμό, ότι η αμαρτία, επομένως, είναι από τις ρίζες της, η παρέκκλιση της αγάπης μας από τον τελικό σκοπό της.
Για να καταλάβουμε σωστά τον Μεγάλο Κανόνα θα πρέπει να ξέρουμε την Αγία Γραφή και να έχουμε την ικανότητα να μεταφέρουμε τα νοήματά του στη ζωή μας.
«Κανόνες» στην εκκλησιαστική υμνογραφία λέγονται ύμνοι μεγάλοι, αποτελούμενοι από μικρότερες ενότητες, που ονομάζονται «Ωδές». Κάθε «Ωδή» (σημαίνει άσμα θρησκευτικό, από το ρήμα άδω) αποτελείται από τον «ειρμό», που είναι η πρώτη στροφή κάθε Ωδής και χρησιμεύει σαν υπόδειγμα και βάση των στροφών που ακολουθούν, τα λεγόμενα τροπάρια (τρέπονται σύμφωνα με τον ειρμό).
Μέγας ονομάσθηκε για την έκτασή του, αποτελείται από εννέα ωδές, έντεκα ειρμούς (η β΄και η γ΄ ωδή έχουν από δύο ειρμούς) και 250 τροπάρια (25 η α΄ ωδή, 41 η β΄, 28 η γ΄, 29 η δ΄, 23 η ε΄, 33 η στ΄, 22 η ζ΄, 22 η η΄ και 27 η θ΄).
Συντάχθηκε από τον Άγιο Ανδρέα αρχιεπίσκοπο Κρήτης, ο οποίος γεννήθηκε γύρω στα 660 στη Δαμασκό. Έγινε μοναχός στα Ιεροσόλυμα και κληρικός στη Κωνσταντινούπολη. Ψηφίσθηκε μετά το 710 αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο, κυρίως υμνογραφικό και ομηλιτικό.
Την Πέμπτη της Ε΄ εβδομάδας των Νηστειών, στα μοναστήρια ψάλλεται ολόκληρος την δ΄ ώρα της νύκτας, γύρω στα μεσάνυχτα και στους ενοριακούς ναούς το βράδυ της Τετάρτης μαζί με το μικρό απόδειπνο, της ίδιας εβδομάδας.
Το θέμα και το σκοπό του Κανόνα περιγράφει το συναξάρι της Ε΄ Εβδομάδας των Νηστειών: «Ο ποιητής, με πλήθος αγιογραφικών ιστορημάτων και παραδειγμάτων, θετικών και αρνητικών, από την πλάση και τη πτώση του Αδάμ ως την Ανάληψη του Χριστού και τον ευαγγελισμό της ανθρωπότητος από τους Αποστόλους, παρακινεί κάθε ψυχή να μιμείται τις καλές πράξεις, ν’ αποφεύγει τις φαύλες και να καταφεύγει πάντα στο Θεό με μετάνοια, δάκρυα, εξομολόγηση και κάθε ευαρέστηση.»
Γιορτές μέσα στη Μεγ. Σαρακοστή
Εκτός από τον Ευαγγελισμό (25 Μαρτίου, όπως είπαμε), η Μεγ. Σαρακοστή έχει και πολλές άλλες γιορτές.
Το 1ο Σάββατο (της πρώτης εβδομάδας) γιορτάζουμε το θαύμα του αγίου Θεοδώρου του Τήρωνα στην ΚΠολη, όταν εμφανίστηκε στο όνειρο του αρχιεπισκόπου Ευδόξιου, γύρω στο 360 μ.Χ., και τον ενημέρωσε πως ο ειδωλολάτρης αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης διέταξε να ραντίσουν όλα τα νηστίσιμα τρόφιμα της αγοράς με αίμα ζώων, που είχαν θυσιαστεί στα είδωλα. Έτσι, οι χριστιανοί δεν έπρεπε ν’ αγοράσουν τίποτα, αλλά να βράσουν σιτάρι και να φάνε αυτό όλη την εβδομάδα. Κι επειδή το βρασμένο σιτάρι λέγεται «κόλλυβα», το γεγονός λέγεται «θαύμα των κολλύβων». Ο άγιος Θεόδωρος ο Τήρων ήταν ένα παλληκάρι που βασανίστηκε πολύ για τη χριστιανική του πίστη και τελικά κάηκε ζωντανός από τις ρωμαϊκές αρχές το 297 μ.Χ. (δηλ. περίπου 100 χρόνια πριν την εμφάνισή του στο όνειρο του πατριάρχη).
Την Α΄ Κυριακή των νηστειών («Κυριακή της Ορθοδοξίας») γιορτάζουμε τον τερματισμό της Εικονομαχίας στο Βυζάντιο, με τη σύνοδο του 843 μ.Χ. Η Εικονομαχία δεν ήταν κάποιου είδους «κοινωνική μεταρρύθμιση» (όπως μυθολογούν κάποιοι) αλλά ένας σκληρός εμφύλιος πόλεμος για το Βυζάντιο, όπου οι εικονομάχοι αυτοκράτορες υπέβαλαν σε βασανιστήρια και θάνατο όποιον χριστιανό συνέχιζε να τιμάει τις εικόνες του Χριστού και των αγίων. Έτσι, ο τερματισμός της, εκτός από θρησκευτική σημασία, είχε και μεγάλη κοινωνική σημασία, γιατί σταμάτησε η άσκοπη αιματοχυσία!
Αρκετά στοιχεία δες στα άρθρα-μελέτες: Η αναστήλωση των εικόνων και μια υποκριτική ιστορία και Εικονοκλάστες: οι συντηρητικοί του Βυζαντίου. Επίσης σ’ αυτό το σχετικό με την αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία άρθρο.
Τη Β΄ Κυριακή των νηστειών γιορτάζουμε τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, άγιο του 14ου αιώνα, που έφερε την ειρήνη στη Θεσσαλονίκη, όταν έγινε επίσκοπος της πόλης μέσα στον εμφύλιο πόλεμο με το κίνημα των Ζηλωτών, και υπερασπίστηκε την πεποίθηση των χριστιανών ότι: α) για να γίνει κάποιος άγιος δε χρειάζεται να είναι μορφωμένος φιλοσοφικά, αρκεί με την καρδιά του να πλησιάσει το Θεό και τον πλησίον, ακόμη κι αν είναι αγράμματος˙ β) ο Θεός αγιάζει και το σώμα του ανθρώπου, όχι μόνο την ψυχή του, γι’ αυτό ο άγιος μπορεί να δει το Φως του Θεού και με τα σωματικά του μάτια κι όχι μόνο με «τα μάτια του νου του» – άρα το ανθρώπινο σώμα, καθώς ενώνεται με τη θεία χάρη (την αγαθή ενέργεια του Θεού), είναι ιερό και άγιο κι όχι ένα σκουπίδι προορισμένο να εξαφανιστεί (αυτός είναι κι ένας βασικός λόγος που δεν καίμε τους νεκρούς μας, όπως κάνουν πολιτισμοί που πιστεύουν πως το ανθρώπινο σώμα δεν έχει καμιά αξία, π.χ. οι Ινδοί ή οι αρχαίοι Έλληνες).
Η Γ΄ Κυριακή των νηστειών είναι η «Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης»: ο ιερέας στη λειτουργία προσφέρει στο λαό ένα σταυρό, τον οποίο οι χριστιανοί ασπάζονται (χαιρετούν με φίλημα, κοινώς προσκυνούν), για να πάρουν δύναμη να συνεχίσουν τον ηθικό και σωματικό αγώνα της νηστείας. Υπ’ όψιν ότι το σταυρό δεν τον λατρεύουμε, μόνο τον τιμάμε επειδή έγινε το μέσο για τη σωτηρία μας και ποτίστηκε με το αίμα του Χριστού, όπως δε λατρεύουμε την Παναγία, τους αγίους, τις εικόνες ή τα άγια λείψανα. Όμως η πείρα των αιώνων έχει αποδείξει ότι μέσω όλων αυτών, και του σταυρού, η θεία χάρη έρχεται στον άνθρωπο, όταν τη ζητάει με ταπείνωση και αγάπη (δες ένα πολύ κατατοπιστικό άρθρο για το θέμα). Δεν είμαι εγωιστής, να νομίζω πως «δε μου χρειάζονται» όλ’ αυτά γιατί «εγώ είμαι ανώτερος απ’ τη γιαγιά μου, που τα πίστευε», γι’ αυτό, Θεού θέλοντος, την Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης θα πάω κι εγώ στην εκκλησία να προσκυνήσω το σταυρό, που συμβολίζει το σταυρό του Χριστού. Εσύ, αν είσαι πιο σοφός από μένα, κάνε ό,τι θέλεις, αδελφέ μου.
Τη Δ΄ Κυριακή των νηστειών γιορτάζουμε τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, ένα πολύ μεγάλο άγιο και σπουδαίο συγγραφέα, που μελέτησε σε βάθος την ανθρώπινη ψυχή και συμπεριφορά κι έγραψε ένα από τα πιο σπουδαία βιβλία όλων των εποχών. Λέγεται «Κλίμαξ» (σκάλα) και περιγράφει αναλυτικά, με πολλά παραδείγματα και μεγάλο ενδιαφέρον και για κάθε χριστιανό αλλά και για τους ψυχολόγους, τα ανθρώπινα πάθη και τις αρετές, δηλ. τα σκαλοπάτια που με κατεβάζουν μακριά απ’ το Θεό και τα σκαλοπάτια που με ανεβάζουν προς Αυτόν (για να το διαβάσεις, κλικ εδώ). Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος έζησε τον 7ο αιώνα μ.Χ. στο μοναστήρι του Σινά, γι’ αυτό λέγεται και «Ιωάννης ο Σιναΐτης», και είναι από τους σημαντικότερους συγγραφείς παγκοσμίως.
Την Ε΄ Κυριακή των νηστειών γιορτάζουμε την αγία Μαρία την Αιγυπτία, μια διάσημη πόρνη της Αλεξάνδρειας, που μετάνιωσε για τον τρόπο ζωής της, εγκατέλειψε την πορνεία (κυριολεκτικά την παράτησε μέσα σ’ ένα λεπτό) και πήγε να ζήσει στην έρημο του Ιορδάνη ποταμού προσπαθώντας να πλησιάσει το Χριστό με τη συνεχή προσευχή. Η αφορμή της αλλαγής της ήταν ότι πήγε στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσει τον Άγιο Τάφο και κάτι σαν αόρατη δύναμη την εμπόδιζε να μπει μέσα… Έγινε μεγάλη αγία και τη βιογραφία της την έγραψε ο άγιος Ζωσιμάς, που καθοδηγήθηκε από άγγελο να τη βρει μέσα στην έρημο μετά από 47 χρόνια. Μάλιστα την κοινώνησε (τη μετάλαβε) και, μετά από ένα χρόνο, πήγε να την κηδέψει (του είχε κλείσει ραντεβού η ίδια, που ήξερε ότι θα πέθαινε) και την έθαψε στην έρημο με τη βοήθεια ενός λιονταριού! Η αγία Μαρία ταιριάζει απόλυτα να γιορτάζεται τη Σαρακοστή, γιατί φανερώνει πόσο μπορεί ν’ αλλάξει ένας άνθρωπος αν το θέλει κι αν αγωνιστεί σκληρά με τη βοήθεια του Θεού. [Βιογραφικά της και σύγχρονα σχόλια στο post μας Η πιο sexy απ’ όλες].
Τέλος, η Στ΄ Κυριακή των νηστειών είναι η Κυριακή των Βαΐων, με την οποία μπαίνουμε στη Μεγάλη Εβδομάδα και οδηγούμαστε από τα Πάθη στην Ανάσταση του Χριστού, με σκοπό να φτάσουμε, με τη βοήθειά Του, και στην ανάσταση της αγάπης μέσα στην καρδιά μας – μια ανάσταση που θα μας οδηγήσει στο Θεό και στον αιώνιο παράδεισο.
Καλή ανάσταση λοιπόν, καλή Μεγάλη Σαρακοστή και καλό παράδεισο, εαυτέ μου – για μένα τα ’γραφα όλα τούτα, αν δεν το καταλάβατε – και, άντε, καλή ανάσταση και καλό παράδεισο, αδελφοί.
Ο Χριστός μαζί σας.
Πηγή: ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ http://vardavas.blogspot.com/2011/03/blog-post_2766.html
Το βρήκα στο http://o-nekros.blogspot.com/2011/03/blog-post_5468.html
ΤΡΙΩΔΙΟΝ: ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ
Τριώδιο είναι το λειτουργικό βιβλίο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που περιέχει ιερά ποιήματα από τον 5ο ως τον 15ο αιώνα, Ιερές Ακολουθίες και τα Συναξάρια της περιόδου που μας προετοιμάζει για το Πάσχα. Η περίοδος αυτή προετοιμασίας, αρχίζει από τη Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου και λήγει το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου. Ο όρος Τριώδιο (από τις λέξεις «τρία» και «ωδή»), οφείλεται στο γεγονός ότι πολλοί από τους Κανόνες Ακολουθιών που περιέχονται σε αυτό έχουν μόνο τρεις ωδές: την 8η και την 9η πάντοτε, ύστερα δε μία από τις πέντε πρώτες. Το πρώτο έντυπο του Τριωδίου εξεδόθη στην ελληνική γλώσσα το 1522 μ.Χ.
ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ
Μετὰ τὸν Ἑξάψαλμον, τό, Θεὸς Κύριος, ἡ συνήθης στιχολογία, τὰ Καθίσματα καὶ οἱ Ἀναβαθμοὶ τῆς Ὀκτωήχου, τὸ Προκείμενον τό, Πᾶσα πνοή, καὶ τὸ ἐνδιάτακτον Ἑωθινὸν Εὐαγγέλιον.
Εἶτα τό, Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι καὶ τὸν Ν’ Ψαλμόν. Καὶ μετὰ ταῦτα, ψάλλομεν τὰ παρόντα Ἰδιόμελα.
Δόξα… Ἦχος πλ. δ’
Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας Ζωοδότα·
ὀρθρίζει γὰρ τὸ πνεῦμά μου, πρὸς ναὸν τὸν ἅγιόν σου,
ναὸν φέρον τοῦ σώματος, ὅλον ἐσπιλωμένον·
ἀλλ’ ὡς οἰκτίρμων κάθαρον, εὐσπλάγχνῳ σου ἐλέει.
Καὶ νῦν… Θεοτοκίον
Ἦχος ὁ αὐτὸς
Τῆς σωτηρίας εὔθυνόν μοι τρίβους, Θεοτόκε·
αἰσχραῖς γὰρ κατερρύπωσα, τὴν ψυχὴν ἁμαρτίαις,
ὡς ῥαθύμως τὸν βίον μου, ὅλον ἐκδαπανήσας,
ταῖς σαῖς πρεσβείαις ῥῦσαί με, πάσης ἀκαθαρσίας.
Εἶτα, Στίχ. Ἐλέησόν με ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου, ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου.
Ἦχος πλ. β’
Τὰ πλήθη τῶν πεπραγμένων μοι δεινῶν, ἐννοῶν ὁ τάλας, τρέμω τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς κρίσεως·
ἀλλὰ θαρρῶν εἰς τὸ ἔλεος τῆς εὐσπλαγχνίας σου, ὡς ὁ Δαυῒδ βοῶ σοι·
Ἐλέησόν με ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.
Η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στην διδακτική παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, την οποία ο Κύριος διηγήθηκε, προκειμένου να διδάξει την αρετή της ταπεινώσεως και να στηλιτεύσει την έπαρση.
Ο ευαγγελιστής Λουκάς, με τρόπο λιτό, αλλά σαφέστατο, διέσωσε την παραβολή αυτή ως εξής:
«Εἶπε δὲ καὶ πρός τινας τοὺς πεποιθότας ἐφ᾿ ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι, καὶ ἐξουθενοῦντας τοὺς λοιπούς, τὴν παραβολὴν ταύτην·
ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης.
ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο·
ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης·
νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι.
Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων·
ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ.
Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος·
ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται». (Λουκ.18,10-14).
Η τάξη των Φαρισαίων εκπροσωπούσε την υποκρισία και την εγωιστική αυτάρκεια και έπαρση. Τα μέλη της απόλυτα αποκομμένα από την υπόλοιπη ιουδαϊκή κοινωνία, αποτελούσαν, λαθεμένα, το μέτρο σύγκρισης της ευσέβειας και της ηθικής για τους Ιουδαίους. Αντίθετα οι τελώνες ήταν η προσωποποίηση της αδικίας και της αμαρτωλότητας . Ως φοροεισπράκτορες των κατακτητών Ρωμαίων διέπρατταν αδικίες, κλοπές, εκβιασμούς, τοκογλυφίες και άλλες ειδεχθείς ανομίες και γι’ αυτό τους μισούσε δικαιολογημένα ο λαός. Δύο αντίθετοι τύποι της κοινωνίας, οι οποίοι εκπροσωπούσαν τις δύο αυτές τάξεις, ανέβηκαν στο ναό να προσευχηθούν. Ο πρώτος ο νομιζόμενος ευσεβής, έχοντας την αυτάρκεια της δήθεν ευσέβειάς του ως δεδομένη, στάθηκε με έπαρση μπροστά στο Θεό και άρχισε να απαριθμεί τις αρετές του, οι οποίες ήταν πραγματικές. Τις εξέθετε προκλητικότατα εις τρόπον ώστε απαιτούσε από το Θεό να τον επιβραβεύσει γι’ αυτές. Για να εξαναγκάσει το Θεό έκανε και αήθη σύγκρισή του με άλλους ανθρώπους και ιδιαίτερα με τον συμπροσευχόμενό του τελώνη.
Αντίθετα ο όντως αμαρτωλός τελώνης συναισθάνεται τη δεινή του κατάσταση και με συντριβή και ταπείνωση ζητεί το έλεος του Θεού. Αυτή η μετάνοιά του τον δικαιώνει μπροστά στο Θεό. Γίνεται δεκτή η προσευχή του, σε αντίθεση με τον υποκριτή Φαρισαίο, ο οποίος όχι μόνο δεν έγινε δεκτή η προσευχή του, αλλά σώρευσε στον εαυτό του περισσότερο κρίμα, εξαιτίας της εγωπάθειάς του.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας όρισαν να είναι αφιερωμένη η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου στη διδακτική αυτή παραβολή του Κυρίου για να συνειδητοποιήσουν οι πιστοί πως η υπερηφάνεια είναι η αγιάτρευτη ρίζα του κακού στον άνθρωπο, η οποία τον κρατά μακριά από την αγιαστική χάρη του Θεού και πως η ταπείνωση είναι το σωτήριο αντίδοτο της καταστροφικής πορείας, που οδηγεί τον άνθρωπο η εγωπάθεια.
Εἰς τοὺς Αἴνους, Στιχηρὰ Ἀναστάσιμα τῆς Ὀκτωήχου δ’ καὶ τὰ παρόντα τοῦ Τριῳδίου δ’.
Ἦχος α’
Μὴ προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς, ἀδελφοί·
ὁ γὰρ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται,
ταπεινωθῶμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τελωνικῶς διὰ νηστείας κράζοντες·
Ἱλάσθητι ἡμῖν ὁ Θεός, τοῖς ἁμαρτωλοῖς.
…
Στίχ. Ἀνάστηθι Κύριε ὁ Θεός μου, ὑψωθήτω ἡ χείρ σου, μὴ ἐπιλάθῃ τῶν πενήτων σου εἰς τέλος.
Ἦχος γ’
Τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου τὸ διάφορον, ἐπιγνοῦσα, ψυχὴ μου·
τοῦ μέν, μίσησον τὴν ὑπερήφανον φωνήν, τοῦ δέ, ζήλωσον τὴν εὐκατάνυκτον εὐχήν,
καὶ βόησον, ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ, καὶ ἐλέησόν με.
Το ακούτε εδώ (από το http://analogion.com/Galanis.html).
Κείμενο από τα Λειτουργικά Κείμενα (http://analogion.gr/glt/) εδώ: http://analogion.gr/glt/texts/Tri/PubPharSun.uni.htm
ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ (Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου)
από το βιβλίο του Alexander Schmemann, ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ – Πορεία προς το Πάσχα, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑΣ
Μητροπολίτης Λεμεσού κ. Αθανάσιος – Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου (mp3)
Οι τέσσερις μορφές φαρισαΐσμού και υποκρισίας από την ιστοσελίδα:
Απομαγνητοφωνημένα (και ηχητικά) κηρύγματα του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου
Εἰς μνήμην Παπαδιαμάντη

– Ναί, τὸν θυμᾶμαι, τὸν Παπαδιαμάντη, μοῦ εἶπε μία μέρα. Τὸν θυμᾶμαι πολὺ καλά. Ἕνα διάστημα ἐργαζόμουν στὴν ἐφημερίδα ποὺ ἐργαζόταν κι αὐτός. Ἐκεῖ ἔγραφε τότε καὶ τὰ διηγήματά του, τὶς ἑορτές.
Ἐγὼ ἤμουν νεαρὸς συντάκτης κι ἔγραφα οἰκονομικὲς εἰδήσεις. Ἀγαποῦσα πολὺ τὴ λογοτεχνία καὶ τὸν Παπαδιαμάντη τὸν ἔβλεπα μὲ σεβασμό. Λογάριαζα μάλιστα, νὰ τοῦ δώσω, νὰ διαβάσει μερικὰ διηγήματα, ποὺ εἶχα γράψει, γιὰ νὰ μοῦ πεῖ τὴ γνώμη του.
Δίσταζα ὅμως, νὰ τὸν ἐνοχλήσω, γιατὶ τὸν ἔβλεπα, νὰ εἶναι καταβεβλημένος. Δὲν ἦταν καὶ τόσο καλὰ στὴν ὑγεία του, ἐκείνη τὴν ἐποχή. Περίμενα, νὰ τὸν δῶ, νά ῾ναι καλύτερα, γιὰ νὰ τοῦ δώσω τὴ λογοτεχνική μου ἐργασία.
Τελικά, ὅμως αὐτὸ δὲν ἔγινε ποτέ, γιατὶ συνέβη κάτι, ποὺ μὲ ἔφερε στὴ θέση ἐνόχου ἀπέναντί του. Δὲν ἔφταιγα ἐγώ. Οἱ περιστάσεις δημιούργησαν αὐτὴν τὴν κατάσταση, ποὺ μ᾿ ἔθλιψε κι ἐμένα.
Νά, τί ἀκριβῶς συνέβη.
Ἔρχονταν Χριστούγεννα καὶ τὴν παραμονὴ ἑτοιμαζόταν τὸ χριστουγεννιάτικο φύλλο τῆς ἐφημερίδας. Ὁ ἀρχισυντάκτης ἦταν στὸ τυπογραφεῖο καὶ «ἔκλεινε τὶς σελίδες», ὅπως λέγαμε τότε στὴ δημοσιογραφικὴ γλῶσσα. (Παρένθεση. Τώρα ὁ τρόπος τῆς ἔκδοσης τῶν ἐντύπων ἔχει ἀλλάξει ἄρδην. Ἡ τεχνολογία ἔχει κάνει καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν τομέα τεράστιες προόδους. Τότε οἱ ἀράδες τῶν κειμένων χύνονταν σὲ σελίδες πάνω σ᾿ ἕνα μεγάλο μάρμαρο. Κλείνω τὴν παρένθεση καὶ συνεχίζω τὴ διήγηση τοῦ παλιοῦ γνωστοῦ μου δημοσιογράφου).
– Ὅλο τὸ χριστουγεννιάτικο φύλλο ἦταν ἕτοιμο, σελιδοποιημένο. Δηλαδή, ὅλες οἱ σελίδες του ἦσαν ὁλοκληρωμένες ἐπάνω στὸ μάρμαρο, ἕτοιμες νὰ σταλοῦν στὸ πιεστήριο, ὅταν κατέφθασα ἐγὼ μὲ μιὰ οἰκονομικὴ εἴδηση σημαντική. Τώρα δὲν τὴ θυμᾶμαι ἀκριβῶς. Ἦταν κάτι σχετικὸ μὲ μετοχὲς καὶ μὲ τιμὲς συναλλαγμάτων. Εἶχα γράψει ἐκτενῶς τὸ θέμα σὲ μερικὰ χειρόγραφα. Μόλις τὰ εἶδε ὁ ἀρχισυντάκτης, μοῦ εἶπε:
– Ποῦ νὰ τὰ βάλω τώρα ὅλ᾿ αὐτά;
Τί νὰ τοῦ ῾λεγα; Δέ μοῦ ῾πεφτε λόγος.
– Ἐγὼ ἔχω καθῆκον νὰ φέρω τὴν εἴδηση, τοῦ εἶπα.
– Ναί, ἀλλὰ τὴν ἔφερες ἀργά, μοῦ ἀπάντησε ὁ ἀρχισυντάκτης.
– Ἄργησε ἡ ἀνακοίνωση τοῦ χρηματιστηρίου καὶ τοῦ ὑπουργοῦ τῶν Οἰκονομικῶν, δικαιολογήθηκα ἐγώ.
Καὶ εἶχε πράγματι ἐκδοθεῖ ἀργά. Ὁ ἀρχισυντάκτης ξανακοίταξε τὰ χειρόγραφά μου, κοίταξε καὶ τὶς σελίδες ἐπάνω στὸ μαρμάρινο τραπέζι τοῦ τυπογραφείου καὶ μοῦ εἶπε:
– Δὲ βλέπεις; Ὅλη ἡ ὕλη εἶναι ἕτοιμη. Τί νὰ πετάξω γιὰ νὰ βάλω τὴ δική σου εἴδηση.
– Δὲν ξέρω, ἀπάντησα.
Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομίσει, ὅτι ἤθελα νὰ τὸν πιέσω μὲ τὴν παρουσία μου, νὰ βάλει τὴ δική μου εἴδηση, πετώντας κάτι ἄλλο, χαιρέτησα κι ἔφυγα.
Πέρασε ἡ ἀργία τῶν Χριστουγέννων καὶ ξαναπῆγα στὴ δουλειά μου. Μόλις μπῆκα στὰ γραφεῖα στὰ γραφεῖα τῆς ἐφημερίδας, μοῦ εἶπε ὁ κλητῆρας:
– Σᾶς θέλει ὁ κύριος διευθυντής. Σᾶς ζήτησε τρεῖς φορὲς ἀπὸ τὸ πρωί.
Ἀνησύχησα. Τί νὰ μὲ ἤθελε; Πῆγα κατ᾿ εὐθεῖαν στὸ γραφεῖο τοῦ διευθυντοῦ. Ἐκεῖνος, μόλις μπῆκα, μὲ ρώτησε ἀπότομα, κοιτώντας με αὐστηρά:
– Γιατί δὲν ἔφερες τὴν οἰκονομικὴ εἴδηση;
– Τὴν ἔφερα, ἀπάντησα ἐγὼ ἀμέσως.
– Τὴν ἔφερες; Ἔκανε ὁ διευθυντὴς συνοφρυωμένος.
– Μάλιστα, τὴν ἔφερα.
– Καὶ γιατί δὲν μπῆκε;
Τί νὰ τοῦ ῾λεγα; Δὲν τὸν θεώρησα σωστό, νὰ τοῦ φανερώσω αὐτά, ποὺ εἶπε ὁ ἀρχισυντάκτης. Γι᾿ αὐτὸ σήκωσα τοὺς ὤμους καὶ τοῦ ἀπάντησα:
– Δὲν ξέρω.
– Σὲ ποιὸν τὴν ἔδωσες τὴν εἴδηση; ρώτησε ὁ διευθυντής.
– Στὸν κύριο ἀρχισυντάκτη, ἀπάντησα μὲ κάποιο δισταγμό.
Δὲν ἤθελα πάλι νὰ ἐκθέσω τὸν ἀρχισυντάκτη, ἀλλ᾿ αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν μποροῦσα ξεφύγω. Ὁ διευθυντὴς χτύπησε τὸ κουδούνι, νά ῾ρθει ὁ κλητήρας. Ἄνοιξε τὴν πόρτα κι ἐμφανίστηκε ὁ κλητήρας.
– Ἦρθε ὁ ἀρχισυντάκτης; τὸν ρώτησε ὁ διευθυντής.
– Ὄχι ἀκόμα, κύριε διευθυντά.
– Ὅταν ἔρθει, πές του, ὅτι τὸν θέλω.
– Μάλιστα.
Ὁ κλητήρας ἔφυγε κλείνοντας τὴν πόρτα καὶ ὁ διευθυντὴς στράφηκε σὲ μένα.
– Μὴ φύγεις, μοῦ εἶπε. Κάθισε, ὥσπου νά ῾ρθει ὁ ἀρχισυντάκτης.
Καὶ μοῦ ῾δειξε ἕνα κάθισμα.
Δὲν εἶχα προφθάσει νὰ καθίσω, καλὰ – καλά, καὶ ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ γραφείου. Μπῆκε ὁ ἀρχισυντάκτης καὶ χαιρέτησε:
– Καλημέρα.
– Καλημέρα, τοῦ ἀπάντησε βιαστικὰ ὁ διευθυντὴς καὶ μπῆκε ἀμέσως στὸ θέμα.
– Δὲ μοῦ λές, σὲ παρακαλῶ, εἶπε στὸν ἀρχισυντάκτη. Γιατί δὲν μπῆκε ἡ οἰκονομικὴ εἴδηση, ποὺ ἔφερε ὁ συντάκτης;
Κι ἔδειξε ἐμένα, ποὺ στὸ μεταξὺ εἶχα σηκωθεῖ ὄρθιος.
– Τὴν ἔφερε ἀργά, κύριε διευθυντά, δικαιολογήθηκε ὁ ἀρχισυντάκτης.
Ὁ διευθυντὴς κοίταξε ἐμένα.
– Ἄργησε νὰ βγεῖ ἡ ἀνακοίνωση τοῦ χρηματιστηρίου, δικαιολογήθηκα κι ἐγὼ μὲ τὴ σειρά μου.
Ὁ διευθυντὴς ξαναστράφηκε στὸν ἀρχισυντάκτη.
– Δηλαδή, τὸν ρώτησε, εἶχαν πάει οἱ σελίδες στὸ πιεστήριο;
– Ὄχι, ἀλλ᾿ ὅλη ἡ ὕλη ἦταν ἕτοιμη, ἐξήγησε ὁ ἀρχισυντάκτης.
– Τότε κακῶς δὲν μπῆκε ἡ εἴδηση, ξέσπασε ὁ διευθυντής.
– Μὰ ἔπρεπε νὰ πετάξω κάποιο ἄλλο κομμάτι, ποὺ εἶχε ἤδη στοιχειοθετηθεῖ, εἶπε ὁ ἀρχισυντάκτης.
– Ἂς πετοῦσες, φώναξε ὁ διευθυντής.
– Ποιὸ νὰ πετοῦσα;
– Ποιὸ νὰ πετοῦσες;
Ὁ διευθυντὴς ἔπιασε τὸ χριστουγεννιάτικο φύλλο τῆς ἐφημερίδας, ποὺ εἶχε μπροστά του, κι ἔδειξε τὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη.
– Νά, αὐτὸ νὰ πετοῦσες, εἶπε, χτυπώντας τὸ χέρι του πάνω στὸ διήγημα.
Ὁ ἀρχισυντάκτης τὸν κοίταξε μὲ ἔκπληξη, ἀλλὰ καὶ μὲ λύπη, γιὰ τὴ βεβήλωση ποὺ γινόταν στὸ κείμενο τοῦ θαυμάσιου ἐκείνου λογίου καὶ ἀγαθότατου ἀνθρώπου.
– Τὸ διήγημα τοῦ κυρίου Παπαδιαμάντη; Ρώτησε μὲ τόνο φωνῆς, ποὺ ἐκδήλωνε τὰ αἰσθήματά του ἐκείνης τῆς στιγμῆς.
– Μάλιστα, τὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη, ἐπανέλαβε ἀμείλικτος ὁ διευθυντής.
Ὁ ἀρχισυντάκτης κατέβασε τὸ κεφάλι.
– Θὰ ἦταν κρῖμα, εἶπε.
– Γιατί κρῖμα; Ρώτησε νευριασμένος ὁ διευθυντής.
– Γιατί ἔχει γίνει παράδοση πιά, νὰ δημοσιεύεται κάθε Χριστούγεννα ἕνα διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη.
– Ἔ, καλά! Ἂς μὴ δημοσιευότανε καὶ μία χρονιά, δὲ χαλάει ὁ κόσμος.
– Μὰ κουράστηκε ὁ ἄνθρωπος, νὰ τὸ γράψει.
– Θὰ τοῦ τὸ πληρώναμε.
– Χωρὶς νὰ δημοσιευτεῖ; Δὲ θὰ δεχότανε ποτέ. Δὲν τὸν ξέρετε τὸν κύριο Παπαδιαμάντη;
– Ὄχ, ἀδελφέ! Πολὺ τὸ ρίξαμε στὶς αἰσθηματικότητες. Ἐγὼ σοῦ λέω, ὅτι ἦταν μεγάλη παράλειψη, ποὺ δὲ δημοσιεύτηκε ἡ οἰκονομικὴ εἴδηση. Ἦταν σπουδαία εἴδηση κι ἐνδιαφέρει πολὺν κόσμο. Τὸ διήγημα ποιὸν ἐνδιαφέρει;
– Διαβάζεται καὶ τὸ διήγημα, παρατήρησε κάπως δειλὰ ὁ ἀρχισυντάκτης.
– Μπορεῖ νὰ διαβάζεται, ἀλλὰ δὲν ἐνδιαφέρει ἄμεσα κανέναν βροντοφώναξε ὁ διευθυντής. Ἐγὼ βγάζουμε ἐφημερίδα, δὲν κάνουμε φιλολογία. Ἂς τὸ καταλάβουμε…
Αὐτὰ εἶπε κι ἔσκυψε τὸ κεφάλι του σὲ κάτι χειρόγραφα, ποὺ εἶχε μπροστά του, σημεῖο ὅτι δὲν ἤθελε πιὰ καμιὰ κουβέντα. Ὁ ἀρχισυντάκτης κι ἐγὼ χαιρετίσαμε καὶ βγήκαμε ἀπὸ τὸ γραφεῖο…
Ἀγαποῦσε καὶ ὁ ἀρχισυντάκτης τὴ λογοτεχνία κι ἐκτιμοῦσε τὸν Παπαδιαμάντη. Κι ὅταν βγήκαμε ἀπὸ τὸ γραφεῖο τοῦ διευθυντοῦ, στράφηκε καὶ μὲ κοίταξε. Στὸ βλέμμα του ὑπῆρχε θλίψη καὶ ἀπογοήτευση.
– Τί λὲς ἐσὺ γι᾿ αὐτά; μὲ ρώτησε.
– Τί νὰ πῶ; ἀπάντησα.
Ἡ θέση μου ἦταν λεπτή, ἤμουν καὶ νέος καὶ δίστασα νὰ πῶ ἐλεύθερα τὴ γνώμη μου.
– Νὰ πετοῦσα τὸ διήγημα, εἶπε ὁ ἀρχισυντάκτης καὶ κούνησε θλιβερὰ τὸ κεφάλι του.
Τότε κι ἐγὼ ξεσπάθωσα.
– Κι ἐγὼ στὴ θέση σας τὸ ἴδιο θά ῾κανα, εἶπα ζωηρά. Δὲ θὰ πετοῦσα ποτὲ τὸ διήγημα.
Ὁ ἀρχισυντάκτης μὲ ξανακοίταξε κι ἕνα πικρὸ χαμόγελο ἀχνοφάνηκε στὰ χείλη του.
– Ἄκουσες ὅμως τὸν διευθυντή; μοῦ εἶπε. Τὸ διήγημα δὲν ἐνδιαφέρει κανέναν. Ἐκεῖνο ποὺ ἐνδιαφέρει, εἶναι ἡ οἰκονομικὴ εἴδηση. Τὸ χρῆμα.
Κούνησα καταφατικὰ τὸ κεφάλι μου.
– Καὶ τὸ πνεῦμα; ἔκανε ὁ ἀρχισυντάκτης μὲ φανερὸ πόνο καὶ ἀγανάκτηση. Δὲν ἐνδιαφέρει κανέναν τὸ πνεῦμα;
Δὲν ἀπάντησα. Κοιτοῦσα σιωπηλὸς τὸν ἀρχισυντάκτη, ποὺ φαινόταν ταραγμένος.
– Ἄκουσε, νεαρέ, μοῦ εἶπε καὶ ἡ ἔξαψή του ὅλο καὶ μεγάλωνε. Ὕστερα ἀπὸ χρόνια, οὔτε σὺ δὲ θὰ θυμᾶσαι τὴ σπουδαία εἴδηση, ποὺ ἔφερες. Κανεὶς δὲ θὰ τὴ θυμᾶται. Τὸ διήγημα ὅμως τοῦ Παπαδιαμάντη θὰ μείνει. Σημείωσε αὐτό, ποὺ σοῦ λέω. Ποτὲ δὲ θὰ ξεχαστεῖ αὐτὸ τὸ διήγημα. Ποτέ, ὅσο ὑπάρχει ἡ φυλή μας καὶ ἡ γλῶσσα μας, γιὰ νὰ μὴν πῶ, ὅσο θὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι.
Εἶχε φουντώσει καὶ τὰ μάτια του ἔλαμπαν.
– Ναί, εἶπα κι ἐγὼ σιγανὰ καὶ διακριτικά. Εἶναι ὡραῖο διήγημα.
– Τὸ διάβασες; μὲ ρώτησε ὁ ἀρχισυντάκτης.
– Μάλιστα, τὸ διάβασα. Εἶναι πραγματικὰ ἔξοχο.
– Ἀριστούργημα! εἶπε ὁ ἀρχισυντάκτης μὲ βαθιὰ φωνὴ μισοκλείνοντας τὰ μάτια.
Ἔπειτα, ἔδειξε πρὸς τὸ γραφεῖο τοῦ διευθυντοῦ καὶ πρόσθεσε:
– Κι αὐτὸς ἐκεῖ μοῦ λέει, ὅτι ἔπρεπε νὰ τὸ πετάξω! Νὰ χαθεῖ ἕνα τέτοιο διήγημα! Γιατὶ θὰ χανόταν. Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος δὲν κρατάει ἀντίγραφο. Κι οὔτε θὰ καθόταν, νὰ τὸ ξαναγράψει.
– Ναί, θὰ ἦταν κρῖμα, νὰ χαθεῖ, συμφώνησα κι ἐγώ.
Ἐκεῖ σταμάτησε ἡ κουβέντα μας. Ὁ ἀρχισυντάκτης προχώρησε πρὸς τὸ γραφεῖο τῆς σύνταξης.
Δὲν ξέρω, ἂν ἔφθασε τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ στ᾿ αὐτιὰ τοῦ Παπαδιαμάντη. Πάντως ἐγὼ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα αἰσθανόμουν σὰν ἔνοχος ἀπέναντί του καὶ ποτὲ δὲν τόλμησα νὰ τοῦ δώσω τὰ διηγήματά μου γιὰ νὰ μοῦ πεῖ τὴ γνώμη του.
Ὅσο γιὰ τὰ λόγια, ποὺ μοῦ εἶπε τότε ὁ ἀρχισυντάκτης, ἀποδείχτηκαν προφητικά. Σήμερα ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια, οὔτε κι ἐγὼ θυμᾶμαι τὴν οἰκονομικὴ εἴδηση, ἐνῷ τὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι πασίγνωστο. Ἔχει μπεῖ στὰ σχολικὰ ἀναγνώσματα.
Κάποτε ἂν σοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, γράψε αὐτὸ τὸ περιστατικό, ποὺ σοῦ διηγήθηκα, μοῦ εἶπε τελειώνοντας ὁ παλιὸς δημοσιογράφος, καὶ ἀφιέρωσέ το στὴ μνήμη τοῦ Παπαδιαμάντη.
Αὐτὸ ἔκανα…
Ὁ συντάκτης (1913-2005) ὑπῆρξε δημοσιογράφος, θεατρικὸς συγγραφέας καὶ σεναριογράφος.
Πηγή: ἐφημ, Ριζοσπάστης, Κυριακὴ 9 Δεκεμβρίου 2001
Ὁ Πολυαγαπημένος Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ
Κάποιος καλὸς φίλος μου μοῦ χάρισε ἕνα μικρὸ εἰκονισματάκι σὲ σμάλτο ρούσικο, ἕνα ἐγκόλπιο, ποὺ παριστάνει τὸν ἅγιο Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ. Ἀπὸ τὸ πίσω μέρος εἶναι καπλαντισμένο μὲ βελοῦδο, καὶ φαίνεται πὼς τὸ φοροῦσε κατάσαρκα στὸ λαιμό του κανένας ἅγιος ἄνθρωπος τῆς τσαρικῆς Ρωσίας.
Μὲ πολλὴ συγκίνηση δέχθηκα αὐτὸ τὸ δῶρο, γιατὶ αὐτὸς ὁ ἅγιος εἶναι πολὺ ἀγαπητὸς σὲ μένα, ὅπως εἶναι συμπαθέστατος καὶ σὲ ὅσους τὸν ξέρουνε. Κρέμασα λοιπὸν αὐτὸ τὸ εἰκονισματάκι στὸ εἰκονοστάσι μας, ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἁγίους, ποὺ τοὺς παρακαλοῦμε στὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς μας, καὶ ποὺ ἀνάμεσά τους ξεχωρίζουνε ὁ ἅγιος Νικόλαος κι᾿ ὁ ἅγιος Γιάννης ὁ Πρόδρομος, κ᾿ οἱ νέοι ἢ νεοφανεῖς ἅγιοι, ὅπως οἱ ἅγιοι μάρτυρες Ῥαφαὴλ καὶ Νικόλαος, ὁ ἅγιος Γεώργιος ὁ Χιοπολίτης, ὁ ἅγιος Γεώργιος Ἰωαννίνων, ὁ ἅγιος Δαυῒδ ὁ Γέρων, ὁ ἅγιος Νεκτάριος κ.ἄ.
Τὸ σμαλτένιο εἰκονισματάκι ποὺ εἶπα, παριστάνει τὸν ἅγιο Σεραφεὶμ ποὺ περπατᾶ μέσα στὸ δάσος, ἕνα γεροντάκι σκυφτό, ἀκουμπισμένο στὸ ραβδί του μὲ τὸ δεξὶ χέρι καὶ στ᾿ ἀριστερὸ βαστᾶ ἕνα κομποσκοίνι. Τὸ πρόσωπό του λαμποκοπᾶ ἀπὸ τὴν καλοσύνη, καὶ τὸ ρασοφορεμένο σῶμα του μὲ τὰ χοντροπάπουτσά του ἔχει μία σεβάσμια κι᾿ ἀξιαγάπητη κίνηση, γεμάτο ἁγιοσύνη καὶ πραότητα.
Αὐτὸς ὁ ἅγιος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τελευταίους, γιατὶ γεννήθηκε στὸ Κοὺρκ κατὰ τὰ 1759 καὶ κοιμήθηκε στὰ 1833, δηλαδὴ ἔζησε στὸν ἴδιον καιρὸ μὲ τὸ δικό μας ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη. Τὸ κοσμικὸ ὄνομά του ἤτανε Προχόρ, δηλαδὴ Πρόχορος, κ᾿ ἤτανε τὸ τρίτο παιδὶ τῆς οἰκογένειάς του. Τὰ μεγαλύτερά του ἤτανε ἕνας ἀδελφὸς καὶ μία ἀδελφή. Ὁ πατέρας του ἤτανε πρακτικὸς κάλφας ποὺ ἔχτιζε ἐκκλησιές. Λίγο πρὶν νὰ γεννηθῆ ὁ Προχόρ, ἔπιασε νὰ χτίζη μία μεγάλη ἐκκλησία, μὰ δὲν πρόφταξε νὰ τὴν τελειώση, γιατὶ πέθανε. Ἀλλὰ ἡ γυναίκα του ἤτανε ἄξια κ᾿ εἶχε μάθει κοντά του κάμποσα ἀπὸ τὴν τέχνη του, κι᾿ ἅμα ἀπόμεινε χήρα, ἀνάλαβε ἐκείνη ν᾿ ἀποτελειώση τὴν ἐκκλησιά. Πολλὲς φορὲς ἔπαιρνε μαζί της καὶ τὸ μικρὸ Προχόρ, ποὺ ἔδειχνε μεγάλη ἀγάπη στὴν τέχνη τῶν γονιῶν του.
Ἀπὸ τότε φανέρωσε ὁ Θεὸς πὼς τὸν προώριζε γιὰ τὸ μεγαλύτερο πνευματικὸ ἀξίωμα ποὺ ὑπάρχει, δηλαδὴ νὰ γίνη ἅγιος. Καὶ τὸ φανέρωσε μὲ τοῦτον τὸν τρόπο: Ὁ Προχὸρ ἤτανε ἑφτὰ χρονῶν. Μιὰ μέρα τὸν πῆρε ἡ μητέρα τοῦ μαζί της στὴν ἐκκλησιὰ ποὺ ἔχτιζε. Τὴν ὥρα ποὺ ἀνεβαίνανε στὸ καμπαναριό, ὁ Προχὸρ παίζοντας, σὰν παιδί, παραπάτησε κ᾿ ἔπεσε ἀπὸ τόσο ψηλά, ποὺ θὰ σκοτωνότανε σίγουρα. Μὰ σὰν νὰ τὸν πιάσανε κάποια ἀόρατα χέρια, καὶ δὲν ἔπαθε τίποτα. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἔτυχε νὰ περνᾶ ἕνας θεοφοβούμενος ἄνθρωπος ποὺ εἶχε προορατικὴ χάρη, κ᾿ εἶπε στὴ μητέρα του πὼς ὁ Θεὸς ἔκανε ἐκεῖνο τὸ θαῦμα, γιατὶ προώριζε τὸ παιδὶ νὰ γίνη ἕνας μεγάλος ἅγιος.
Σὰν ἔγινε δέκα χρονῶν, ἀρρώστησε, κ᾿ ἔπαψε νὰ πηγαίνη στὸ σκολειό. Δὲν ἔφτανε ἡ ἀρρώστια, ἀλλὰ στενοχωριότανε περισσότερο ποὺ ἔχανε τὰ μαθήματα, ἐπειδὴ ἀγαποῦσε πολὺ τὰ γράμματα. Μιὰ νύχτα τὸν ἄκουσε ἡ μητέρα του νὰ μιλᾶ μὲ κάποιον. Σὰν τὸν ρώτησε, τῆς εἶπε πὼς εἶχε δὴ τὴν Παναγία, καὶ πὼς τοῦ εἶπε πὼς θὰ τὸν γιατρέψη. Ὅπως κ᾿ ἔγινε. Γιατί, ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγες μέρες περνοῦσε ἀπὸ τὸ σπίτι τοὺς μιὰ λιτανεία μὲ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, κ᾿ ἡ μητέρα τοῦ τὸν πῆγε καὶ τὴν ἀνασπάσθηκε. Τὴν ἄλλη μέρα, τὸ παιδὶ ἔγινε ὁλότελα καλά.
Ἀπὸ τότε δὲν ἀπόλειπε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, καὶ κάθε μέρα διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιο. Κάποτε συναπάντησε στὸ δρόμο ἐκεῖνον τὸν θεοφοβούμενον ἄνθρωπο ποὺ ἔτυχε τὴν ὥρα ποὺ γκρεμνίσθηκε ἀπὸ τὸ καμπαναριό, καὶ μὲ τὸν καιρὸ δέσανε στενὴ φιλία μεταξύ τους. Ὁ ἕνας ἐκμυστηρευότανε στὸν ἄλλον κάποια μυστηριώδη ὁράματα, μὰ δὲν τὰ λέγανε σὲ κανέναν ἄλλον, γιὰ νὰ μὴν τοὺς περιπαίζουνε. Ὡστόσο περνούσανε γιὰ «βλαμμένοι», ὅπως λένε τοὺς εὐλαβεῖς οἱ ἄπιστοι, μὰ ἐκεῖνοι δὲν δίνανε σημασία καὶ κάνανε τὸν ἀπανάγαθον, δηλαδὴ ἤτανε «οἱ διὰ Χριστὸν σαλοί». Στὸν παληὸν καιρὸ σταθήκανε κάποιοι ἅγιοι, ποὺ κάνανε τὸν τρελὸ γιὰ τὸν Χριστό, ὥστε νὰ τοὺς περιφρονοῦνε οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ τοὺς ταπεινώνουνε, κ᾿ ἔτσι νὰ σβήνουν ὁλότελα τὸν ἐγωισμό τους καὶ τὴν ἀξιοπρέπειά τους. Αὐτὴ ἡ ἄσκηση ἤτανε ἀπὸ τὶς πιὸ σκληρές, ὅπως οἱ στυλίτες, καὶ γιὰ τοῦτο «οἱ διὰ Χριστὸν σαλοί» ἤτανε πολὺ λίγοι. Ὁ πιὸ σπουδαῖος στάθηκε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, ποὺ ἐζοῦσε στὴν Κωνσταντινούπολη μαζὶ μὲ τοὺς σκύλους, κατὰ τὰ 450 μ.X., ὁ Συμεὼν ὁ Σύρος, ποὺ ἔζησε στὰ 550 μ.X. καὶ δυό-τρεῖς ἄλλοι. Ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ ἔλεγε ὑστερώτερα πὼς σὲ τέτοιο σκληρὸ δρόμο ὁ Κύριος δὲν προσκαλεῖ ποτὲ ψυχὲς ἀδύνατες.
Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ὑπῆρχε μεγάλη εὐλάβεια στὴ Ρωσία. Ἕνα πλῆθος ἄνθρωποι εἴχανε τὴν ψυχὴ καὶ τὴ διάνοιά τους γυρισμένη στὸν οὐρανό. Διαβάζανε τοὺς βίους τῶν Ἁγίων ποὺ εἴχανε μεταφρασθῆ ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, καθὼς καὶ τὰ μαρτύριά τους, προπάντων τῶν νεομαρτύρων μας ποὺ σφαζόντανε ἢ κρεμιόντανε ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἰδιαίτερη ἀγάπη νοιώθανε γιὰ τοὺς ἀσκητάδες ποὺ εἴχανε ζήσει στὴν ἔρημο, προπάντων στὴν Αἴγυπτο, στὴ Συρία καὶ στὴν Παλαιστίνη, μέσα σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ σκισμάδες τῶν βουνῶν, τριγυρισμένοι ἀπὸ τὸν ἀτελείωτον ἄμμο. Στὴ χώρα τοὺς ὅμως δὲν ὑπήρχανε τέτοια πράγματα, παρὰ μοναχὰ ἀπέραντα μέρη δασωμένα, ἔρημα καὶ κεῖνα, μὰ ἀντὶ λιοντάρια καὶ κροκοδείλους εἴχανε ἄλλα ἀγρίμια, λύκους, ἀρκοῦδες, τσακάλια κ.ἄ. Ἐκεῖ, μέσα στὰ πυκνὰ δέντρα, κάνανε τὴν καλύβα τους ἀπὸ ξύλα κάποιοι ἀσκητάδες, καὶ μὲ τὸν καιρὸ σ᾿ ἐκεῖνα τὰ μέρη χτιζόντανε μοναστήρια.
Ὁ Προχὸρ διάβαζε τέτοια ἀσκητικὰ βιβλία, κ᾿ εἶχε πόθο ν᾿ ἀσκητέψη. Μάζευε στὸ σπίτι τοὺς τὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς, κι᾿ ἀντὶ γιὰ παραμύθια ποὺ λέγανε γιὰ νὰ περάσουνε οἱ ἀτελείωτες ὧρες τῆς χειμωνιάτικης νύχτας, τοὺς διάβαζε αὐτὰ τὰ συναξάρια, ἢ τοὺς ἐξηγοῦσε τὸ Εὐαγγέλιο.
Μὲ τὸν καιρό, ἀποφάσισε νὰ πάγη νὰ προσκυνήση στὸ Κίεβο, σ᾿ αὐτὴ τὴ ρωσικὴ Σιῶν, μὲ τὶς ἀμέτρητες ἐκκλησιὲς καὶ τὰ πολλὰ μοναστήρια. Ἐκεῖ ξομολογήθηκε τὸν πόθο του στοὺς καλόγηρους, καὶ κεῖνοι τοῦ εἴπανε νὰ πάγη νὰ καλογερέψη σ᾿ ἕνα μοναστήρι ποὺ βρισκότανε στὸ Σάρωφ, στὴν περιφέρεια τοῦ Κούρκ. Γυρίζοντας στὸ σπίτι του, τὰ εἶπε ὅλα στὴ μητέρα του, καὶ κείνη συμφώνησε μαζί του, τὸν σταύρωσε μὲ ἕναν μπρούτζινο σταυρὸ ποὺ τὸν εἴχανε οἰκογενειακὸ κειμήλιο, καὶ τούδωσε τὴν εὐχή της. Αὐτὸν τὸ σταυρὸ ὁ Προχὸρ τὸν εἶχε μαζί του ὡς ποὺ πέθανε.
Ἔφυγε λοιπὸν ἀπὸ τὸ Κοὺρκ μαζὶ μ᾿ ἄλλους δυὸ φίλους του, ποὺ εἴχανε κι᾿ αὐτοὶ τὸν πόθο νὰ γίνουνε μοναχοί. Τραβήξανε λοιπὸν κ᾿ οἱ τρεῖς μαζί, μ᾿ ἕνα ταγάρι στὸν ὦμο καὶ μ᾿ ἕνα ραβδί, γιὰ νὰ πᾶνε στὸ Σάρωφ.
Τὸ μοναστήρι ἤτανε χτισμένο ἀπάνω σ᾿ ἕνα ψήλωμα ποὺ τὸ ζώνανε δυὸ ποτάμια, ὁ Σάτης κ᾿ ἡ Σάροβκα. Στὸν τόπο τοῦ μοναστηριοῦ βρισκότανε ἄλλη φορὰ ἕνα παλιὸ κάστρο. Τὸν καιρὸ ποὺ ξεχυθήκανε οἱ Τάταροι στὴ Ρωσία, χτυπήσανε κεῖνο τὸ κάστρο καὶ τὸ πήρανε, καὶ μέσα σ᾿ αὐτὸ κάθισε ὁ ἀρχηγός τους. Βρεθήκανε σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο κοντάρια, σπαθιά, σαγίτες κι᾿ ἄλλα παλαιὰ ἅρματα. Αὐτὰ τὰ μέρη τὰ βαστάξανε οἱ Τάταροι ὡς ἑκατὸ χρόνια. Ὕστερά τους διώξανε οἱ Ρῶσοι, καὶ κατὰ τὸν πόλεμο γκρεμνίσθηκε τὸ κάστρο καὶ ρήμαξε. Τὸ βουνὸ τὸ πνίξανε τὰ δέντρα ποὺ θεριέψανε, καὶ γίνηκε δάσος ἄγριο, γεμάτο θηρία. Τρακόσια χρόνια δὲν πάτησε ἐκεῖ πέρα ἄνθρωπος, ὡς ποὺ φάνηκε ἕνας ἀσκητὴς Ἰωάννης, κοντὰ στὰ 1700. Μὲ τὸν καιρό, πήγανε κοντά του κι᾿ ἄλλοι ἀσκητάδες καὶ γίνηκε μοναστήρι, αὐτὸ ποὺ πῆγε νὰ καλογερέψη ὁ Προχόρ.
Ὁ κανονισμὸς τοῦ μοναστηριοῦ ἤτανε σὰν τὸν κανονισμὸ ποὺ εἴχανε τὰ μοναστήρια στ᾿ Ἅγιον Ὅρος καὶ τ᾿ ἄλλα τῆς Ἀνατολῆς. Ἁπλὸς κι᾿ αὐστηρός. Ἀκτημοσύνη καὶ ἐργόχειρο γιὰ νὰ βγάζουνε τὸν ἐπιούσιον ἄρτον. Δουλεύανε καὶ στὰ χωράφια, σπέρνανε, θερίζανε, ἁλωνίζανε. Κάποιοι ἀπ᾿ αὐτοὺς ἤτανε καὶ μαραγκοί, ἄλλοι πάλι ὑφαίνανε στὸν ἀργαλειὸ ἢ κάνανε σχοινιά. Τὰ χειμωνιάτικα ροῦχα τοὺς ἤτανε κανωμένα ἀπὸ προβιές, τὰ καλοκαιρινά τους ἀπὸ καννάβι. Ὁ ἡγούμενος δούλευε σὰν τοὺς ἄλλους, δίνοντας τὸ μάθημα τῆς ταπεινοφροσύνης. Οἱ ἀδελφοὶ ζούσανε μὲ μεγάλη σκληραγωγία, μὲ νηστεία, μ᾿ ἀγρυπνία, μὲ προσευχή. Ὅ,τι εἴχανε, τὸ μοιράζανε στοὺς φτωχούς, γύρω στὸ μοναστήρι. Ἡ ἐλεημοσύνη ἤτανε μία ἀπὸ τὶς πιὸ σπουδαῖες φροντίδες τους. Στὰ 1776 ἔπεσε πείνα στὸν τόπο, κι᾿ ὁ ἡγούμενος ἄνοιξε τὶς ἀποθῆκες τοῦ μοναστηριοῦ καὶ μοίραζε σιτάρι στοὺς πεινασμένους, ποὺ τρέχανε μερμηγκιὰ στὸ μοναστήρι. Κάθε μέρα περνούσανε ὡς χίλιοι πεινασμένοι.
Ὁ Προχὸρ ἔφταξε στὸ μοναστήρι στὶς 20 Νοεμβρίου τοῦ 1779, γεμάτος χαρὰ ἀπὸ τὸ περπάτημα ποὺ ἔκανε μέσα σὲ κείνη τὴν ἁγνὴ φύση. Χτύπησε τὴν πόρτα. Τὸν ὑποδεχτήκανε μὲ προθυμία. Ὁ ἡγούμενος ἤξερε τοὺς γονιοὺς τοῦ Προχόρ, ἐπειδὴ ἤτανε ἀπὸ τὸ Κούρκ, καὶ χάρηκε πολὺ σὰν εἶδε τὸ παιδί τους, καὶ μάλιστα σὰν τοῦ εἶπε πὼς ἤθελε νὰ καλογερέψη. Τότε ὁ Προχὸρ ἤτανε 19 χρονῶν, μεγαλόσωμος, γερός, μὲ ζωηρὰ γαλανὰ μάτια ποὺ καθρεφτίζανε τὴν ἁγνὴ καὶ καθαρὴ ψυχή του. Εἶχε ἀφήσει νὰ μεγαλώσουνε τὰ ξανθὰ μαλλιά του, ποὺ πέφτανε στοὺς ὤμους του, κι᾿ ἀπὸ τότε ἔμοιαζε σὰν ἅγιος. Εἶχε ἀπάνω του τὴ σφραγίδα ποὺ ἔχουνε οἱ λιγοστοὶ ἄνθρωποι, ποὺ γι᾿ αὐτοὺς εἶπε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστὴς πὼς δὲν γεννηθήκανε ἀπὸ θέλημα σάρκας, μήτε ἀπὸ θέλημα ἀνδρός, ἀλλὰ γεννηθήκανε ἀπὸ τὸ Θεό.
Ἔγινε λοιπὸν ὁ Προχὸρ δόκιμος, κι᾿ ὅλοι οἱ μοναχοὶ τοῦ μοναστηριοῦ θαυμάζανε τὸ μεγάλο ζῆλο του, τὴν εὐλάβειά του καὶ τὴν ταπείνωσή του. Χαρά του ἤτανε νὰ κάνη τὶς πιὸ κοπιαστικὲς καὶ ταπεινωτικὲς δουλειές. Ἡ προσευχὴ δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὸ στόμα του, κι᾿ ἀπὸ μέσα του ἔλεγε ὁλοένα τὴν καρδιακὴ προσευχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν».
Ἀλλά, μ᾿ ὅλη τὴν αὐστηρότητα ποὺ βαστοῦσε ἀπάνω στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή του, στὴ συναναστροφή του ἤτανε πάντα ἀνοιχτόκαρδος καὶ χαρούμενος, «ἐν ἰλαρότητι». Συνήθιζε νὰ λέγη, σὰν γέρασε, πὼς δὲν εἶναι ἁμαρτία τὸ νὰ εἶναι κανένας γελαστὸς καὶ καλόκαρδος. «Τὸ πιὸ φοβερὸ πρᾶγμα γιὰ τὸν χριστιανό, ἔλεγε, εἶναι ἡ ἀπογοήτευση».
Τὸν βάλανε νεωκόρο, καὶ τὸν χειροθετήσανε ἀναγνώστη. Πρῶτος πήγαινε στὴν ἐκκλησιὰ καὶ τελευταῖος ἔβγαινε. Διάβαζε ἀκατάπαυστα τὸ Εὐαγγέλιο, ὄρθιος μπροστὰ στὶς εἰκόνες, μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ κατάνυξη. Ἔλεγε: «Τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δίνει προσοχὴ στὰ θεϊκὰ λόγια, εἶναι σὰν τὸ φύλακα ποὺ ξαγρυπνᾶ, ψηλὰ στὸν πύργο, ἀπάνω στὴν Ἱερουσαλὴμ τῆς καρδιᾶς του». Ἔλεγε ἀκόμα, σὰν γέρασε, πὼς ἡ ὑπομονὴ εἶναι μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες χάρες ποὺ ἀποχτᾶ ὁ χριστιανός, κατὰ τὸ λόγο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος «ἐν τῇ ὑπομονῇ κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν». Ὅσο αὐστηρὸς ἤτανε στὸν ἑαυτό του, τόσο ἐπιεικὴς καὶ συγκαταβατικὸς ἤτανε γιὰ τοὺς ἄλλους.
Ἀλλά, ἀπὸ τὴν πολλὴ τὴν κακοπάθηση, ἀρρώστησε. Πρήσθηκε ὅλο τὸ σῶμα του, καὶ κειτότανε στὸ κρεβάτι, μ᾿ ὅλο ποὺ ἤτανε ἀκόμα εἰκοσιενὸς χρονῶν παλληκάρι. Τρία χρόνια ὑπόφερε τοὺς πόνους τῆς σκληρῆς ἀρρώστιας του, μὰ ὁ Θεὸς τὸν δοκίμαζε. Γι᾿ αὐτό, μιὰ μέρα ποὺ εἶχε μεταλάβει τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, εἶδε νὰ φανερώνεται μπροστά του ἡ Παναγία, μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους Πέτρο καὶ Ἰωάννη. Ἡ Παναγία πῆγε κοντά του κ᾿ εἶπε στοὺς ἀποστόλους: «Αὐτὸς ἐδῶ εἶναι δικός μας». Ὕστερα ἄγγιξε μὲ τὸ χέρι τῆς τὸν ἄρρωστο, καὶ χάθηκε. Ἀπὸ κείνη τὴν ὥρα ἔγινε καλά.
Πῆρε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τὴν ἄδεια καὶ πῆγε στὴν πατρίδα του γιὰ νὰ συνάξη συνδρομές, «ἐλέη», ὅπως τὰ λένε στὰ μοναστήρια. Ἡ μητέρα τοῦ εἶχε πεθάνει. Βρῆκε μονάχα τὸν ἀδελφό του ποὺ εἶχε κληρονομήσει τὴν περιουσία τους, καὶ ποὺ τοῦ ἔδωσε κάμποσα χρήματα γιὰ νὰ χτίση ὁ Προχὸρ μιὰ ἐκκλησιά, κοντὰ στὸ κελλὶ ποὺ πέρασε τὴ βαρειὰ ἀρρώστια του, καὶ ποὺ τὴ γιάτρεψε ἡ Παναγία. Καὶ πράγματι χτίσθηκε, μαζὶ μ᾿ ἕνα σπίτι γιὰ τοὺς ἀρρώστους. Στὸ χτίσιμο βοήθησε κι᾿ ὁ ἴδιος ὁ Προχὸρ μὲ τὰ χέρια του.
Σὰν γύρισε στὸ μοναστήρι, ἔπιασε τὴν ἴδια ἄσκηση, ὡς ποὺ ἐκάρη μοναχός, μὲ τὸ ὄνομα Σεραφείμ, ποὺ εἶναι τὄνομα ποὺ ἔχουνε τὰ Ἀγγελικὰ Πνεύματα τῆς πρώτης τάξεως, καὶ ποὺ θὰ πῆ «πύρινα». Κατόπι χειροτονήθηκε διάκονος. Τὴ Μεγάλη Πέμπτη, κατὰ τὴ λειτουργία, ποὺ εἶχε πάρει κ᾿ ἐκεῖνος μέρος, εἶδε μέσα στὸ ἅγιο Βῆμα τὸν Χριστό, τριγυρισμένον ἀπὸ ἀρχαγγέλους καὶ ἀγγέλους. Ὁ μακάριος εἶχε δὴ καὶ πολλὰ ἄλλα μεγάλα θαύματα.
Σὰν πέθανε ὁ ἡγούμενος Παχώμιος, ποὺ ἀγαποῦσε τὸν Σεραφεὶμ σὰν παιδί του, πῆρε τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸ νέο ἡγούμενο γιὰ νὰ ζήση ἀπομοναχιασμένος. Στὸ δάσος μέσα εἶχε κάνει ἀπὸ ἐλατόξυλα μία καλύβα, μιὰ «ἴσμπα», ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἤτανε δόκιμος, καὶ πήγαινε κ᾿ ἔκοβε ξύλα. Σ᾿ αὐτὴ τὴν καλύβα λοιπὸν πῆγε καὶ κλείσθηκε. Ἐκεῖ μέσα προσευχότανε, χωρὶς νὰ τὸν ταράζη κανένας. Ἀργότερα ἔλεγε: «Αἰσθανόμουνα νὰ μὲ σπρώχνη μία ὑπερφυσικὴ δύναμη, καὶ δὲν πίστευα πιὰ πὼς ζοῦσα ἀπάνω στὴ γῆ, τόση χαρὰ πλημμύριζε τὴν καρδιά μου».
Μέσα στὰ δάση τοῦ Σάρωφ ὑπήρχανε κι᾿ ἄλλοι ἀσκητάδες, ὁ ἕνας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλον ὡς δυό-τρία βέρστια. Πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς γνωρίζανε τὸν πάτερ Σεραφείμ, ἐπειδὴ ἤτανε κι᾿ αὐτοὶ ἀπὸ τὸ Κούρκ. Ἡ δική του καλύβα βρισκότανε σ᾿ ἕνα χαμοβούνι μὲ πυκνὰ δέντρα. Στὸ νοῦ τοῦ ὁλοένα εἶχε τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, μέρα-νύχτα συλλογιζότανε τὰ διάφορα ἱστορικὰ τοῦ Κυρίου, μὲ θεϊκὸν ἔρωτα. Κι᾿ ἐπειδὴ βρισκότανε μακριὰ ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη, γιὰ νὰ θαρρῆ πὼς ζεῖ ἐκεῖ ποὺ ἔζησε σὰν ἄνθρωπος ὁ Χριστός, ἔδωσε διάφορα ὀνόματα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο στὰ μέρη ποὺ ἔκανε τὴν προσευχή του. Ἕνα μέρος τὸ ὀνόμασε «Ναζαρέτ», κ᾿ ἐκεῖ ἔψελνε τοὺς Χαιρετισμούς, ἕνα ἄλλο, ποὺ εἶχε μία σπηλιά, τὸ εἶπε «Βηθλεέμ», καὶ κεῖ μέσα προσκυνοῦσε τὸν Χριστὸ στὴ φάτνη, ἀνέβαινε σὲ ἕνα ψήλωμα καὶ διάβαζε τὴν «ἐπὶ τοῦ Ὅρους Ὁμιλία». Μέσα σ᾿ ἕνα λαγκάδι πήγαινε καὶ διάβαζε τὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο μὲ τὰ τελευταία λόγια τοῦ Χριστοῦ. Τὸ βασίλειό του εἶχε καὶ τὸ «Θαβώρ», τὸν «Γολγοθά» καὶ τὴ «Γεθσημανή». Τὸ Εὐαγγέλιο τὸ εἶχε πάντα μαζί του μέσα στὸ ταγάρι του. «Δὲν εὐφραίνεται, ἔλεγε ὑστερώτερα, μοναχὰ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα δυναμώνει». Τὶς ὦρες ποὺ δὲν προσευχότανε, ἔκοβε ξύλα ἢ ἔσκαβε στὸ περιβολάκι του. Τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς γιορτὲς πήγαινε στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ μοναστηριοῦ καὶ κοινωνοῦσε. Τὶς περισσότερες φορὲς τὸν παρακαλούσανε οἱ μοναχοὶ νὰ μὴ φύγη ἀμέσως, γιὰ νὰ ἀκούσουνε τὰ ἁγιασμένα λόγια του. Γυρίζοντας πίσω στὴν κέλλα του, ἔπαιρνε παξιμάδι γιὰ ὅλη τὴ βδομάδα. Μὰ πάντα τοῦ περίσσευε. Τόδινε στὰ ἄγρια ζῶα ποὺ ἤτανε οἱ συντρόφοι του, λύκοι, ἀρκοῦδες, τσακάλια, ἀλεποῦδες, σαῦρες, φίδια κι᾿ ἄλλα, καθὼς καὶ στ᾿ ἀγαπημένα τοῦ τὰ πουλιά.
Ὡστόσο, κ᾿ ἕναν τέτοιον Ἅγιο δὲν τὸν ἄφηνε ὁ διάβολος ἀπείραχτον. Τὶς μεγάλες χειμωνιάτικες παγωμένες νύχτες, ποὺ φυσομανοῦσε ὁ ἀγέρας στὰ δέντρα, ἔνοιωθε νὰ σφίγγεται τὸ στῆθος του ἀπὸ τὸ φόβο. Τὸν ἔπιανε ἡ φοβερὴ κατάσταση ποὺ τὴ λένε οἱ ἀσκητάδες «ἀκηδία», δηλαδὴ παράλυση πνευματικὴ κι᾿ ἀπελπισία. Ἔνοιωθε πὼς τὸν πολεμοῦσε «ὁ δαίμων τῆς ἐρήμου», κ᾿ ἔκραζε στὸν Κύριο νὰ τὸν γλυτώση. Διάβαζε ταχτικὰ τὸ Μεσονυκτικό, τὸν Ὄρθρο, τὶς Ὧρες, τὸν Ἑσπερινό, ὅπως παραγγέλνει ἡ μοναχικὴ πολιτεία. Γιὰ νὰ νικήση τὸ φόβο, πήγαινε τὶς νύχτες καὶ στεκότανε ὄρθιος ἀπάνω σ᾿ ἕνα βράχο, βαθειὰ μέσα στὸ πυκνὸ καὶ κατασκότεινο δάσος, λέγοντας ὁλοένα: «Ὁ Θεός, ἰλάσθητι μοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ». Χίλια μερόνυχτα προσευχότανε γιὰ νὰ τὸν βοηθήση ὁ Θεὸς νὰ νικήση τὸ σατανᾶ. Τρία χρόνια ὁλόκληρα. Καὶ τότε κατατροπώθηκε ὁ πονηρός, κ᾿ εἰρήνεψε ἡ ψυχὴ τοῦ Ἁγίου. Τρία χρόνια δὲν ἐπῆγε στὸ μοναστήρι, κ᾿ οἱ μοναχοὶ ἀπορούσανε τί ἔτρωγε. Φαίνεται πὼς θρεφότανε μ᾿ ἕνα χορτάρι ποὺ φύτρωνε στὸ δάσος, ἐπειδή, ὕστερα ἀπὸ χρόνια, τὸ ἔδειξε σὲ μία ἀπὸ τὶς γερόντισσες ἑνὸς μοναστηριοῦ ποὺ βρισκότανε κοντὰ στὸ χωριὸ Ντιβεέβο, καὶ ποὺ τὸν εἴχανε στὰ γερατειά του πνευματικὸν πατέρα. Αὐτὸ τὸ χορτάρι τότρωγε χλωρὸ τὸ καλοκαίρι, καὶ τὸ διατηροῦσε ξερὸ γιὰ τὸ χειμώνα.
Πέρασε κάμποσον καιρὸ κλεισμένος στὴν καλύβα του, χωρὶς νὰ μιλᾶ ὁλότελα. Δὲν πήγαινε καθόλου στὸ μοναστήρι. Ἂν τύχαινε νὰ συναπαντήση κανέναν ἄνθρωπο στὸ δάσος, ἔσκυβε τὸ κεφάλι τοῦ ἴσαμε τὴ γῆ καὶ περίμενε νὰ περάση γιὰ ν᾿ ἀνασηκωθῆ. Τὸ φαγητὸ ποὺ τοῦ πηγαίνανε ἀπὸ τὸ μοναστήρι, καὶ ποὺ τὸ βάζανε στὸ κατώφλι του, τὶς περισσότερες φορὲς τὸ βρίσκανε ἄγγιχτο. Ἐπειδὴ ἀνησυχούσανε στὴ μονή, ὁ ἡγούμενος πάτερ Νήφων τὸν κάλεσε νὰ γυρίση στὸ μοναστήρι. Ὁ ἅγιος ὑπάκουσε. Παρουσιάσθηκε στὸν ἡγούμενο, κ᾿ ὕστερα σφαλίσθηκε στὸ κελλί του, καὶ δὲν ξαναφάνηκε. Πέντε ὁλόκληρα χρόνια ἔμεινε κλεισμένος, κατὰ διαταγὴ τῆς Θεοτόκου, ὅπως εἶπε ἀργότερα. Καὶ πάλι ἡ Παναγία τοῦ παρουσιάσθηκε καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάψη τὸ κλείσιμό του.
Ἂν καὶ πρωτύτερα πηγαίνανε στὸ μοναστήρι πολλοὶ ἄντρες καὶ γυναῖκες ἀπὸ τὰ γύρω χωριά, σὰν μαθεύτηκε πὼς ὁ Ἅγιος ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, πληθύνανε οἱ προσκυνητές, ποὺ τρέχανε γιὰ νὰ πάρουνε τὴν εὐλογία τοῦ «στάρετς». «Στάρετς» στὰ ρωσικὰ θὰ πῆ «γέροντας», «πνευματικός», «ξομολόγος». Ὁ ρωσικὸς λαὸς εἶχε πολὺν σεβασμὸ στοὺς «στάρετς», ὅπως ὁ δικός μας στοὺς «πνευματικούς». Ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ καταλάβαινε τί εἶχε μέσα κάθε καρδιὰ ποὺ τὸν πλησίαζε, γιατὶ εἶχε λάβει τὴ χάρη νὰ εἰσχωρῆ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ξομολογιόντανε, θαυμάζανε πὼς ἤξερε τὰ μυστικὰ τῆς ζωῆς τους, πρὶν νὰ τοῦ τὰ ποῦνε. Σ᾿ ὅλους εὐχότανε νὰ ἀποχτήσουν τὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς. Ὁ Ἅγιος εἶχε καὶ προφητικὸ χάρισμα. Σὲ ὅσους τὸν ρωτοῦσαν πὼς μποροῦσε νὰ γνωρίζη τί εἶχε κάνει ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἔλεγε: «Τέκνον μου, δὲν λέγω σ᾿ ὅποιον ἔρχεται σὲ μένα τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ ὅ,τι μὲ προστάζει ὁ Θεός». Σ᾿ ὅσους βλογοῦσε ἔδινε κι᾿ ἀπὸ ἕνα κομμάτι ξερὸ ψωμὶ ἀπὸ τὸ ταγάρι του, βουτηγμένο στὸ κρασί. Συχνὰ τοὺς ἄλειφε μὲ λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι τῆς Παναγίας.
Μιὰ μέρα τοῦ πήγανε ἕναν ἄρρωστο, ἕνα νέο παλληκάρι ποὺ τὸ λέγανε Μιχάλη Μαντούρωφ. Ὑπόφερνε ἀπὸ δυνατοὺς πόνους στὰ πόδια καὶ στεκότανε ὄρθιος μὲ δυσκολία. Μόλις εἶδε τὸν Ἅγιο, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν γιατρέψη. Ὁ Ἅγιος τὸν ρώτησε: «Πιστεύεις στὸ Θεό;» καὶ τὸν κοίταξε μὲ διαπεραστικὴ ματιά. «Πιστεύω», ἀποκρίθηκε ὁ ἄρρωστος. Τότε ὁ στάρετς τοῦ εἶπε νὰ βγάλη τὶς μπότες του, ἄλειψε τὰ πόδια του μὲ τὸ λάδι τοῦ καντηλιοῦ καὶ τούδωσε ἕνα-δυὸ κομματάκια ξερὸ ψωμί. Ὕστερά του εἶπε: «Περπάτηξε στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Κι᾿ ὁ ἄρρωστος περπάτηξε, φχαριστώντας τὸν Ἅγιο. Κ᾿ ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Δὲν σὲ θεράπευσα ἐγώ, τέκνον μου. Μοναχὰ ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ κάνη θαύματα. Αὐτὸν νὰ εὐχαριστήσης».
Ὁ Μαντούρωφ δὲν ἤξερε μὲ τί τρόπο νὰ δείξη τὴν εὐγνωμοσύνη του. Μοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχούς, ἐλευθέρωσε τοὺς σκλάβους του, κι᾿ ἀφιέρωσε ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ τὰ κτήματά του στὰ μοναστήρια τοῦ Ντιβεέβο.
Ὓστερ᾿ ἀπὸ τὸν Μαντούρωφ, θεράπευσε ὁ Ἅγιος κι᾿ ἄλλους, παράλυτους, κωφάλαλους, δαιμονιζόμενους, τυφλούς, καὶ μ᾿ ἄλλες ἀρρώστιες. Γύρω ἡ περιφέρεια ἤτανε ἀνάστατη. Ὁ Ἅγιος ἔγινε τὸ καταφύγιο κ᾿ ἡ παρηγοριὰ τῶν δυστυχισμένων.
Προφήτεψε γιὰ τὶς συμφορὲς ποὺ θὰ περνοῦσε ὁ λαός του, ὅπως κάνανε οἱ Προφῆτες γιὰ τοὺς Ἑβραίους. Ἡ Ρωσία σπαραζότανε στὸν καιρό του ἀπὸ πολιτικὲς καὶ θρησκευτικὲς ταραχές. Ἔλεγε: «Ὁ λαός μας μάκρυνε ἀπὸ τοὺς δρόμους τῆς σωτηρίας, καὶ τραβὰ κάθε μέρα τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ». Ἔλεγε ἀκόμα πὼς θὰ φεύγανε οἱ σταυροὶ ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες καὶ πὼς θὰ γκρεμνιζόντανε τὰ μοναστήρια. «Θὰ ἔρθη μία θλίψη, ἔλεγε, ποὺ δὲν παρουσιάσθηκε τέτοια ὅμοια ἀπὸ καταβολῆς τοῦ κόσμου. Κ᾿ οἱ ἴδιοι οἱ ἄγγελοι δὲν θὰ προφταίνουνε νὰ μαζεύουν τὶς ψυχὲς ἀπὸ τὴ γῆ». Ὅποτε μιλοῦσε γιὰ τέτοια πράγματα, τὸ πρόσωπό του σκυθρώπαζε καὶ πονοῦσε. Ἡ παρηγορία τοῦ ἤτανε ἡ προσευχή. Μέσα στὸ κελλί του δὲν εἶχε μήτε κρεβάτι, μήτε τζάκι, μὲ κεῖνο τὸ κρύο της Σιβηρίας. Εἶχε μοναχὰ ἕνα καντήλι μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Κάθε βδομάδα διάβαζε μὲ τὴ σειρὰ ἀπὸ τὰ Τέσσερα Εὐαγγέλια, τὴ Δευτέρα ἀπὸ τὸ κατὰ Ματθαῖον, τὴν Τρίτη ἀπὸ τὸ κατὰ Μάρκον, τὴν Τετάρτη ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν, τὴν Πέμπτη ἀπὸ τὸ κατὰ Ἰωάννην, τὴν Παρασκευὴ τὴν ἀκολουθία τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, τὸ Σάββατο τὴν ἀκολουθία τῶν Ἁγίων Πάντων, καὶ τὴν Κυριακὴ μεταλάβαινε τὴ Θεία Κοινωνία.
Ἀδιάκοπα παρακαλοῦσε γιὰ ὅλον τὸν κόσμο. Ἀπὸ τὴν πολλὴ τὴν προσευχὴ κι᾿ ἀπὸ τὰ δάκρυά του θύμωνε ὁ διάβολος καὶ τὸν χτυποῦσε στὸ σῶμα. Ὁ Ἅγιος ἔλεγε πὼς ἐκεῖνα τὰ χτυπήματα καίγανε σὰν τὸ πυρωμένο σίδερο.
Πολλοὶ εἴδανε τὸν ἅγιο Σεραφεὶμ νὰ στέκεται στὸν ἀγέρα, ἀπάνω ἀπὸ τὴ γῆ. Συχνὰ σκόρπιζε τὴν κακοκαιριά, πρόβλεπε τὴν πείνα κ᾿ εἰδοποιοῦσε τοὺς χωριάτες νὰ κάνουνε τὶς προμήθειές τους, ἔδιωχνε τὶς ἐπιδημίες καὶ πρόλεγε τοὺς πολέμους, ὅπως ἔγινε μὲ τὸν Κριμαϊκὸ πόλεμο, καθὼς καὶ μ᾿ ἄλλα σπουδαῖα γεγονότα.
Ὅλη ἡ Ρωσία τὸν εἶχε γιὰ πατέρα καὶ γιὰ προστάτη της, ἀπὸ τ᾿ ἀρχοντικὰ ὡς τὴν πιὸ φτωχὴ ἴσμπα. Πολλὲς φορὲς οἱ προσκυνητὲς φτάνανε τὶς δυὸ χιλιάδες σὲ μιὰ μέρα ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη τῆς Ρωσίας, καὶ γεμίζανε τὸ δρόμο τοῦ Ἀρζαμᾶς ποὺ πήγαινε στὸ μοναστήρι. Ἄλλοι μὲ ἁμάξια, ἄλλοι μὲ καζάκες (ἕλκηθρα), κι᾿ ἄλλοι μὲ τὰ πόδια. Πολλοὶ περπατούσανε ὁλόκληρες βδομάδες.
Τὰ χαράγματα χτυπούσανε οἱ καμπάνες γιὰ τὸν ὄρθρο, ἄνοιγε ἡ μεγάλη ὀξώπορτα, κ᾿ οἱ προσκυνητὲς μπαίνανε μέσα στὴν αὐλή, σὰν ἀληθινὴ θάλασσα. Ὁ Ἅγιος ἔβγαινε σὲ λίγο ντυμένος μὲ ἄσπρο ράσο, καὶ τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ οὐρανοῦ.
Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ σὲ κάθε μεριὰ τῆς Ρωσίας ἔβλεπε κανένας στρατεύματα σὲ κίνηση, κι᾿ ὁ μεγάλος δρόμος βρισκότανε κοντὰ στὸ Σάρωφ. Πλῆθος στρατιῶτες μὲ τοὺς ἀξιωματικούς τους πηγαίνανε νὰ πάρουνε τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ τοὺς προστατεύη στὶς ἐκστρατεῖες τῆς Τουρκίας, τῆς Πολωνίας καὶ τοῦ Ναπολέοντα. Τὸ κήρυγμά του ἤτανε πολὺ ἁπλό: «Δίνε νὰ φάγη ὁ πεινασμένος. Δίνε νὰ πιῆ ὁ διψασμένος. Νὰ εἶσαι δίκαιος. Νὰ ἔχης εἰρηνικὴ κι᾿ ἀγαθὴ ψυχή».
Στὸ κελλάκι τοῦ μέσα ἤτανε ἀναμμένα πολλὰ κεριὰ εἰς μνήμην ζώντων καὶ κεκοιμημένων. Τὸ καντηλάκι ἔφεγγε πάντα ἀκοίμητο μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἕνα σκαμνὶ κ᾿ ἕνας μικρὸς πάγκος ἤτανε γιὰ τοὺς προσκυνητές. Ἕνα ἄλλο σκαμνάκι ἤτανε τὸ κάθισμά του καὶ τὸ τραπέζι του. Χάμω ἤτανε ἁπλωμένο ἕνα σακκὶ σὲ μίαν ἄκρη, τὸ στρῶμα του. Εἶχε καὶ μία νεκρόκασα στὸ διάδρομο, ποὺ τὴν ἔσκαψε ὁ ἴδιος σ᾿ ἕνα δέντρο, γιὰ τὸν ἐνταφιασμό του, καὶ κεῖ μέσα κοιμότανε καμμιὰ φορά.
Ἀγαποῦσε ὑπερβολικὰ τὰ παιδάκια, ποὺ παίζανε μαζί του, σὰν νάτανε κ᾿ ἐκεῖνος μικρὸ παιδί. Τ᾿ ἀγκάλιαζε, τάσφιγγε στὸ στῆθος τοῦ λέγοντας συγκινημένος: «Μικροὶ θησαυροί μου!». Πολλὰ παιδιὰ θεραπεύονταν μ᾿ ἕνα λόγο του, ποὺ δὲν τὸν προσέχανε, πολλὲς φορές, οἱ δικοί τους. Ἀνάμεσα στὸ πλῆθος, ἂς ποῦμε, ἔβλεπε ἕνα ἄρρωστο παιδάκι, ποὺ τὸ φέρανε οἱ γονιοί του, πετσὶ καὶ κόκκαλο. Ἡ ματιὰ τοῦ Ἁγίου ἔπεφτε ἀπάνω του, τὸ ἔπαιρνε στὴν ἀγκαλιά του, τὸ φιλοῦσε κ᾿ ἔλεγε στοὺς γονιούς του: «Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ τὸ κάνη καλά», κ᾿ ὕστερα γύριζε πρὸς τοὺς ἄλλους ἀρρώστους. Σὲ λίγο μαθευότανε πὼς ἐκεῖνο τὸ παιδάκι εἶχε γίνει καλά.
Σὰν γύρισε ὁ πάτερ Σεραφεὶμ στὸ μοναστήρι, τρέξανε οἱ καλογρηὲς ἀπὸ τὸ Ντιβεέβο καὶ τὸν παρακαλέσανε νὰ τοὺς πάρη κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγησή του. Ὁ Ἅγιος ὠργάνωσε καλύτερα τὸ μοναστήρι τους, τοῦ ἔδωσε ἕναν καινούριον κανονισμό, καὶ κυβερνοῦσε τὶς μοναχὲς σύμφωνα μὲ τὶς διαταγὲς καὶ τὶς ὑποδείξεις ποὺ ἔπαιρνε ἀπὸ τὴν Παναγία. Ἡ ἐκκλησιὰ τοῦ μοναστηριοῦ ἤτανε τῆς Μεταμορφώσεως. Ἐπειδὴ γύρω στὸ Ντιβεέβο εἶχε μεταλλεῖα ποὺ βγάζανε σίδερο, μαζευόντανε ἐκεῖ κάθε καρυδιᾶς καρύδι, μαχαιροβγάλτες, μπεκρῆδες καὶ κάθε παραλυσία. Σιγὰ-σιγά, αὐτὸς ὁ κολασμένος τόπος ἔγινε ἥσυχος κ᾿ εἰρηνικός, μὲ τὴ χάρη καὶ μὲ τὰ κηρύγματα τοῦ ἁγίου Σεραφείμ. «Ἡ Μεταμόρφωσις, ἔλεγε, μεταμόρφωσε αὐτὸν τὸν τόπο».
Ἡ ἀδελφή του Μιχάλη Μαντούρωφ, Ἑλένη, εἶχε γίνει μοναχή. Εἶχε μαζί της καὶ μία μικρὴ ὑπηρέτρια ποὺ δὲν ἤθελε νὰ ἀποχωρισθῆ τὴν κυρά της. Μὰ τὸ κορίτσι ἀρρώστησε ἀπὸ φθίση. Ἡ Ἑλένη τόβαλε στὸ κρεβάτι της καὶ τὸ περιποιότανε νύχτα μέρα. Ὡστόσο, δὲν ἔζησε πολύ, κι᾿ ὁ θάνατός του πίκρανε πολὺ τὴν Ἑλένη, ποὺ ἔνοιωθε πὼς θὰ πέθαινε κι᾿ αὐτὴ γλήγορα. Ἡ μονάχη ἐπιθυμία τῆς ἤτανε νὰ μὴν πεθάνη πρὶν ἀπὸ τὸν πάτερ Σεραφείμ. Ὁ ἀδελφός της, ποὺ ἤτανε διαχειριστὴς τοῦ μοναστηριοῦ, ἔλειπε ἀπὸ τὸ μοναστήρι, καὶ μάθανε πὼς ἤτανε καὶ κεῖνος ἄρρωστος, κ᾿ ἡ Ἑλένη ἔγινε χειρότερα. Εἶπε στὸ γέροντα πὼς ἤθελε νὰ πεθάνη, ἀντὶ τὸν ἀδελφό της. Μὰ σὲ λίγο ταράχθηκε καὶ φώναξε: «Πάτερ, φοβοῦμαι τὸ θάνατο!». Ὁ ἅγιος της εἶπε: «Τί ἔχουμε, τέκνον μου, νὰ φοβηθοῦμε ἀπὸ τὸ θάνατο; Γιὰ μᾶς ὁ θάνατος εἶναι μία αἰώνια χαρά». Τὴ ράντισε μὲ ἁγιασμὸ καὶ τὴν πῆγε ὡς τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ της. Ξάπλωσε στὸ κρεβάτι της καὶ δὲν ξανασηκώθηκε πιά. Ὁ θάνατός της στάθηκε ἁγιασμένος. Κοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, ἀποχαιρέτησε τὶς ἀδελφές, ζητώντας τὲς συγχώρηση, καὶ τὶς παρακάλεσε νὰ τὴν ντύσουν γιὰ τὴν κηδεία της. Πρὶν νὰ παραδώση τὸ πνεῦμα της, εἶπε πὼς ἔβλεπε τὸν Χριστὸ μέσα σὲ πύρινη λάμψη. Οἱ μοναχὲς πιάσανε νὰ κλαῖνε γύρω στὸ σκήνωμα, καὶ πήγανε κλαίγοντας κ᾿ εἴπανε στὸ στάρετς πὼς ἡ Ἑλένη κοιμήθηκε. Κ᾿ ἐκεῖνος τὶς εἶπε: «Ἀνόητα παιδιά μου, δὲν καταλαβαίνετε τίποτα! Λοιπὸν δὲν εἴδατε τὴν ψυχή της ποὺ πέταξε σὰν περιστέρι στοὺς οὐρανούς;»
Μὲ τὸν ἴδιο ἐξαίσιο τρόπο κοιμήθηκε κ᾿ ἡ Μαρία Μιλιούκωφ, μιὰ ἅγια μοναχὴ δεκαεννιὰ χρονῶν. Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος ἔσκαψε τὴν κάσα τῆς μέσα σ᾿ ἕνα δέντρο δρῦ, κι᾿ ἔδωσε τὸ σάλι του γιὰ νὰ τυλίξουνε τὸ σῶμα της. Οἱ μοναχὲς ξεμπλέξανε τὰ ὡραῖα ξανθὰ μαλλιά της, ποὺ τὰ ἔκρυβε ἡ Μαρία μέσα στὸ καλογερικό της σκέπασμα, καὶ στὰ σταυρωμένα χέρια τῆς ἀκουμπήσανε τὴ Σύνοψη τοῦ πάτερ Σεραφείμ.
Ἡ Μαρία εἶχε μία μικρὴ ἀνηψιά, ποὺ τὴ δίδασκε ἡ Ἑλένη Μαντούρωφ γιὰ νὰ ἀκολουθήση τὴ μοναχικὴ πολιτεία. Ὁ Ἅγιος ἔλεγε: «Εἶναι ἕνας ἔνσαρκος ἄγγελος. Ὡστόσο δὲν θὰ γίνη μοναχή, ἀλλὰ θὰ γίνη σύζυγος τοῦ Νικόλα Μοτοβίλωφ». Ὅπως κ᾿ ἔγινε. Ὁ Μοτοβίλωφ ἤτανε ἕνα ἀρχοντόπαιδο. Ὁ πατέρας του εἶχε μεγάλα κτήματα. Τὸν καιρὸ ποὺ ἤτανε μικρός, πήγαινε κ᾿ ἔπαιζε μὲ τὸν Ἅγιο στὸ κελλί του. Εἶχε πολὺ γερὸ μυαλό, καὶ συχνὰ ἔβαζε σὲ ἀμηχανία τοὺς δασκάλους του μὲ τὶς ἐρωτήσεις του. Σὰν ἔγινε παλληκάρι, ἀγάπησε ἕνα κορίτσι, ποὺ ὁ πατέρας του εἶχε κι᾿ αὐτὸς μεγάλα κτήματα, ποὺ συνορεύανε μὲ τοῦ Μοτοβίλωφ. Ἀλλὰ ὁ Νικόλας ἔπαθε ἄξαφνα μιὰ παράλυση, καὶ κόντεψε νὰ πεθάνη ἀπὸ τὸν καημό του. Μὰ ὁ Ἅγιος τὸν γιάτρεψε. Τοῦ εἶπε, μάλιστα, πὼς δὲν θὰ πάρη ἐκείνη ποὺ ἀγαποῦσε, ἀλλὰ τὴ μικρὴ Ἑλένη Μιλιούκωφ, ποὺ εἴπαμε, ὅπως καὶ τὴν πῆρε. Ἀπὸ τότε πήγαινε ταχτικὰ στὸ μοναστήρι, καὶ μιλοῦσε μὲ τὸ στάρετς. Ἔγραψε μάλιστα καὶ μία θαυμαστὴ συνομιλία ποὺ εἶχε μὲ τὸν Ἅγιο, καὶ τὸ χαρτὶ τὸ βρῆκε, ὕστερ᾿ ἀπὸ 70 χρόνια, μετὰ τὸ θάνατό του, ἡ χήρα του Ἑλένη, μέσα στὴν ἀποθήκη τῆς μονῆς, καὶ τὸ ἐμπιστεύθηκε σὲ ἕνα γνωστό της συγγραφέα, ποὺ δημοσίεψε αὐτὲς τὶς σημειώσεις στὴν «Ἐφημερίδα τῆς Μόσχας», στὰ 1903. Αὐτὴ τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἔκθεση θὰ τὴ βάλουμε παρακάτω.
Ὁ πάτερ Σεραφεὶμ συνήθιζε νὰ πηγαίνη στὸ ἐρημητήρι τοῦ ὕστερα ἀπὸ τὸν ἑσπερινό της Κυριακῆς. Συχνὰ καθότανε ἐκεῖ πολλὲς μέρες. Ἐπειδὴ ὑπόφερνε ἀπὸ τὰ πόδια του καὶ κουραζότανε, καθότανε κοντὰ σὲ μιὰ πηγὴ γιὰ νὰ ξεκουραστῆ. Μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ περνοῦσε κοντὰ ἀπὸ τὸ νερό, παρουσιάσθηκε μπροστά του ἡ Παναγία, καὶ ἅπλωσε τὸ χέρι τῆς κατὰ τὸ μέρος ποὺ ἀνάβρυζε ἄλλη φορὰ τὸ νερό. Μονομιᾶς πετάχθηκε ἀπὸ τὸ χῶμα ἕνα συντριβάνι κατακάθαρο νερό, κ᾿ ἡ Θεοτόκος εἶπε στὸν Ἅγιο πὼς ἐκεῖνο τὸ νερὸ θὰ θεράπευε πολλούς.
Ἔχουμε πῆ παραπάνω πὼς ὁ Νικόλας Μοτοβίλωφ εἶχε γράψει κάποιες σημειώσεις ἀπὸ μία συνομιλία του μὲ τὸν ἅγιο Σεραφείμ, ποὺ βρεθήκανε ὕστερ᾿ ἀπὸ ἑβδομήντα χρόνια. Αὐτὴ ἡ συνομιλία ἔγινε κατὰ τὸ τέλος τοῦ Νοέμβρη τοῦ 1831, καὶ τὸ χειρόγραφο βρέθηκε στὰ 1901. Ἰδοὺ τί γράφει ὁ Μοτοβίλωφ:
«Ἤτανε μία συννεφιασμένη μέρα. Χιόνι πολὺ εἶχε σκεπάσει τὴ γῆ, καὶ πέφτανε πυκνὲς οἱ ἄσπρες μπαμπακοῦρες. Ὁ πάτερ Σεραφεὶμ μ᾿ ἔβαλε νὰ καθίσω δίπλα του, ἀπάνω σ᾿ ἕνα κομμένο δέντρο, σ᾿ ἕνα ξέφωτο μέσα στὸ δάσος. Ὕστερά μου εἶπε: «Ὁ Θεός μου φανέρωσε πὼς στὰ παιδικὰ χρόνια σου ἤθελες νὰ μάθης ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Σὲ συμβουλεύανε νὰ πηγαίνης στὴν ἐκκλησία, νὰ κάνης τὴν προσευχή σου στὸ σπίτι, νὰ δίνης ἐλεημοσύνη καὶ νὰ κάνης ὅλα τὰ καλὰ τὰ ἔργα, γιατὶ σ᾿ αὐτὰ βρίσκεται ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Μὰ δὲν σὲ ἱκανοποιούσανε αὐτὰ μοναχά. Λοιπόν σου λέγω πὼς ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, οἱ ἀγρυπνίες καὶ κάθε ἄλλο χριστιανικὸ ἔργο εἶναι πολὺ καλά. Ἀλλὰ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι νὰ κάνουμε μοναχὰ αὐτὰ τὰ ἔργα, ἐπειδὴ αὐτὰ εἶναι τὰ μέσα ποὺ χρειάζονται γιὰ νὰ φθάσουμε στὸ σκοπὸ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ὁ ἀληθινὸς προορισμὸς τοῦ χριστιανοῦ εἶναι νὰ ἀποκτήσουμε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Γνώριζε πὼς κανένα καλὸ ἔργο δὲν φέρνει τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἂν δὲν γίνεται γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι μοναχὰ ἡ ἀπόκτηση τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἐγὼ τότε τὸν ρώτησα: «Τί ἐννοεῖς, πάτερ, λέγοντας ἀπόκτηση; Δὲν καταλαβαίνω καθαρά». Ὁ Ἅγιος μου εἶπε: «Ἀποκτῶ εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸ κερδίζω. Ξέρεις τί θὰ πῆ κερδίζω χρήματα. Ἀποκτῶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα. Στὴ ζωή, οἱ συνηθισμένοι ἄνθρωποι ἔχουνε γιὰ σκοπὸ νὰ κερδίσουνε χρήματα, καὶ κεῖνοι ποὺ στέκουνται πιὸ ψηλὰ στὴν κοινωνία, θέλουνε νὰ κερδίσουνε τιμὲς καὶ δόξα. Τὸ νὰ ἀποκτήση κανένας τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι σὰν νὰ κερδίζη ἕνα αἰώνιο ἀπόκτημα, τὴν αἰώνια ζωή, ἕνα θησαυρὸ ποὺ δὲν καταστρέφεται κι᾿ οὔτε χάνεται ποτέ. Κάθε καλὸ ἔργο, ποὺ κάνουμε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, μᾶς δίνει τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλὰ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα μας δίνει αὐτὴ τὴ χάρη ἡ προσευχή, γιατὶ ὁ καθένας μπορεῖ νὰ προσευχηθῆ, πλούσιος ἢ φτωχός, ἄρχοντας ἢ χωριάτης, δυνατὸς ἢ ἀδύνατος, γερὸς ἢ ἄρρωστος, ἐνάρετος ἢ ἁμαρτωλός. Λοιπὸν ἂς συνάξουμε τὸ θησαυρὸ τῆς θεϊκῆς εὐσπλαχνίας. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ζητᾶ νάβρη τὴ σωτηρία του καὶ ποὺ μετανοεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, μπορεῖ μὲ τὶς καλὲς πράξεις νὰ ἀποκτήση τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ ἐργάζεται μέσα μας καὶ μᾶς εἰσάγει στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μ᾿ ὅλα τὰ πεσίματά μας, μ᾿ ὅλο τὸ σκοτάδι ποὺ περιζώνει τὴν ψυχή μας, ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ μᾶς δόθηκε μὲ τὸ βάπτισμα, δὲν παύει νὰ λάμπη μέσα στὴν καρδιά μας μὲ τὸ φῶς τῆς μετανοίας. Αὐτὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ σβήνει ὅλα τὰ σημάδια ποὺ ἀφήσανε τὰ παλιὰ ἁμαρτήματά μας καὶ μᾶς ντύνει μ᾿ ἕνα μανδύα ἄφθαρτον ποὺ εἶναι καμωμένος ἀπὸ τὴ χάρη». Τοῦ λέγω: «Πάτερ μου, μοῦ μιλᾶς γιὰ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ πὼς μπορῶ νὰ τὴ δῶ; Τὰ καλὰ τὰ ἔργα τὰ βλέπουμε, μὰ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα πὼς μπορεῖ νὰ τὸ δὴ κανένας; Πῶς μπορῶ νὰ γνωρίσω ἂν βρίσκεται ἢ δὲν βρίσκεται μέσα μου;» Ὁ Ἅγιος μου ἀποκρίθηκε: «Ὅταν κατεβαίνη τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐπάνω στὸν ἄνθρωπο καὶ εἰσχωρεῖ μέσα του, ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου γεμίζει ἀπὸ μία χαρὰ ἀνέκφραστη, γιατὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μεταμορφώνει σὲ χαρὰ ὅ,τι ἀγγίξει. Φανερώνεται σὰν ἕνα ἀνιστόρητο φῶς σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἐκδηλώνεται ἡ θεϊκὴ ἐνέργεια. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι γνωρίσανε μὲ τὶς αἰσθήσεις τοὺς τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Τότε τὸν ρώτησα: «Πῶς θὰ μπορέσω νὰ τὸ δῶ κ᾿ ἐγὼ μὲ τὰ μάτια μου;» Ἀπάνω σ᾿ αὐτά, ὁ πάτερ Σεραφεὶμ ἔβαλε τὰ χέρια του στοὺς ὤμους μου καὶ μοῦ εἶπε: «Τέκνον μου, βρισκόμαστε κ᾿ οἱ δυό μας μέσα στὸ Ἅγιον Πνεῦμα… Γιατί δὲν θέλεις νὰ μὲ κοιτάξης;» «Πάτερ μου, τοῦ εἶπα, δὲν μπορῶ νὰ σὲ κοιτάξω. Τὰ μάτια σου βγάζουνε ἀστραπές. Τὸ πρόσωπό σου ἔχει γίνει πιὸ ἀστραφτερὸ ἀπὸ τὸν ἥλιο, καὶ τὰ μάτια μου θαμπώσανε ἀπὸ τὸ φῶς». «Μὴ φοβᾶσαι, τέκνο τοῦ Θεοῦ, εἶπε ὁ γέροντας. Κ᾿ ἐσὺ εἶσαι ὁλόφωτος ὅπως εἶμ᾿ ἐγώ. Γιατὶ βρίσκεσαι μέσα στὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἀλλιῶς δὲν θὰ μποροῦσες νὰ μὲ δῆς μὲ τὴν ὄψη ποὺ μὲ βλέπεις». Ἔσκυψε ἀπάνω μου καὶ μοῦ εἶπε σιγανὰ στὸ αὐτί: «Εὐχαρίστησε τὸν Ὕψιστο γιὰ τὴν ἄπειρη καλοσύνη του. Προσευχήθηκα μυστικὰ στὸν Κύριο καὶ εἶπα μέσα μου: Κύριε, ἀξίωσε τὸν νὰ ἰδῆ καθαρὰ μὲ τὰ σωματικὰ μάτια τοῦ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματός Σου, ποὺ τὴ φανερώνεις στοὺς δούλους σου ὅποτε καταδέχεσαι νὰ παρουσιασθὴς μέσα στὸ μεγαλοπρεπὲς φῶς τῆς δόξης Σου. Κι᾿ ὅπως βλέπεις, ὁ Κύριος ἀμέσως δέχθηκε τὴν προσευχὴ τοῦ τιποτένιου Σεραφείμ. Πόση εὐγνωμοσύνη πρέπει νὰ χρωστοῦμε στὸ Θεὸ γιὰ τοῦτο τὸ ἀνείπωτο δῶρο ποὺ μᾶς ἔδωσε! Μήτε οἱ Πατέρες τῆς ἐρήμου δὲν ἀξιώνονταν πάντα νὰ δοῦνε τέτοια φανερώματα τῆς ἀγαθότητός Του. Λοιπόν, τέκνον μου, κοίταξέ με ἐλεύθερα. Μὴ φοβᾶσαι, ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας».
Τότε πῆρα θάρρος ἀπὸ τὰ λόγια του καὶ τὸν κοίταξα. Μὰ μ᾿ ἔπιασε τρόμος! Νὰ φαντασθῆς μέσα στὴ σφαίρα τοῦ ἥλιου τὸ καταμεσήμερο, ποὺ λαμποκοπᾶ μ᾿ ὅλη τὴ δύναμή του, τὸ πρόσωπο ἑνὸς ἀνθρώπου. Βλέπεις νὰ σοῦ μιλᾶ, νὰ σαλεύουνε τὰ χείλια του, βλέπεις τὴν ἔκφραση τῶν ματιῶν του ποὺ ἀλλάζει, ἀκοῦς τὴ φωνή του, νοιώθεις τὰ χέρια του ποὺ σὲ κρατοῦνε ἀπὸ τοὺς ὤμους, μὰ δὲν βλέπεις μήτε αὐτὰ τὰ χέρια, μήτε τὸ σῶμα τοῦ συνομιλητῆ σου, ἀλλὰ μοναχὰ μιὰ δυνατὴ φεγγοβολῆ ποὺ σὲ τυφλώνει καὶ ποὺ ἁπλώνει ὁλόγυρα, φωτίζοντας μὲ τὴ λάμψη τῆς τὸ χῶμα καὶ τὶς ἄσπρες μπαμπακοῦρες ποὺ πέφτουνε ἀκατάπαυστα ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Ὁ Ἅγιος μὲ ρώτησε: «Τί αἰσθάνεσαι;» «Εἰρήνη καὶ ἠρεμία, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἐκφράσω», εἶπα. «Τί ἄλλο καταλαβαίνεις, τέκνον μου;» «Μιὰ ἀνείπωτη χαρὰ πλημμυρίζει τὴν καρδιά μου». «Αὐτὴ ἡ χαρὰ ποὺ αἰσθάνεσαι, τέκνον μου, δὲν εἶναι τίποτα μπροστὰ σὲ κείνη τὴ χαρὰ ποὺ γράφει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος· ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἠτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν᾿ (A´ Κορ. β´ 9). Ἐμεῖς πήραμε ἕναν ἀρραβώνα μοναχὰ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ χαρά, ἀλλὰ τί θὰ εἶναι ἄραγε ὁλόκληρη ἐκείνη ἡ χαρά; Τί αἰσθάνεσαι ἀκόμα, τέκνο τοῦ Θεοῦ;» «Μιὰ ἀνέκφραστη ζεστασιά». «Μὰ πῶς, τέκνον μου; Βρισκόμαστε μέσα στὸ δάσος, εἶναι χειμώνας, καὶ πατᾶμε ἀπάνω στὸ χιόνι. Ποιὰ λοιπὸν εἶναι αὐτὴ ἡ ζεστασιὰ ποὺ νοιώθεις;» «Εἶναι σὰν ἕνα ζεστὸ λουτρό. Ἀκόμα αἰσθάνομαι μία εὐωδία, ποὺ τὴ νοιώθω γιὰ πρώτη φορά». Ὁ Ἅγιος εἶπε: «Τὸ γνωρίζω, τὸ γνωρίζω, αὐτὸ ἴσια-ἴσια ἤθελα νὰ μοῦ πῆς. Αὐτὴ ἡ εὐωδία εἶναι ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι᾿ αὐτὴ ἡ ζεστασιά, ποὺ μοῦ λές, δὲν εἶναι γύρω μας, ἀλλὰ μέσα μας. Αὐτὴ ζέσταινε τοὺς ἀσκητάδες καὶ δὲν φοβόντανε τὸ χειμωνιάτικο κρύο, γιατὶ ἡ χάρις ἤτανε τὸ ροῦχο ποὺ τοὺς προστάτευε. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μέσα μας. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὴν κατάσταση ποὺ βρισκόμαστε τώρα. Νά, αὐτὸ εἶναι νὰ βρίσκεται κανένας μέσα στὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θὰ θυμᾶσαι τούτη τὴ χάρη ποὺ ἀξιώθηκες; Ὁ Κύριος θὰ σὲ βοηθήση νὰ φυλάγης αὐτὰ τὰ πράγματα στὴν καρδιά σου, γιατὶ δὲν δόθηκε μοναχὰ σὲ σένα νὰ τὰ γνωρίσης, ἀλλά, ἀπὸ σένα, σ᾿ ὁλόκληρον τὸν κόσμο. Πήγαινε λοιπὸν στὴν εὐχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας».
Ἔφυγα, καὶ σὰν μάκρυνα λίγο, ἔστρεψα κ᾿ εἶδα πὼς ἐκεῖνο τὸ ἐξαίσιο ὅραμα δὲν εἶχε χαθῆ ἀκόμα. Ὁ γέροντας καθότανε ὅπως ἤτανε στὴν ἀρχή, καὶ τὸ ἀνέκφραστο φῶς, ποὺ εἶχα δὴ μὲ τὰ μάτια μου, τὸν ἔκανε νὰ φεγγοβολᾶ ὁλόκληρος».
Ὁ ἅγιος Σεραφείμ, μ᾿ ὅλο τὸ σεβασμὸ καὶ τὴ μεγάλη ἀγάπη ποὺ εἶχε ὁ λαὸς γι᾿ αὐτόν, ὡστόσο εἶχε πιῆ καὶ πολλὲς πίκρες. Ὄχι μοναχὰ κάθε ἅγιος θὰ τραβήξη βάσανα, θλίψεις καὶ διωγμούς, ἀλλὰ κι᾿ ὁ κάθε χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθινὰ χριστιανός, ἂν δὲν περάση ἀπὸ κάποιο μαρτύριο, ἂν δὲν ἀκούση βρισιὲς καὶ συκοφαντίες, ἂν δὲν πάθη ἐξευτελισμοὺς καὶ περιπαίγματα, κατὰ τὸ λόγο ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητάδες του: «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν». Οἱ πονηροὶ καὶ σαρκικοὶ ἄνθρωποι δὲν τὸν χωνεύανε, γιατὶ ὁ κόσμος τὸν ἀγαποῦσε καὶ τὸν θαύμαζε. Τὸν κατηγορούσανε κι᾿ ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ μοναστήρι τοῦ Σάρωφ. Ἀκόμα κ᾿ οἱ μοναχὲς στὸ Ντιβεέβο εἴχανε χωριστεῖ σὲ δυὸ κόμματα, καὶ κομματάρχης στὸ ἕνα, ποὺ μισοῦσε τὸν Ἅγιο, ἤτανε ἕνας νεαρὸς δόκιμος, ἕνα πνευματικὸ τέκνο του, ποὺ ἔκανε ψεύτικα πὼς ἀγαποῦσε τὸ γέροντά του, ἐνῶ ἔσκαβε τὸ λάκκο του.
Κατὰ τὰ 1831, δυὸ μέρες πρὶν ἀπὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὁ Ἅγιος εἶχε πληροφορία ἄνωθεν πὼς θὰ τοῦ φανερωνότανε ἡ Παναγία τὴ νύχτα τῆς γιορτῆς της. Ἐκείνη τὴ νύχτα πιάσανε τὴν προσευχὴ ὁ Ἅγιος μαζὶ μὲ μιὰ εὐσεβέστατη μοναχὴ Εὐπραξία. Ἄξαφνα, ἐκεῖ ποὺ προσευχότανε, ἄκουσε ἡ Εὐπραξία μιὰ βουὴ καὶ ψαλμωδίες ποὺ ἐρχόντανε ἀπὸ ψηλά. Ὕστερα εἶδε ἕνα θαμπωτικὸ φῶς κ᾿ ἔνοιωσε στὸν ἀγέρα μία γλυκειὰ εὐωδία. Ἀνατρίχιασε σὰν εἶδε τὸν Ἅγιο ν᾿ ἁπλώνη τὰ χέρια του καὶ νὰ φωνάζη «Θεομήτωρ Πανάχραντε!». Ἡ μοναχὴ εἶδε δυὸ Ἀγγέλους ποὺ προπορευόντανε ἀπὸ τὴν Παναγία, κι᾿ ἀπὸ πίσω τῆς ἀκολουθούσανε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης καὶ δώδεκα παρθενομάρτυρες. Τὸ κελλὶ ἄστραφτε ἀπὸ ἕνα φῶς οὐράνιο, κι᾿ οἱ τοῖχοι εἴχανε χαθῆ. Τὸ φῶς ἔγινε τόσο δυνατὸ ποὺ ξεπερνοῦσε τὴ λάμψη τοῦ ἥλιου. Ἡ Εὐπραξία τυφλώθηκε ἀπὸ τὴ φωτοχυσία, κ᾿ ἔπεσε χάμω σὰν κεραυνόπληκτη. Τῆς φάνηκε σὰν νἄκουγε ἀπὸ μακριὰ τὴν Παναγία νὰ μιλᾶ μὲ τὸν Ἅγιο, χωρὶς νὰ καταλαβαίνη τί λέγανε. Μοναχὰ ξεχώρισε τὰ τελευταῖα λόγια ποὺ εἶπε ἡ Παναγία στὸν ἅγιο Σεραφείμ: «Σύντομα, τέκνον μου, θὰ εἶσαι μαζί μας». Ὕστερα ἡ Θεοτόκος σήκωσε ἀπάνω τὴν Εὐπραξία καὶ τῆς ἔδειξε τὶς ἅγιες μάρτυρες ποὺ ἤτανε μαζί της καὶ ποὺ μαρτυρήσανε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ της, λέγοντάς της: «Μαρτύριο δὲν εἶναι μοναχὰ ἡ θυσία τοῦ σώματος, ἀλλὰ κι᾿ ὁ πόνος ποὺ ὑποφέρει ἡ ψυχὴ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου». Τέσσαρες ὦρες βάσταξε αὐτὴ ἡ ὅραση. Ὁ Ἅγιος εἶπε στὴν Εὐπραξία πὼς ἤτανε ἡ δωδέκατη φορὰ ποὺ εἶδε τὴν Παναγία.
Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ ἤτανε ἑβδομήντα τριῶν χρονῶν. Συχνὰ ἔλεγε μοναχός του: «Τὸ σῶμα μου εἶναι πιὰ νεκρό, μὰ ἡ ψυχή μου εἶναι σὰν νὰ γεννήθηκα τώρα». Προαισθανότανε τὸ τέλος τῆς ζωῆς του σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Προσκάλεσε τὸν πνευματικό του μοναστηριοῦ τοῦ Ντιβεέβο πάτερ Βασίλειο, καὶ τοῦ παράδωσε τὰ ἐπιμάνικά του καὶ τὴν κυβέρνηση τοῦ μοναστηριοῦ.
Ἑτοιμάσθηκε γιὰ τὴν ἀποδημία του. Εἶπε νὰ τὸν βάλουνε στὴ νεκρόκασα ποὺ εἶχε ἑτοιμασμένη καὶ νὰ θέσουνε στὸ στῆθος τοῦ τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Σεργίου ποὺ βλέπει νὰ φανερώνεται ἡ Παναγία. Ἔβαλε καὶ μία πέτρα γιὰ σημάδι στὸ μέρος ποὺ ἤθελε νὰ τὸν θάψουνε, κοντὰ στὴν ἐκκλησία τῆς Μεταστάσεως τῆς Θεοτόκου. Τὴν πρωτοχρονιὰ τοῦ 1833, ποὺ ἔτυχε Κυριακή, πῆγε στὸ παρεκκλήσι τοῦ νοσοκομείου, ἀνασπάσθηκε ὅλες τὶς εἰκόνες, κοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, κι᾿ ἀποχαιρέτησε ὅλους τοὺς πατέρες ποὺ βρισκόντανε τότε στὸ μοναστήρι. Τὸ βράδυ ὁ πάτερ Παῦλος, ποὺ καθότανε στὸ διπλανὸ κελλί, τὸν ἄκουσε νὰ ψέλνη ἀναστάσιμα τροπάρια. Τὴν ἄλλη μέρα, κατὰ τὶς ἐξ τὸ πρωί, πηγαίνοντας ὁ πάτερ Παῦλος στὴν ἐκκλησία γιὰ τὴ λειτουργία, κατάλαβε μία μυρουδιὰ ἀπὸ καπνὸ νὰ βγαίνη ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ Ἁγίου. Χτύπησε τὴν πόρτα, δὲν ἐπῆρε ἀπάντηση. Πῆγε τότε καὶ φώναξε τοὺς γέροντες, κι᾿ ἀνοίξανε τὴν πόρτα, νομίζοντας πὼς ὁ Ἅγιος εἶχε φύγει στὴν ἔρημο, κατὰ τὴ συνήθειά του, κι᾿ ἄφησε τὰ κεριὰ ἀναμμένα. Ἐπειδὴ ἤτανε ἀκόμα σκοτεινά, στὴν ἀρχὴ δὲν εἴδανε πὼς ὁ Ἅγιος ἤτανε μέσα. Μὰ σὰν ἀνάψανε φῶς, τὸν εἴδανε γονατισμένον μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα ἀπάνω στὸ στῆθος του καὶ μὲ κλειστὰ τὰ μάτια του. Μπροστά του ἤτανε ἕνα Εὐαγγέλιο ἀνοιχτό, μὲ τὰ φύλλα καμένα στὶς γωνιές. Τρέξανε νὰ πάρουνε χιόνι γιὰ νὰ τὰ σβήσουνε. Στὴν ἀρχὴ νομίσανε πὼς ὁ Ἅγιος ἤτανε ἀποκοιμισμένος ἀπὸ τὴν κούραση κι᾿ ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία, ἐπειδὴ τὸ σῶμα τοῦ ἤτανε ἀκόμα ζεστό. Ἀλλά, σὰν θελήσανε νὰ τὸν ξυπνήσουνε, εἴδανε πὼς ἐκείνη ἡ ἁγιασμένη κι᾿ ἀγγελικὴ ψυχὴ εἶχε πετάξει ἀπὸ τὸ σῶμα ποὺ ἤτανε φυλακωμένη, καὶ πῆγε στὴν ἀληθινὴ ζωή. Τότε θυμηθήκανε μία προφητεία τοῦ γέροντα, ποὺ εἶχε πῆ πὼς μὲ τὴ φωτιὰ θὰ φανερωνότανε ὁ θάνατός του.
Βάλανε τὸ σκήνωμα στὴ νεκρόκασα ποὺ τὴν εἶχε ἑτοιμάσει ὁ ἴδιος, καὶ τὸ πήγανε στὴ μεγάλη ἐκκλησία τοῦ μοναστηριοῦ. Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα, κ᾿ ἡ ἐκκλησία γέμισε ἀπὸ προσκυνητὲς ποὺ φτάξανε ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη, κι᾿ ὅλο φθάνανε καινούριοι. Ὀχτὼ μέρες ἔμεινε τὸ ἅγιο λείψανο γιὰ νὰ μπορέσουνε νὰ τὸ προσκυνήσουνε ὅλοι. Ἕνας ἐρημίτης εἶδε, τὰ χαράγματα τῆς 2ας Ἰανουαρίου, τὴν ψυχὴ τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ νὰ ἀνεβαίνη μὲ λάμψη στὸν οὐρανό, καὶ τὸ εἶπε στὸν ὑποτακτικό του.
Ἡ Ἐκκλησία τὸν ἀνακήρυξε ἅγιο στὰ 1903, δηλαδὴ ὕστερα ἀπὸ ἑβδομήντα χρόνια, στὶς 19 Ἰουλίου. Κείνη τὴ μέρα χτύπησε ἡ μεγάλη καμπάνα τῆς μονῆς τοῦ Σάρωφ, ποὺ καλοῦσε τοὺς πιστοὺς στὴν τελετή. Παρεκτὸς ἀπὸ τὸ καθολικὸ (τὴ μεγάλη ἐκκλησία), ὅλη ἡ μεγάλη αὐλὴ τῆς μονῆς ἤτανε γεμάτη κόσμο. Ἤτανε βράδυ, κι᾿ ὅλοι βαστούσανε ἀναμμένα κεριά, σὰν νὰ καιγόντανε ἐκεῖνες οἱ ψυχὲς ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ ἁγίου Σεραφείμ. Ὅλα τὰ μάτια ἤτανε δακρυσμένα σὲ κείνη τὴ μυσταγωγία. Τὰ ἅγια λείψανα ποὺ εὐωδιάζανε, ἤτανε βαλμένα σὲ μία λειψανοθήκη ἀπὸ κυπαρισσόξυλο, μέσα σ᾿ ἕνα μαρμαρένιο κουβούκλιο ποὺ εἶχε στὶς γωνιὲς τοῦ τέσσερα Σεραφείμ. Πολλὰ θαύματα γινήκανε κατὰ τὴν ἀκολουθία καὶ κατὰ τὶς ἄλλες μέρες. Πρὶν νὰ κοιμηθῆ εἶχε κάνει ζωντανὸς 94 θεραπεῖες.
Αὐτὸς εἶναι ὁ βίος, οἱ ἀγῶνες καὶ ἡ μακαρία κοίμηση τοῦ ἁγίου Σεραφείμ, ποὺ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἁγίους της Ρωσίας. Ἡ δόξα του δὲν εἶναι ἐπίγεια καὶ πρόσκαιρη, ἀλλὰ οὐράνια κ᾿ αἰώνια, μ᾿ ὅλο ποὺ ἔλεγε τὸν ἑαυτό του «φτωχὸ Σεραφεὶμ καὶ ταπεινὸ δοῦλο τῆς Παναγίας». Ὅσα χρόνια κι᾿ ἂν περάσουν, αὐτὸς ὁ πολυαγαπημένος ἅγιος θὰ εἶναι ὁλοζώντανος μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι ἅγιοι κι᾿ ἀγαπημένοι. Μὰ ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ εἶναι ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἁγίους ποὺ ἤτανε χαρούμενοι σὰν τὰ παιδιά, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου ποὺ εἶπε: «Ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».
Πώς ξέρουμε σίγουρα ότι υπάρχει Θεός;
Αφετηρία της γνώσης είναι η εμπειρία. Αφετηρία της γνώσης του Θεού είναι επίσης η εμπειρία. Στον αρχαίο και τον ορθόδοξο χριστιανισμό δεν υπάρχουν δόγματα, με την έννοια των άνωθεν επιβαλλόμενων αρχών πίστης, αλλά αποτίμηση και ερμηνεία πραγματικών εμπειριών, από τις οποίες προκύπτουν αυτά που διατυπώνονται σε συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο ως «δόγματα».
Η εμπειρία των επισκέψεων του Θεού υπάρχει από την αρχαιότητα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ο Ενώχ, ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Ιακώβ, ο Μωυσής, οι διάφοροι προφήτες. Στην Καινή Διαθήκη επίσης καταγράφονται αρκετά τέτοια παραδείγματα, όπως του εκατόνταρχου Κορνήλιου, του αποστόλου Παύλου προ της Δαμασκού κ.ά. Κατ’ εξοχήν τέτοιο βίωμα ήταν αυτό που συνέβη στους αποστόλους την πεντηκοστή (η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος, 50 μέρες μετά την ανάσταση του Χριστού), ενώ στη συνέχεια καταγράφονται στις Πράξεις των αποστόλων πολλές επισκέψεις του Θεού σ’ αυτούς. Είχαν αποκτήσει και θαυματουργικά χαρίσματα, ενώ ανάλογα χαρίσματα διέθεταν και άλλα πολλά μέλη της πρώτης Εκκλησίας (χαρακτηριστική η μαρτυρία του Παύλου στο Α΄ Κορινθίους, κεφ. 12-14· σημ. ότι στο κεφ. 12, στ. 11, φαίνεται και η προσωπική υπόσταση του Αγ. Πνεύματος κατά τους πρώτους χριστιανούς). Και στη συνέχεια, ανά τους αιώνες, υπάρχουν αναρίθμητοι χαρισματούχοι χριστιανοί άγιοι, κάθε ηλικίας, φύλου και κοινωνικής τάξης, μέχρι και σήμερα.
Καταγράφονται επίσης ψευδοβιώματα, δήθεν θεία, αλλά στην πραγματικότητα δαιμονικά. Τέτοιο βίωμα θεωρούμε οι χριστιανοί τη δήθεν εμφάνιση του νεκρού Σαμουήλ στο βασιλιά Σαούλ, μέσω μάγισσας πνευματίστριας, στην Παλαιά Διαθήκη (Α΄ Βασιλειών, κεφ. 28). Στην Καινή Διαθήκη γίνονται σχετικές αναφορές από Παύλο (Β΄ Κορινθίους, 11, 14) και Ιωάννη (Α΄ επιστολή Ιωάννου, 4, 1), αλλά και από τον Ιησού, όταν μιλάει για τους ψευδοπροφήτες (π.χ. Ματθ. 24, 24-25, αλλά βλ. και Αποκάλυψις, 13, 13-15). Απόπειρα παγίδας «του εχθρού» (διαβόλου) κατά των αγίων με δήθεν θετικό βίωμα δες και Πράξεις αποστόλων, 16, 16-18.
Ήδη στην Κ.Δ. γίνεται λόγος για τα βιώματα, γνήσια και ψευδή. Αυτό σημαίνει ότι οι απόστολοι είχαν τον τρόπο να τα ξεχωρίζουν, πράγμα που άφησαν κληρονομιά στους πρώτους χριστιανούς και αυτό συνεχίστηκε από γενιά σε γενιά. Καθώς αυξάνονται οι «χαρισματικές» αιρετικές κινήσεις (π.χ. μοντανισμός, μεσσαλιανοί, διάφοροι γνωστικοί), αυξάνονται και οι διδασκαλίες των χριστιανών αγίων γι’ αυτό το θέμα, ώστε να προλαμβάνονται οι δύο βασικές παρανοήσεις, που οδηγούν σε σφάλματα: από τη μια, ότι αρκεί να κατανοήσουμε διανοητικά κάποιες «θεολογικές ιδέες» με τη βοήθεια της φιλοσοφίας και, από την άλλη, ότι μπορούμε να προκαλέσουμε κατά βούλησιν την ένωσή μας με το Θεό, χρησιμοποιώντας με ακρίβεια κάποια μυστικιστική «μέθοδο» (ιδέα που έχει σήμερα κατακλύσει το δυτικό κόσμο, προκαλώντας έξαρση του διαλογισμού ινδουιστικού και βουδιστικού τύπου). Και οι δύο αυτές ιδέες παραβλέπουν ή παρερμηνεύουν το αίτημα για αγώνα κατά των παθών (όχι κατά της ύλης ή του σώματος ή «των απίστων» κ.τ.λ.), χωρίς τον οποίο δε μπορεί να υπάρξει προσέγγιση Θεού και ανθρώπου.
Στους επόμενους αιώνες το ζήτημα των επισκέψεων του Θεού στον άνθρωπο και της πορείας του ανθρώπου προς το Θεό αναπτύσσεται όλο και πιο διεξοδικά από τους αγίους διδασκάλους του χριστιανισμού και σήμερα διαθέτουμε, μπορώ να πω, ολόκληρη επιστήμη γι’ αυτό το θέμα. Δυστυχώς με την κατάρρευση του Βυζαντίου και τη συνακόλουθη αποδυνάμωση της θεολογικής σκέψης στον πρώην βυζαντινό χώρο, άνοιξε ο δρόμος για μύριες όσες δυτικές ορθολογιστικές επιρροές, με συνέπεια ο μέσος ορθόδοξος χριστιανός σήμερα να τα αγνοεί εντελώς όλα αυτά. Στη Ρωσία συνεχίστηκε περισσότερους αιώνες η θεολογική αυτή παράδοση, αλλά κι εκεί οι ιστορικές περιπέτειες την κατέστησαν σχεδόν άγνωστη στην εποχή μας.
Πάντα όμως, σε όλες τις χώρες που έμειναν ορθόδοξες (π.χ. Ελλάδα και σλαβικές χώρες ώς και τη Ρωσία), απέμειναν «εργάτες» αυτής της θεολογικής επιστήμης, κυρίως στα μοναστήρια. Έτσι έχουμε και σήμερα –και είχαμε όλους τους αιώνες– αγίους χριστιανούς διδασκάλους, για να επαληθεύουμε μέσω αυτών όσα γράφουν οι αρχαιότεροι διδάσκαλοί μας και όσα καταγράφουν γι’ αυτούς οι βιογράφοι τους.
Χαρακτηριστικός ο διάλογος του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη (1866-1938) με το βιβλιοθηκάριο της μονής Αγίου Παντελεήμονος στο Άγ. Όρος το 1932, ο οποίος του ανακοίνωσε το θαυμασμό ενός ρωμαιοκαθολικού διδάκτορα για τη μελέτη πατερικών κειμένων από τους μοναχούς (Ιωάννη της Κλίμακος, αββά Δωρόθεο, Μάξιμο Ομολογητή, Θεόδωρο Στουδίτη, Γρηγόριο Παλαμά κ.π.ά.). «Σε μας μόνο οι καθηγητές πανεπιστημίου τα διαβάζουν» είχε πει ο επισκέπτης. Ο άγιος απάντησε στο βιβλιοθηκάριο, όταν του μετέφερε το γεγονός: «Μπορείτε να πείτε στο διδάκτορα Μπ. πως οι μοναχοί μας όχι μόνο διαβάζουν αυτά τα βιβλία, αλλά θα μπορούσαν να γράψουν και οι ίδιοι παρόμοια… Οι μοναχοί δεν γράφουν, γιατί υπάρχουν ήδη πολλά ωραία βιβλία και ικανοποιούνται με αυτά. Αν όμως τα βιβλία αυτά για οποιονδήποτε λόγο εξαφανίζονταν, τότε οι μοναχοί θα έγραφαν καινούργια». Βλ. αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2003, σελ. 86-87.
Ο π. Σωφρόνιος σχολιάζει στη συνέχεια: «Σε όλη τη διάρκεια της μακρόχρονης ζωής του στον Άθωνα ο Γέροντας συναντήθηκε με πολλούς μεγάλους ασκητές. Μερικοί από αυτούς ήξεραν από την πείρα τους τις καταστάσεις που περιγράφουν οι μεγάλοι ασκητές, όπως ο Ισαάκ ο Σύρος, ο Μακάριος ο Αιγύπτιος και άλλοι, γι’ αυτό τα λόγια του Γέροντα μας φαίνονται απόλυτα δικαιολογημένα» (ό.π., σελ. 87).
Τα τρία στάδια, το Φως και η Χάρη
Η εμπειρία της χάριτος του Θεού είναι άρρητη και εισάγει τον άνθρωπο σε έναν κόσμο μη περιγραπτό με ανθρώπινους όρους: τα «άρρητα ρήματα» του Παύλου (Β΄ Κορινθ. 12, 4), ο «θείος γνόφος» των Πατέρων. Χάριν των πολλών όμως, ακόμη και χάριν ανθρώπων που έχουν αυτά τα βιώματα, αλλά δεν καταλαβαίνουν τι τους συμβαίνει (βλ. π. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, Έσσεξ Αγγλίας, 31996, σελ. 269-270, αλλά και εδώ), όσοι άγιοι μπορούν (διότι έχουν παιδεία, ευφράδεια ή και επειδή αυτό είναι το δικό τους ειδικό χάρισμα από το Θεό) γράφουν και διδάσκουν. Είναι για το χριστιανισμό ό,τι οι ερευνητές σε κάθε επιστήμη, καταγράφουν και επεξεργάζονται αυτά που ζουν [υπενθυμίζω την αναλογία ιδιαίτερα με τις ανθρωπιστικές επιστήμες (κοινωνιολογία, κοινωνική ανθρωπολογία, ψυχολογία κ.λ.π.), στις οποίες ο ερευνητής έρχεται σε προσωπική επαφή με το αντικείμενο της έρευνάς του και αυτή την επαφή παρουσιάζει στις δημοσιεύσεις του, αλλά ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω ότι και ο πυρηνικός φυσικός, που ανακαλύπτει διά του πειράματος, βιώματά του καταγράφει].
Βάσει των εμπειριών και των παρατηρήσεών τους καταλαβαίνουν τα εξής:
Η πορεία του ανθρώπου προς το Θεό μπορεί χοντρικά να διακριθεί σε τρία στάδια: κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, φωτισμός του νου από το Άγιο Πνεύμα, θέωση.
Επισκέψεις της θείας χάριτος μπορεί να δεχτεί ακόμη και άνθρωπος που δε βρίσκεται ούτε στο στάδιο της κάθαρσης, ακόμη κι ένας εγκληματίας. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για προσκλήσεις από το Θεό (όλοι οι άνθρωποι έχουν, όπως φαίνεται και στο Αποκάλυψις, 3, 20, «να, στέκομαι στην πόρτα και χτυπάω…» [«ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω…»] κ.λ.π.). Αν ο άνθρωπος ανταποκριθεί, τότε βιώνει τη συγκλονιστική κατάσταση της μετάνοιας, που «ξεμπαζώνει» την καρδιά του (συνήθως οδυνηρά, ανάλογα με τα συσσωρευμένα μπάζα – αντιλαμβάνεστε τι εννοώ, ασφαλώς) και αρχίζει στη συνέχεια η ανοδική πορεία του. Αν ο άνθρωπος δεν ανταποκριθεί, ο Θεός συνήθως φεύγει. Ίσως να ξανάρθει κ.τ.λ., μέχρι το θάνατο του ανθρώπου.
Η πορεία δεν είναι μοναχική, γι’ αυτό οι χριστιανοί συγκροτούμε «Εκκλησία», δηλ. κοινότητα. Κάθε ένας οφείλει να στηρίζει τον άλλο στις στιγμές αδυναμίας του, έμπρακτα και με την προσευχή. Υπάρχει και ένας θεσμός γι’ αυτό το στήριγμα: ο πνευματικός πατέρας («γέροντας»). Ο θεσμός αυτός είναι άτυπος, δηλ. δεν είναι ένα «αξίωμα» που παίρνει κάποιος επίσημα στην Εκκλησία. Μπορεί να είναι οποιοσδήποτε και τον επιλέγουμε ελεύθερα – αλλά χρειάζεται σύνεση για να επιλέξουμε σωστά. Μπορεί να ταυτίζεται με τον εξομολόγο μας (ο εξομολόγος είναι ένας «επίσημος θεσμός» πνευματικού διδασκάλου, αλλά και αφέσεως των αμαρτιών, με προϋπόθεση τη μετάνοια φυσικά, βάσει της εξουσίας που δόθηκε από το Χριστό και καταγράφεται στο Ματθ. 18, 18, και αλλού), μπορεί όμως ο γέροντάς μας να μην είναι ο εξομολόγος μας. Μπορεί να μην είναι καν ιερέας, οπωσδήποτε πάντως θα πρέπει να είναι πιο προοδευμένος από μας στη σχέση με το Θεό.
Στο επίπεδο της κάθαρσης της καρδιάς (αγάπη προς τους εχθρούς και όλο τον κόσμο) οι επισκέψεις της θείας χάριτος γίνονται εντονότερες, κατά το θέλημα του Θεού. Καθώς ο άνθρωπος ανεβαίνει, γίνεται πιο δεκτικός στη θετική επίδραση της θείας χάριτος κι έτσι «μεταμορφώνεται» σε θείο ον, εκπληρώνεται δηλ. το «καθ’ ομοίωσιν» προς το Θεό και ο άνθρωπος σταδιακά καθαγιάζεται. Στα ανώτερα στάδια αυτής της πορείας αξιώνεται θείων αποκαλύψεων και θαυματουργικών χαρισμάτων.
Η θεία χάρη δεν παραμένει σ’ αυτόν μόνιμα ενώ ζει εδώ. Αυτό θα ενείχε πολλούς κινδύνους εγωιστικών πτώσεων. Μια σχετική ολοκλήρωση θα ζήσει μετά θάνατον (αν έχει πεθάνει κοντά στο Θεό και δεν έχει παρασυρθεί και απομακρυνθεί απ’ Αυτόν) και η πληρότητα θα έρθει μετά την ανάσταση των νεκρών και τη συμπλήρωση της κοινωνίας όλων των όντων, στη δευτέρα παρουσία. Όλα αυτά συνιστούν την κατάσταση που ονομάζουμε «παράδεισο», ενώ το αντίθετό τους συνιστά την οδυνηρή αυτοαπομόνωση που ονομάζουμε «κόλαση».
Η πρόγευση του παραδείσου δε μοιάζει ούτε συγκρίνεται με καμιά γήινη εμπειρία, η δε ηδονή που προκαλεί, κατ’ αυτούς που την έχουν ζήσει, είναι απερίγραπτη, ωστόσο συνδέεται άμεσα με την οδύνη της αλλαγής μας, κατά παρόμοιο τρόπο θα λέγαμε, με τον τρόπο που συνδέεται η σταύρωση με την ανάσταση.
Έτσι περιγράφει την κατάσταση αυτή, από τη μακροχρόνια δική του εμπειρία, ο άγιος γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ:
«Στην αρχή της μετανοίας επικρατεί θλίψη, σύντομα όμως διαπιστώνουμε ότι διεισδύει μέσα μας ενέργεια νέας ζωής, η οποία επιφέρει θαυμαστή αλλοίωση του νου. Αυτή καθ’ εαυτή η κίνηση προς μετάνοια εμφανίζεται ως ανεύρεση του Θεού της αγάπης. […] Η χάρη της μετανοίας αποκαλύπτει μέσα μας την εικόνα του Υιού του Πατρός. Ω, πόσο οδυνηρή είναι αυτή η πορεία! Πυρωμένη ρομφαία διέρχεται την καρδιά μας. και πώς να μιλήσουμε για τη φρίκη η οποία μας διακατέχει τότε; […] Η εικόνα του Μονογενούς και ομοουσίου με τον Πατέρα Υιού και Λόγου ανάβει μέσα μας σφοδρό πόθο να ομοιωθούμε προς Αυτόν σε όλα. και εκ νέου βρισκόμαστε στην παράδοξη θέση: Πάσχουμε, αλλά από άλλη οδύνη, άγνωστη προηγουμένως σε μας. Η οδύνη αυτή μας εμπνέει, δεν σκοτώνει.Μέσα σ’ αυτήν υπάρχει άκτιστη δύναμη. Ριχνόμαστε στην θεία απειρότητα. Μένουμε εκστατικοί μπροστά στο γεγονός που διενεργείται μέσα μας. το μεγαλείο του μας υπερβαίνει. Συστελλόμαστε και σμικρυνόμαστε στο έπακρο μέσα στη συνείδηση του εαυτού μας, και ταυτόχρονα έρχεται ο Θεός να μας αγκαλιάσει, όπως ο Πατέρας της ευαγγελικής περικοπής. (βλ. Λουκ. ιε΄ 20). Ο φόβος και ο τρόμος αποχωρούν από μας δίνοντας τη θέση τους στο ‘θάμβος’ μπροστά στον Θεό. Ο Πατέρας μας ενδύει με πολύτιμα ιμάτια, μας στολίζει με ουράνιες δωρεές, η καλλίτερη των οποίων είναι η αγάπη πού περιβάλλει τα πάντα. Η πρώτη μας οδύνη της μετανοίας μεταβάλλεται σε χαρά και γλυκύτητα αγάπης. Τώρα η αγάπη παίρνει νέα μορφή: την ευσπλαγχνία για κάθε κτίσμα που στερείται το Θείο Φως» (βλ. Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, ό.π., σελ. 71-72).
Το παραπάνω απόσπασμα το παραθέτει ο π. Δαμασκηνός Κρίστενσεν στη μελέτη του Christ the Eternal Tao, Μέρος ΙΙΙ, κεφ. 9. Εκεί πραγματεύεται διεξοδικά όλα τα συναφή ζητήματα (βλ. στα ελληνικά όλο το έργο). Παραθέτουμε από εκεί και το ακόλουθο απόσπασμα του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, περίπου 1000 χρόνια πριν το Σωφρόνιο:
«Είμαι κορεσμένος από ηδονή και θεϊκή τρυφερότητα. Μοιράζομαι το Φως. Μετέχω κι εγώ στη δόξα. το πρόσωπό μου λάμπει σαν το πρόσωπο του αγαπημένου μου και όλα μου τα μέλη γίνονται φορείς του Φωτός» (από τους Ύμνους των θείων ερώτων).
Καθώς ο άνθρωπος προοδεύει στη σχέση του με το Θεό αυξάνονται και εντείνονται και οι επιθέσεις του εχθρού (διαβόλου). Οι παγίδες με ψευδοβιώματα είναι μια μορφή αυτών των επιθέσεων. Οι άγιοι μπορούν να διακρίνουν τα αληθινά από τα ψεύτικα βιώματα, ακριβώς διότι έχουν γνωρίσει και τα δύο είδη. Αρκετοί άγιοι έχουν γράψει γι’ αυτό.
Η πρόοδος αυτή συνίσταται στην εγκατάσταση της ταπεινής και ανιδιοτελούς αγάπης προς όλους εντός της νοεράς καρδίας του ανθρώπου, αγάπης που «δεν κοιτάζει τον εαυτό της» («ου ζητεί τα εαυτής», απόστολος Παύλος Α΄ προς Κορινθίους, 13, 5) και που συνιστά εκπλήρωση της εντολής του Χριστού «αγαπάτε αλλήλους» (κατά Ιωάννην 13, 34-35, κ.α.) και της διπλής εντολής «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου· αύτη εστί πρώτη και μεγάλη εντολή. δευτέρα δε ομοία αυτή· αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. εν ταύταις ταίς δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται» (Ματθ. 22, 35-40). Αν κάποιος δεν πιστεύει στο Χριστό, αλλά μέσα του αυξάνεται αυτή η ταπεινή αγάπη προς όλους –χαρακτηριστικό της η συγχώρηση των εχθρών, η αγάπη προς τους εχθρούς– τότε αυτός ο άνθρωπος, λογικά, κάποια στιγμή θα ανοίξει την πόρτα στο Χριστό, που διαρκώς στέκεται «επι την θύραν και κρούει». Έτσι εξηγούνται περιπτώσεις όπως του Κορνήλιου, του Αιθίοπα ευνούχου (Πράξεις των αποστόλων, 8, 26-40), αλλά και νεώτερες περιπτώσεις όπως του μουσουλμάνου Γιουσούφ Αμπντούλ Ογκλί (1820-1893), μετέπειτα αγίου γέροντα Νικολάου της Όπτινα, του Αμερικανού βουδιστή ιερέα Νilus Stryker και πολλών άλλων.
Πρέπει να έχουμε υπόψιν ότι η ένωση του ανθρώπου με το Θεό είναι εφικτή λόγω της σάρκωσης του Θεού σε άνθρωπο. Αλλιώς, από οντολογική άποψη, δεν θα υπήρχε κανένα κοινό σημείο ανάμεσα στα δύο όντα. Συνεπώς, έτσι ο Χριστός γίνεται Σωτήρας του ανθρώπου: παρέχοντάς του τη δυνατότητα ένωσης με το Θεό.
Και οι άλλες θρησκείες;
Η θέα του ακτίστου Φωτός διδάσκει στον άνθρωπο την τριαδικότητα του Θεού και τη θεότητα του Χριστού. Ακριβώς όπως τα διδάχτηκαν οι απόστολοι κατά την πεντηκοστή, έτσι τα διδάσκεται κάθε πνευματικά προοδευμένος (δηλ. καθαγιασμένος) χριστιανός. Το βίωμα αυτό δεν είναι ψέμα, καθώς καταγράφεται αναρίθμητες φορές μέσα στους αιώνες. Μήπως είναι απάτη του εχθρού; Μελετώντας το θέμα θεωρητικά, χωρίς ανάλογα δικά μας βιώματα (αν και νομίζω ότι όλοι, τουλάχιστον οι χριστιανοί, έχουμε ζήσει κάποια μικρά ή μεγάλα θαύματα ή και επισκέψεις της θείας χάριτος, αλλά όχι τόσα ώστε να αξιολογούμε με ασφάλεια τα αντίστοιχα των αγίων), μπορούμε να υποθέσουμε ό,τι θέλουμε.
Αληθινή μελέτη είναι η έμπρακτη μελέτη: με τη βοήθεια ενός έμπειρου πνευματικού (γέροντα) να επιδιώξουμε την πρόοδό μας στην πίστη, να αντιμετωπίσουμε τους πειρασμούς, να ζήσουμε οι ίδιοι τα ίδια πράγματα (είναι δώρα που προορίζονται για όλους τους ανθρώπους όλων των λαών και των πολιτισμών) και τότε θα ξέρουμε. Ένα δείγμα τέτοιας προσπάθειας καταγράφεται στο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού (ελλ. έκδ. «Αστήρ»).
Ωστόσο, έστω και από «το γραφείο μας» μπορούμε να μελετήσουμε τη διδασκαλία των αγίων και να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα, συγκρίνοντάς την βεβαίως με τα βιώματα που καταγράφουν οι σοφοί και διδάσκαλοι των άλλων θρησκειών. Τέτοιες συγκρίσεις έχουν γίνει και προσωπικά δεν έχω αμφιβολία για την αλήθεια του (ορθόδοξου, ήτοι του αρχαιότερου και αυθεντικότερου) χριστιανικού βιώματος έναντι των άλλων. Αναφέρω από μνήμης το Η Ορθοδοξία και η θρησκεία του μέλλοντος του π. Σεραφείμ Ρόουζ (ελλ. έκδ. Μορφή Εκδοθήτω), όπου δημοσιεύονται και μελέτες τρίτων, μεταξύ των οποίων και πρώην ινδουιστών, το Χιλιάδες μίλια προς τον τόπο της καρδιάς, του Κλάους Κένεθ, εκδ. Εν πλω, και το Οι γκουρού, ο νέος και ο γέροντας Παΐσιος του Διονυσίου Φαρασιώτη, εκδ. Παναγόπουλος· στα δύο τελευταία δημοσιεύονται οι μακροχρόνιες έρευνες των συγγραφέων, οι οποίοι μυήθηκαν σε διάφορα θρησκεύματα και ταξίδεψαν στις πηγές τους. Στην Ασκητική της αγάπηςεξάλλου καταγράφονται ανάλογες εμπειρίες της γερόντισσας Γαβριηλίας κατά την παραμονή της στα ινδικά άσραμ [βλ. Γαβριηλίας μοναχής (μαθήτριας της γερόντισσας), Η ασκητική της Αγάπης, Τάλαντον 1998].
Αν δεχτούμε ότι όλα τα βιώματα είναι αληθινά, μια σύγκρισή τους φανερώνει ότι τα βιώματα των διαφόρων θρησκειών (πλην ορθοδόξων χριστιανών) διαθέτουν στοιχεία όπως:
- προκαλούνται με τεχνητές μεθόδους, όπως ο διαλογισμός, η μουσική ή ο χορός,
- σχετίζονται με μαγικές πρακτικές και πολύ συχνά με λατρεία (ενίοτε αιματηρή) ύποπτων έως ξεκάθαρα σκοτεινών πνευμάτων,
- περιέχουν το στοιχείο της έκστασης, δηλ. της απώλειας της προσωπικότητας του ανθρώπου κατά τη διάρκεια του βιώματος (κατάληψη από πνεύμα),
- θεωρούνται «ανάδειξη φυσικών δυνάμεων του ανθρώπου» και όχι επαφή με το Θεό (οπότε δεν μας ενδιαφέρουν, γιατί εμείς αυτό που επιθυμούμε δεν είναι η ανάδειξη δυνάμεων, αλλά η επαφή και ένωση με το Θεό, που συνιστά τον παράδεισο),
- κ.τ.λ.
Παρότι πρέπει να θεωρήσουμε βέβαιο ότι θα σωθούν άνθρωποι απ’ όλες τις θρησκείες, όμως όλα αυτά τα στοιχεία (εμπόδια στην αυθεντική γνώση του Θεού και σχέση μ’ Αυτόν) έρχονται σε αντίθεση με το γνήσιο βίωμα της χάριτος του Θεού, όπως μαρτυρείται στις περιπτώσεις των αγίων. Το χριστιανικό λοιπόν βίωμα διαφέρει από τα πνευματικά, υπερβατικά κ.λ.π. βιώματα που καταγράφονται στις άλλες πνευματικές παραδόσεις, επομένως είναι κάτι «άλλο». Αυτό το «άλλο» είναι που μας ενδιαφέρει εμάς, διότι α) βεβαιώνει την αλήθεια του χριστιανισμού, και β) είναι το κατώφλι της αιώνιας σωτηρίας μας (επίσκεψη της θείας χάριτος => προσέγγιση προς το Θεό με τάση για ένωση με Αυτόν => πρόγευση του παραδείσου). Τα υπόλοιπα βιώματα δεν μας αφορούν.
Μάλιστα, αν δώσουμε βάση σ’ αυτά τα βιώματα («αφύπνιση» δυνάμεων με τεχνικές τύπου γιόγκα π.χ.) κινδυνεύουμε έντονα να ξεχάσουμε το Θεό και τη σωτηρία και να νιώσουμε απατηλή «αυτάρκεια», πλάνη που έχει λάβει μορφή μόδας στο μετανεωτερικό δυτικό κόσμο, μέρος της μυστικιστικής δεισιδαιμονίας που ανέτειλε μετά την ορθολογιστική εξορία του Θεού. Οι χριστιανοί λοιπόν δεν επιδιώκουμε τέτοιες «δυνάμεις», τις αποφεύγουμε.
Τι είναι τα δόγματα; Πίστη που επιβάλλεται με τη βία; Ή κάτι άλλο;
Για έναν άγιο, δηλ. άνθρωπο που βρίσκεται στη θέωση, δεν υπάρχει αμφιβολία για τη γνησιότητα των επισκέψεων της θείας χάριτος. Άλλωστε και ο ίδιος είναι μεταμορφωμένος εν Χριστώ και, στην πορεία αυτής της μεταμόρφωσης, πέρασε από όλες τις φάσεις, απόχτησε εμπειρία ασύλληπτη για μας και έμαθε να ξεχωρίζει τα αληθινά θεία βιώματα «διά της γεύσεως του νου» (άγ. Γρηγόριος ο Σιναΐτης, άγ. Σιλουανός). Εμείς, οι μικροί μαθητές των αγίων, που ζούμε μια μέτρια ζωή και δεν προσπαθούμε τόσο, ώστε να τους μοιάσουμε, μπορούμε να λέμε ό,τι θέλουμε. Όμως οι σύγχρονες περιπτώσεις θαυματουργών αγίων, σε κάποιες από τις οποίες θα αναφερθούμε αργότερα, είναι η απόδειξη ότι και οι παλαιότερες περιπτώσεις αγίων είναι αληθείς.
Επίσης, μπορούμε να πούμε, ότι μετά από τόσες γενιές αγίων, υπάρχει πλέον ένα ασφαλές υπόβαθρο αξιολόγησης των βιωμάτων: το δόγμα.
Το δόγμα είναι η γραπτή διατύπωση της «θεοπτικής εμπειρίας» των αγίων(θεοπτία = όραση του Θεού). Ευρισκόμενος ο άγιος εντός του θείου γνόφου, γνωρίζει «άρρητα ρήματα», για τα οποία, κατά κανόνα, σιωπά (άλλωστε διστάζει να αποκαλύψει ότι έχει εμπειρίες, για να μην τον τιμήσουν οι άνθρωποι ως άγιο). Όταν όμως άνθρωποι ή ομάδες επιχειρούν να πλησιάσουν το Θεό με λάθος τρόπο και όχι με την πορεία κάθαρση-φωτισμός-θέωση, οι άγιοι μιλούν, για να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Οι ομάδες αυτές είναι οι αιρέσεις (φιλοσοφικές-ορθολογιστικές, όπως ο αρειανισμός, ο παπισμός, ο προτεσταντισμός κ.λ.π., ή μυστικιστικές, όπως οι μεσσαλιανοί, οι πεντηκοστιανοί κ.λ.π.). Τότε, με πλήρη συναίσθηση της αποφατικότητας της ορθόδοξης θεολογίας (ότι δηλαδή η αλήθεια για το Θεό, τα «άρρητα ρήματα», δεν ταυτίζεται απόλυτα με τη λεκτική έκφρασή της), οι εκάστοτε άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μιλούν, διατυπώνοντας τη δική τους γνώση με τους προσφορότερους όρους της εκάστοτε κατάλληλης γλώσσας (π.χ. φιλοσοφικά, ποιητικά, καλλιτεχνικά κ.λ.π.). Μερικές από αυτές τις απόπειρες μπορεί να είναι κάπως ατυχείς, γιατί ένας άγιος δεν μεταμορφώνεται αυτόματα σε τέλειο χειριστή της γλώσσας. Σιγά σιγά η προσπάθεια αυτή φτάνει στο αποκορύφωμά της. Όταν η διατύπωση της χριστιανικής αλήθειας για ένα θέμα φτάσει στη μέγιστη δυνατή ακρίβεια (ποτέ στην τελειότητα), επικυρώνεται από μια οικουμενική σύνοδο.
Το δόγμα, όπως είπα, είναι μια δικλείδα ασφαλείας για την αξιολόγηση των πνευματικών εμπειριών, αλλά μόνο κατά το ήμισυ. Όταν δηλαδή ένα βίωμα μού διδάσκει πράγματα αντίθετα από τη διδασκαλία των αγίων χριστιανών διδασκάλων, τότε δε μιλάει ο Θεός, αλλά ο εχθρός (π.χ. περίπτωση Μωάμεθ). Όταν όμως ένα βίωμα μού διδάσκει πράγματα σύμφωνα ή συμβατά με τη διδασκαλία των αγίων χριστιανών διδασκάλων, τότε ίσωςμιλάει ο Θεός, αλλά και πάλι μπορεί να μιλάει ο εχθρός. Γι’ αυτό πρέπει να αντιμετωπίσω μια τέτοια «αποκάλυψη» με σύνεση και ταπείνωση, να την εμπιστευτώ στο γέροντά μου, ακόμη και να προσευχηθώ να την άρει ο Θεός από μένα, γιατί δεν είμαι άξιος. Σκοπός του χριστιανού δεν είναι να απολαύσει τέτοια βιώματα, αλλά να αγωνιστεί να πλησιάσει το Θεό, με σκοπό τη σωτηρία του (όπως ο άσωτος υιόςδε ζήτησε από τον Πατέρα τιμές και πολυτελή ενδύματα, αλλά θέση δούλου, άσχετα αν ο Πατέρας τον τίμησε λόγω της μεγάλης Του αγάπης).
Συνεπώς, δε μπορώ να ξέρω πόσο αυθεντικά είναι τα βιώματα του ενός ή του άλλου (άσχετα αν εμένα «μου φαίνονται» ή όχι αυθεντικά), ούτε και η αξιολόγησή τους είναι δική μου δουλειά. Είναι δουλειά του γέροντά τους, όπως το αν είναι ασθενείς είναι δουλειά του γιατρού τους. Και, αν δεν έχουν γέροντα, καλά θα κάνουν να βρουν, και μάλιστα έμπειρο, γιατί εκτίθενται σε επικίνδυνα μονοπάτια. Εγώ, ως χριστιανός, εύχομαι το καλύτερο γι’ αυτούς.
Η θέση της Βίβλου στην πίστη
Όπως βλέπετε, μέχρι τώρα δεν έχω αναφερθεί σχεδόν καθόλου στην Αγία Γραφή. Η άμεση εμπειρία των αγίων είναι αυτό που καθορίζει την πίστη. Η Αγία Γραφή είναι κι αυτή μια καταγραφή των άμεσων εμπειριών αγίων ανθρώπων που ενώθηκαν με το Θεό. Οπωσδήποτε είναι για μας κάτι το ιδιαίτερο. Περιέχει την ιστορία των προ Χριστού αγίων, καθώς και τα λόγια του Θεού μέσω των προφητών. Περιέχει επίσης τη διήγηση μέρους της ζωής του Χριστού, από αυτόπτες μάρτυρες, καθώς και της σταυρικής θυσίας και κάποιων μετά την ανάστασή Του εμφανίσεων. Περιέχει επίσης όλα τα διασωθέντα κείμενα των μαθητών του Χριστού. Γι’ αυτό, είναι για μας «Αγία» Γραφή και δεν υπάρχουν άλλα κείμενα σαν αυτήν.
Όμως, το πρώτο χριστιανικό κήρυγμα έγινε χωρίς να υπάρχει η Καινή Διαθήκη, ενώ μέχρι τα μέσα του 2ου αιώνα, που ζούσαν οι άμεσοι μαθητές των αποστόλων, φαίνεται ότι δεν είχαν όλες οι κατά τόπους Εκκλησίες όλο το σώμα των ιερών κειμένων της Κ.Δ. (βλ. Θ. Ρηγινιώτη Τα απόκρυφα ευαγγέλια και ο σχηματισμός της Καινής Διαθήκης, Πύρρα, Αθήνα 2006, σελ. 23-30, και αυτό το άρθρο). Επίσης, σε όλες τις γενιές υπάρχουν αγράμματοι άνθρωποι, ακόμη και άνθρωποι που δεν ξέρουν καλά καλά τι είναι το ευαγγέλιο, οι οποίοι φτάνουν στο φωτισμό και τη θέωση. Τέτοιος ήταν ο γέρο Παχώμιος, ένας αγράμματος αγιορείτης ασκητής, που γέμιζε τη χούφτα του σκορπιούς και έπιανε τα δηλητηριώδη φίδια και τα έβγαζε έξω από τα κελιά και, όχι μόνο δεν τον δάγκωναν, αλλά και απορούσε γιατί… τα φοβούνταν οι άλλοι μοναχοί! Την περίπτωσή του καταγράφει ο άγιος γέροντας Παΐσιος στο βιβλίο του Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, έκδ. Ι. Ησυχαστήριον Σουρωτής Θεσσαλονίκης 1993 (πρόσφατη ανατύπωση 2007 – στη μελέτη αυτή ο π. Παΐσιος καταγράφει απλά και φυσικά διάφορες περιπτώσεις χαρισματούχων μοναχών και ασκητών του Αγίου Όρους, τους περισσότερους από τους οποίους γνώρισε προσωπικά). Όταν ο π. Παΐσιος τον ρώτησε πώς δεν τον δαγκώνουν, του είπε: «Κάπου γράφει ο Ιησούς Χριστός σ’ ένα χαρτί πως, άμα έχεις πίστη, μπορείς να πατάς πάνω σε φίδια και σε σκορπιούς». «Κάπου γράφει ο Ιησούς Χριστός σ’ ένα χαρτί»!… Δηλ. ο ορθόδοξος άγιος εκείνος (που είχε γίνει ένα με τα πλάσματα) δεν ήξερε καν τι είναι το ευαγγέλιο!
Θα μπορούσε να μην υπάρχει καν η Αγία Γραφή, και ο λόγος του Θεού, αλλά και η γνώση του Θεού, να φτάνει σε μας μόνο μέσω άμεσων αποκαλύψεων στους εκάστοτε αγίους. Βέβαια η Αγία Γραφή είναι καλή κυρίως για μας τους «αρχάριους» (μη αγίους) και για τους μη χριστιανούς, ώστε να πάρουν την «πρώτη γεύση».
Για του λόγου το αληθές, να τι γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, γύρω στο 500 μ.Χ.:
«Έπρεπε να μη χρειαζόμαστε βοήθεια από τα γράμματα, αλλά να προσφέρουμε τόσο καθαρό βίο, ώστε η χάρη του (αγίου) Πνεύματος να παίρνει την θέση των βιβλίων στις δικές μας ψυχές και όπως ακριβώς αυτά με το μελάνι, έτσι οι καρδιές οι δικές μας με το Πνεύμα να έχουν γραφτεί εσωτερικά. […] Και για να μάθεις ότι τούτο πολύ καλύτερο ήταν, άκουσε και δια του προφήτη τι λέει: “Θα συνάψω με σας καινούρια διαθήκη και θα δώσω τους νόμους μου στην διάνοιά τους και πάνω στις καρδιές τους θα γράψω και όλοι θα γίνουν θεοδίδακτοι” [Ιερεμίας, 38, 31-33]. Και ο Παύλος, δείχνοντας αυτή την υπεροχή, έλεγε ότι λάβαμε νόμο “όχι σε λίθινες πλάκες, αλλά σε σάρκινες πλάκες της καρδιάς” [Β΄ Κορινθ. 3, 3]. Επειδή όμως με το πέρασμα του χρόνου παραστράτησαν, άλλοι μεν λόγω γνώμης, άλλοι δε λόγω βίου και τρόπων, χρειάστηκε πάλι η υπενθύμιση από τα γράμματα» (άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αρχή της Ομιλίας Α΄ εις το κατά Ματθαίον).
Οι άγιοι, γνωστοί και αφανείς, διαθέτουν ακριβώς αυτόν τον καθαρό βίο, που είναι το αίτημα και η πρόσκληση για κάθε χριστιανό. Ας σημειωθεί ότι στην ψυχή του Χρυσοστόμου όντως «η χάρη έπαιρνε τη θέση των βιβλίων», γι’ αυτό και ο μαθητής του άγιος Πρόκλος είχε δει τον απόστολο Παύλο να του ψιθυρίζειτην ερμηνεία των επιστολών του. Αυτά φυσικά οι νεώτεροι ακαδημαϊκοί μελετητές τα απορρίπτουν συλλήβδην ως μύθους, παρότι οι πιο συνετοί από αυτούς δεν αρνούνται τις εμφανίσεις αρχαιότερων αγίων σε σύγχρονους αγίους και γέροντες, όπως ο άγιος Νικόλαος Πλανάς, ο γέροντας Παΐσιος κ.ά.
Σε καμία περίπτωση η Αγ. Γραφή δεν είναι για μας ό,τι φαντάζονται οι μουσουλμάνοι ότι είναι το Κοράνι, δηλ. ένα «αντίτυπο του αιώνιου και αναλλοίωτου θείου λόγου».
Γι’ αυτό, αν τα ευαγγέλια περιέχουν «αντιφάσεις» ή και λαθάκια σε λεπτομέρειες (π.χ. τι μέρα έγινε ένα γεγονός ή πόσοι παρευρέθηκαν;) ή αν οι σύγχρονοι φιλόλογοι, αντίθετα με τους αγίους Πατέρες, νομίζουν ότι ένα κομμάτι λείπει από εδώ ή προστέθηκε εκεί κ.τ.λ., ειλικρινά δεν παίζει κανένα ρόλο για την πίστη μας. Είναι μάλιστα μια εξαιρετική, από πλευράς του Θεού, δοκιμασία της εγωιστικής ορθολογιστικής «σοφίας» των κατά κόσμον πεπαιδευμένων.
Κι αν δεν αναπτύσσεται στη Βίβλο τριαδολογία ή χριστολογία, αυτό οφείλεται στο ότι δεν είχαν εμφανιστεί ακόμη οι αιρέσεις που τα αμφισβήτησαν. Οι χριστιανοί τα βίωναν αυτά, ήξεραν από άμεση εμπειρία τη σημασία των τριαδολογικών εκφράσεων όπως στα Ματθ. 28, 19, Β΄ Κορινθ. 13, Α΄ Πέτρου 1, 2, κ.λ.π. και δεν υπήρχε λόγος να τα αναπτύξουν θεωρητικά.
Σωφρόνιος: «Και τολμώ να πω ότι η θέαση του άκτιστου Φωτός συνδέεται αρρήκτως με την πίστη στην Θεότητα του Χριστού. Και όχι μόνο συνδέεται, αλλά και κατά παράδοξο τρόπο το ένα εξαρτάται από το άλλο. Σε ένα Φως εμφανίζονται και ο Χριστός και το Άγιο Πνεύμα. το Φως αυτό μαρτυρεί για την Θεότητα του Χριστού, διότι είναι αδύνατο να μην αναγνωρίσουμε τον Θεό σε εκείνο το Φως για το οποίο γίνεται λόγος» (Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, ό.π., σελ. 247-248).
Πρβ. Παύλος, Β΄ Κορινθίους, 12, 4-7. Το όραμα του Ιωάννη στην Αποκάλυψη παρέχει πολλές οράσεις που φανερώνουν την τριαδικότητα του Θεού (π.χ. κεφ. 11, στ. 15. κεφ. 20, στ. 6. κεφ. 22, στ. 3-4, κ.λ.π.).
Γι’ αυτό εξάλλου, όταν εμφανίζονταν οι αιρέσεις, προκαλούνταν τόσος σάλος: επειδή αυτό που δίδασκαν (επινοημένο με φιλοσοφικούς στοχασμούς ή βιωμένο με τεχνητές μεθόδους) ερχόταν σε αντίθεση με αυτό που βίωνε η Εκκλησία από την αρχή της ύπαρξής της.
Γι’ αυτό και ποτέ δεν υπήρξαν «πολλές εκδοχές» του χριστιανισμού, ούτε και με τη σύνοδο της Νίκαιας το 325 μ.Χ. συνέβη κάποια ρήξη με το παρελθόν, που μάλιστα να «επιβλήθηκε βίαια», όπως διατείνονται προσφιλείς αθεϊστικοί μύθοι. Μία ήταν και είναι η Εκκλησία. Η αίρεση έχει τόση σχέση με την Εκκλησία, όση ο κομπογιαννίτης με το γιατρό.
Ας σημειώσουμε ότι από την εγκαθίδρυση της Βαυαροκρατίας στην Ελλάδα και την ίδρυση του πανεπιστημίου Αθηνών, άνοιξαν οι πόρτες για την εκβολή ολόκληρου χειμάρρου δυτικών επιρροών στην ελληνική θεολογική σκέψη. Γι’ αυτό είναι πολύ πιθανόν να συναντήσουμε βιβλία Νεοελλήνων καθηγητών θεολογικών σχολών, που αντιμετωπίζουν την πατερική θεολογία όπως οι προτεστάντες, δηλαδή ως μια απλή (αν και υψηλή) φιλοσοφία για θεολογικά ζητήματα και όχι ως καρπό της θεοπτικής εμπειρίας των αγίων. Το ζήτημα της θεολογίας ως θεοπτίας (που είναι η πραγματική έννοια του όρου θεωρία, δηλ. θέαση, στους Πατέρες) επανήλθε με την προσπάθεια ολίγων εργατών του πνεύματος, όπως ο καθηγητής π. Ι. Ρωμανίδης, με την καθοριστική συμβολή των οποίων συντελέστηκε στη χώρα μας, εδώ και μια δυο θεολογικές γενιές, η εκ νέου ανακάλυψη των πατερικών καταβολών μας (βλ. ενδεικτικά πρωτοπρεσβύτερου Ιωάννου Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία, εκδ. Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004).
«Οἱ χριστιανοί σήμερα» τοῦ Μοναχοῦ Μωϋσέως Ἁγιορείτου
Ὅταν ο σύγχρονος χριστιανός μιλάει για τόν Θεό, ἐννοεῖ, λίγο πολύ, κάτι πού βρίσκεται πέρα μακριά στόν οὐρανό, ἄγνωστο, ἀκατανόητο, φοβερό, ἀπλησίαστο, πού ἁπλά τό ἀποδέχεται, χρήσιμο γιά ὥρα ἀνάγκης, μερικές φορές τοῦ ἀποδίδει μαγικές ἰδιότητες καί συχνά ἐπαναλαμβάνει τό ἀνορθόδοξο «πίστευε καί μή ἐρεύνα».
Κατά τ’ ἄλλα, αὐτή ἡ πίστη στόν Θεό δέν ἐπιφέρει οὐσιαστική ἀλλαγή στήν ζωή τοῦ χριστιανοῦ. Μπορεῖ νά ἐκκλησιάζεται μερικές Κυριακές, νά ἔχῃ στήν βιβλιοθήκη του σύγχρονα πνευματικά βιβλία, παλιές εἰκόνες στο σαλόνι, κάποιο κομποσχοίνι στό χέρι, νά δίνῃ καί λίγη ἐλεημοσύνη.
Ὅμως, παραμένει ἀνυπόμονος στό ὅτι οἱ ἄλλοι δέν εἶναι ὅπως τούς θέλει, μίζερος γιά τά χρήματα, βυθισμένος στόν ἀτομισμό, στήν καλοπέραση, στό ἄγχος, στόν ἀνταγωνισμό.
Αὐτό, ὅμως, δέν εἶναι ζωή ἐν Χριστῷ· μυρίζει θάνατο. Σέ τί διαφέρει ὁ χριστιανός σήμερα ἀπό τόν ὑπόλοιπο κόσμο; Ὅταν δέν ἔχει μακροθυμία, πραότητα, χαρά, ἁπλότητα καί κυρίως ταπείνωση, σημαίνει ὅτι δέν ἔχει νοιώσει τίποτε ἀπό τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Ζωή πού ἀνακαινίζει, μεταμορφώνει καί ὡραιοποιεῖ τόν ἄνθρωπο καί μέσα ἀπό τίς καθημερινές δυσκολίες.
Ὁ χριστιανός, πρῶτα πρῶτα, καλεῖται νά σκύψῃ καί νά ἀκούσῃ τήν φωνή τοῦ Εὐαγγελίου, πού τόν καλεῖ σέ μία συνεχῆ διακινδύνευση τῆς αὐτάρκειας πού τόν διακατέχει, τοῦ πονηροῦ λογισμοῦ ἐκείνου πού τόν κινεῖ νά λέῃ: «Ἐμεῖς, δόξα τῷ Θεῷ, δέν κάνουμε τά φοβερά καί αἰσχρά πού βλέπουμε καθημερινά στήν τηλεόραση. Ἡ σκέψη αὐτή εἶναι μᾶλλον δαιμονοκίνητη καί ὁ ἐφησυχασμός πού δίνει ἀσφαλῶς δέν εἶναι καθόλου ἀγαθός.
Δέν θά δώσουμε λόγο στόν Θεό μόνο γιατί δέν πράξαμε τό κακό, ἀλλά καί γιατί δέν πράξαμε τό καλό, δέν ἀγαπήσαμε τρυφερά τήν ἀρετή.
Ἔχουμε μιά μαγική ἀντίληψη περί Ἐκκλησίας ἐμεῖς οἱ χριστιανοί σήμερα. Λέμε: «Ἄν ἔλθῃς στήν Ἐκκλησία, οἱ δουλειές σου θά πᾶνε καλά». Μά ὑπάρχουν χριστιανοί πιστοί πού εἶναι ἄνεργοι, νέοι ἐπιστήμονες ἀδιόριστοι, ἔμποροι πτωχεύσαντες. Λέμε: «Ἄν δέν ἔλθῃς στήν Ἐκκλησία, θά καταστραφεῖς». Μά ὁ Χριστός δέν πίεσε ἐρχόμενος καμμία συνείδηση.
Δέν ἔχουμε τό δικαίωμα νά ἀπειλοῦμε, νά φοβερίζουμε τόν κόσμο, παιανίζοντας μάλιστα ἕναν σκοπό πού μιλᾷ γιά ἕναν Θεό ἀνύπαρκτο, ἕναν Θεό, δηλαδή, τιμωρό, ἐκδικητή, τρομοκράτη, φθονερό, ἀντίδικο. Ἕναν Θεό πού μοιράζει καλές θέσεις ἐργασίας, παχυλούς μισθούς, ὑψηλές συντάξεις, ἐπιδόματα, εὐζωΐα, μακροζωΐα καί λοιπά.
Μοιάζουμε μέ διαφημιστές νέων προϊόντων ὀμορφιᾶς ἤ συνηγόρους τοῦ ἀδικημένου Θεοῦ. Δέν ἔχουμε νοιώσει ἀκόμη ἐμεῖς οἱ χριστιανοί τοῦ δύστροπου εἰκοστοῦ αἰῶνος ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός πού σώζει καί δέν σώζεται ἀπό κανέναν μας.
Ὁ Χριστός εἶπε, ἄν θέλουμε ἀπό τήν καρδιά μας τήν τελειότητα, ἄς τόν ἀκολουθήσουμε. Οἱ σημερινοί χριστιανοί γίνονται εἰσαγγελεῖς, βασιλικότεροι τοῦ βασιλέως, μέ ζῆλο ἀνεπίγνωστο, μέ σπουδή ἀδιάκριτη, μέ νόθο ἱεραποστολισμό.
Μά, ἀγαπητοί μου, ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἦταν ἄρρωστοι, φτωχοί οἱ πιό πολλοί, συχνά κυνηγημένοι, ἀνήμποροι, καταφρονεμένοι, δέν τούς ἔπιανε τό μάτι σου. Ὁ Χριστός ἐδοξάσθη στόν Γολγοθά. Ὁ πόνος εἶναι συνοδοιπόρος μας στήν ζωή. Τό σύμβολο τοῦ χριστιανισμοῦ εἶναι ὁ Σταυρός. Δέν ἐπιτρέπεται ἡ παραπληροφόρηση.
Στήν Ἐκκλησία μέσα συνεχίζεται, ἐνυπάρχει ὁ πόνος, ἀλλά ἔχει νόημα, ἔχει διέξοδο, ὁδηγεῖ σέ ἀνάσταση. Δέν ἔχουμε τό δικαίωμα, ὡς ὁρισμένοι ὑποψήφιοι πολιτικοί, νά ξεγελᾶμε τόν λαό, ὑποσχόμενοι ἐπιγείους παραδείσους. Ὁ Χριστός εἶπε ὅτι θά ἔχουμε στόν κόσμο αὐτόν θλίψη. Δέν μακαρίζει ὅσους χασομεροῦν στά γέλια.
Ἐπιθυμοῦμε καί δημιουργοῦμε ἕναν νεοχριστιανισμό στά μέτρα μας, στίς ἀνάγκες μας, ἄκοπο, ἄμοχθο, πρόχειρο, εὔκολο, δίχως κανένα κόστος, ἀντιασκητικό, τελικά ἀντιευαγγελικό.
Σέ αὐτή τήν προοπτική, ἡ Θεία Λειτουργία στόν ναό εἶναι μιά ἁπλή ἀκρόαση τῶν λεγομένων, μία θέαση τῶν τελουμένων πού θά μπορῇς νά τήν παρακολουθῇς πιό ἥσυχα καί ἀπό τήν πολυθρόνα σου στό σπίτι ἀπό τήν τηλεόραση ἤ τό ραδιόφωνο στό αὐτοκίνητο. Δέν εἶναι θυσία, συμμετοχή, ἐγρήγορση, ἐπί τῷ αὐτῷ πάντων τῶν ἀδελφῶν συγκοινωνούντων καί θερμά δεομένων.
Ἄν δέν γνωρίσουμε τό φῶς τῆς χάριτος, λέμε ὅτι εἴμαστε καλά καί στό ἡμίφως. Στό φῶς ἀποκαλύπτεται ἡ πραγματικότητά μας. Μέσα στό φῶς θ’ ἀποκαλυφθῇ ἡ Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι αὐτό πού φανταζόμαστε, πού νομίζουμε, πού θά θέλαμε νά εἶναι.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά μητρική ἀγκάλη, πού ὅλους θέλει νά σώσῃ, ἄν θελήσουν νά σωθοῦν. Δέν εἶναι θεσμός, δέν εἶναι ἰδεολογία, δέν εἶναι παράταξη, δέν εἶναι σύστημα, δέν εἶναι μέρος. Ἡ Ἐκκλησία δέν δικάζει, δέν τιμωρεῖ, δέν ψάχνει γιά ὀπαδούς, δέν μετασχηματίζεται, δέν διαιρεῖ, δέν κουράζεται, δέν ξεκουράζεται, δέν ἀνησυχεῖ νά πείσει ἀποστομωτικά, νά ὑποδουλώσει καί νά κατατροπώσει κανέναν καί ποτέ. Προσέξτε το, παρακαλῶ.
Οἱ χριστιανοί σήμερα πρέπει νά γίνουμε οἱ ἄνθρωποι τῶν καθαρῶν βιωμάτων, νά μιλᾷ πιό βροντερά ἡ ζωή μας ἀπό τά πολλά λόγια μας, νά μήν ἀπαιτοῦμε μέ προπέτεια τό θαῦμα, νά μή βιαζόμαστε στήν προσευχή, ν’ ἀκοῦμε καί τόν ἄλλο, ὅποιος κι ἄν εἶναι, νά ὑπομένουμε τήν ἀντίδραση, τήν ἀντίσταση τοῦ ἄλλου, νά συνεργασθοῦμε μέ τόν Θεό.
Ἐμεῖς θά τοῦ δώσουμε τόν ἑκούσιο κόπο μας, τήν ἄσκηση, κι Ἐκεῖνος τήν χάρη Του καί τό ἔλεός Του, ἀφοῦ πάντοτε ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι συνεργεία Θείας Χάριτος καί ἀνθρώπινης ἐνέργειας. Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ κι ὁ σκοπός τῆς δημιουργίας του εἶναι ἡ θέωση.
Ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἁγιάζουν τόν ἀγωνιζόμενο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος καθαριζόμενος φωτίζεται καί θεώνεται. Αὐτή εἶναι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, ἡ ἀνθρωπολογία, ἡ ἐκκλησιολογία καί ἡ ἀσκητική τῆς Ἐκκλησίας μας. Μήν ψάχνουμε γιά ἄλλες ἀτραπούς, ὅταν μία εἶναι ἡ ὁδός τῆς σωτηρίας, τῆς θεώσεως, τῆς τελειότητος.